Εδώ και κάποιες δεκαετίες μεθοδικά και συστηματικά, με την κατεδάφιση της παιδείας και την αμέριστη αρωγή των Μέσων Μαζικής Αποβλάκωσης, επετεύχθη η αλλοίωση της φυσιογνωμίας του ελληνικού λαού…” η συγγραφέας Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη, για τη δημιουργική εμπειρία -από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο- της συγγραφής, με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα Κι όμως ανθίζει…, εκδ. Μεταίχμιο.

Ads

“… Μας υπαγορεύθηκε ένας «ανεπτυγμένος» τρόπος ζωής, που αναγόρευε τις απαξίες σε αξίες ενισχύοντας ό,τι αρνητικό  χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος συν τις χειρότερες εντόπιες ιδιαιτερότητες, με αποτέλεσμα  να πετάμε τα μαργαριτάρια στους χοίρους και τα άγια τοις κυσί. H αποσάθρωση μάλιστα αυτή συνοδευόταν απ’ την ψευδαίσθηση ότι η ζωή  θα «βελτιώνεται» στο διηνεκές, με υλιστικούς εννοείται όρους.

Παρόλο που δεν αμφέβαλα ότι  το αχαλίνωτα καταναλωτικό πρότυπο αποτελεί το όνειρο όλων των λαών της γης, αρχικά ήθελα  να ελπίζω ότι ο ελληνικός λαός διέθετε κάποιες αντιστάσεις, κυρίως λόγω της τάσης του προς το φιλοσοφείν. Δυστυχώς διαψεύστηκα. Ο λαός που κάποτε έγραφε, τραγουδούσε και χόρευε «Κατακαημένε άνθρωπε, ποιός είσαι; πώς γεννιέσαι;/ Σαν πύργος θεμελιώνεσαι και σαν νερό σκορπιέσαι…», ο διαχρονικά φιλοσοφημένος αυτός λαός ανοήτεψε και παραδόθηκε σ’ έναν χυδαίο υλισμό με τη βοήθεια και το ζωντανό παράδειγμα μιας ανάξιας πολιτικής ηγεσίας ευρέος φάσματος. Στα πλαίσια μάλιστα της βουλιμικής του συμπεριφοράς, κατέληξε να θεωρεί ανθρώπινο δικαίωμα την αργομισθία και την «αρπαχτή».

Κάνω εδώ μια παρένθεση για να επισημάνω ότι ο παραπάνω νεολογισμός με όλη του  τη χυδαιότητα εκφράζει ακριβέστατα τον εκχυδαϊσμό της κοινωνίας μας. Και επειδή οι λέξεις αποτελούν αψευδείς μάρτυρες ιστορικών, πολιτιστικών ή κοινωνικών παραμέτρων, αρκεί να προσέξει κανείς ποιες χρησιμοποιούμε σε σχέση με το Δημόσιο, για να αντιληφθεί αμέσως ότι το κράτος μας είναι περίλαμπρα μεταοθωμανικό: «ρουσφέτι», «μπαξίσι», «μπουγιουρντί» της Εφορίας με το «χαράτσι» κ.ο.κ.

Ads

Έβλεπα λοιπόν το σώμα της ελληνικής κοινωνίας να σαπίζει από τον ατομικισμό, την απληστία, την αναξιοκρατία, την ανευθυνότητα, την αφροσύνη,  τη διαφθορά και ένιωθα ότι όλος αυτός ο εκφυλισμός δεν  οδηγούσε παρά σε εθνική καταστροφή.
 

Αναφορές στις παθογένειές μας υπήρχαν βέβαια και σε προηγούμενα βιβλία μου, αρχής γενομένης από τη συλλογή διηγημάτων του 1981 «Εξάλλου ο Λένιν ήτο πολύ καλής οικογενείας…». Ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου,  καθώς  η κατηφορική πορεία επιταχυνόταν ολοένα και περισσότερο, έβλεπα τα απλά σημάδια του 1981 να μετατρέπονται σε στίγματα βαθιά. Όταν κάποια στιγμή διαισθάνθηκα ότι πλησιάζαμε στο μη περαιτέρω, άρχισε ως αντίδραση  να σχηματίζεται μέσα μου το «Κι όμως ανθίζει…».

Επιθυμία μου –μωροφιλοδοξία μου;- ήταν να συμβάλω με το μυθιστόρημα αυτό έστω κατ’ απειροελάχιστον στην εθνική μας αυτογνωσία αφήνοντας μ’ όλα ταύτα μια θετική επίγευση στον αναγνώστη.

Παρά την επίγνωση ότι ούτε χίλια βιβλία δεν αλλάζουν τη φορά των πραγμάτων, διατηρώ την παλιομοδίτικη αντίληψη ότι οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν χρέος να αφυπνίζουν συνειδήσεις, όσες μπορούν και όσο μπορούν. Ο καθείς και τα όπλα του.

Ξεκίνησα λοιπόν τη συγγραφή ένα χρόνο πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση και την ολοκλήρωσα με την εμφάνισή της, ενσωματώνοντας έτσι και κάποια στοιχεία της επικαιρότητας.

Για το σκοπό μου ήταν αναγκαίο να ανατρέξω στην Ιστορία, κάτι που ούτως ή άλλως συνηθίζω τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ιδιαίτερα  από τη στιγμή που  για λόγους υπαρξιακούς αναζήτησα τις ρίζες μου μέσα από τα μυθιστορήματα «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι» και «Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά» συνειδητοποίησα ότι, πέρα από την ιστορική γνώση  που με βοηθάει να αποτιμώ τα παρόντα περισσότερο νηφάλια, αυτό καθαυτό το βάθος του χρόνου, στο οποίο βυθίζομαι,  με γαληνεύει με τον ίδιο τρόπο που με γαληνεύει και η ενατένιση του έναστρου θόλου μια νύχτα χωρίς φεγγάρι σε τόπο ακατοίκητο.

Η αίσθηση της συνέχειας, η πεπερασμένη αιωνιότητα, η ασημαντότητά μου με ανακουφίζουν. Αυτήν την ανακούφιση, την παρηγοριά και την εποικοδομητική στάση απέναντι στα πράγματα, που προκύπτει όχι ασφαλώς με ευκολία, επιθυμώ να μεταγγίζω και στους αναγνώστες μου. Ομολογώ ότι μου πήρε χρόνια, ώσπου να κατακτήσω την επιδεξιότητα που απαιτεί η τέχνη της ζωής. Τελικά όποιος αρνείται την άρνηση βγαίνει ευεργετημένος.

Χρειαζόμουνα επίσης μια ηρωίδα μεγάλης ηλικίας, ώστε η ζωή της να είναι συνυφασμένη με όλα τα  γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα. Επιπλέον το πρόσωπο αυτό έπρεπε να λειτουργεί ως αντίβαρο στη στρεβλότητα που καλλιεργήθηκε όλα αυτά τα χρόνια  -δυστυχώς με την επικουρία ψευδοπροοδευτικής ρητορείας-, ώστε να εκφραστεί επιτέλους και η σιωπηλή μειοψηφία αυτού του τόπου, εκείνο δηλαδή το πολύτιμο κομμάτι της κοινωνίας  το οποίο, αντί να αρπάζει και να παρασιτεί, βρίσκει χαρά και ικανοποίηση στη δημιουργία και στην προσφορά.

Σχετικά στοιχεία άντλησα από ένα συγγενικό μου πρόσωπο, μια αληθινή ηρωίδα της ζωής, εμπλουτίζοντάς τα φυσικά και με όσα άλλα έκρινα αναγκαία, όπως για παράδειγμα τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ – σωσίβια που ασφαλώς δεν μας απαλλάσσουν απ’ το φορτίο μας, καταφέρνουν ωστόσο να το ελαφρύνουν.

Έτσι λοιπόν  ξεκίνησε η περιπέτεια ενός καινούργιου βιβλίου. Όπως συνήθως η κυοφορία κράτησε πολύ περισσότερο από τον χρόνο γραφής.  Μέρα με τη μέρα το άμορφο έπαιρνε σχήμα, σημειώσεις μες στη νύχτα, αγρύπνια, αμφιβολίες κι έπειτα η  στιγμή όπου σχεδόν υπνοβατικά γράφεται η πρώτη φράση στον υπολογιστή, η οποία  ποτέ δεν είναι η εισαγωγική του βιβλίου. Είναι όμως εκείνη που θα το ρυμουλκήσει.

Για την ηρωίδα μου διάλεξα –διόλου τυχαία-  ένα όνομα βαθιά και βαριά ελληνικό: Ηλέκτρα. Η δικιά μου Ηλέκτρα γνωρίζει ευμάρεια, οικονομική καταστροφή, πολέμους, φτώχεια, προσφυγιά, δόξα και ταπείνωση, την ευτυχία ενός μοναδικού έρωτα με τραγική κατάληξη, προδοσίες, απογοητεύσεις, πίκρες, συνεχείς ανατροπές…

Μέσα στη δίνη των γεγονότων καταφέρνει να αγωνίζεται, να προσαρμόζεται και να συνεχίζει την πορεία της με το κεφάλι ψηλά, «γιατί το βιός μας είναι ο εαυτός μας» όπως δηλώνει επιγραμματικά.

Στο κατώφλι των ενενήντα της χρόνων η γενναία και γενναιόδωρη αυτή γυναίκα παρά τα χτυπήματα της μοίρας είναι ακόμη ικανή να χαίρεται ό,τι καλό μπορεί να φέρει η μέρα, όπως τα περιστέρια που έρχονται να ξεδιψάσουν στο μπαλκόνι της ή τη γαζία που αναπάντεχα  ανθίζει…

Και ενώ η πρώτη φράση που γράφεται μπορεί να μην εισάγει το μυθιστόρημα, η τελευταία συνήθως παραμένει αναλλοίωτη στη θέση της. «…και να φυσάει δροσερό το αεράκι…» είναι εκείνη, με την οποία  κλείνει το βιβλίο. Αυτός ήταν και ο αρχικός τίτλος.

Τελικά αποφάσισα να τον αλλάξω , επειδή δημιουργούσε παρανοήσεις. Το συνειδητοποίησα μόλις είδα τις πρώτες μακέτες του εξωφύλλου, οι οποίες ήταν εντελώς έξω από το πνεύμα του βιβλίου.

Εντέλει βρέθηκε το θέμα: λουλούδια γαζίας σ’ ένα ταπεινό ανθοδοχείο. Απλό κι ευφρόσυνο. Για να μας υπενθυμίζει ότι ευλογημένος άνθρωπος είναι ο αυτάρκης άνθρωπος.”
Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη

imageimage