Είναι μια φράση που με στοιχειώνει, δεν είναι δική μου (πρέπει να ανήκει στον Ντελίλο, από μία συνέντευξή του στην «Καθημερινή», πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια και τη μεταφέρω εδώ με δικά μου λόγια): «Στην αρχή ακούω μέσα μου μία μικρή μουσική φράση. Στη συνέχεια αυτή η φράση διογκώνεται τόσο, που γίνεται βιβλίο», απάντησε ο σπουδαίος Αμερικανός μυθιστοριογράφος στην ερώτηση της δημοσιογράφου για το πώς γεννιούνται τα βιβλία του…”, ο συγγραφέας Γιώργος Ξενάριος, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του βιβλίου “Στην άκρη του κόσμου”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ads

image
    
“…Αν μου έμεινε αυτή η φράση, είναι γιατί δεν έχω βρει καλύτερο τρόπο να πω πώς γεννιούνται τα δικά μου βιβλία: σιγά σιγά, αργά μέσα στον χρόνο, με αρχικό πυρήνα μία σύντομη, μα οπωσδήποτε μουσική, σχεδόν ποιητική φράση, που φουσκώνει, διογκώνεται, εξακτινώνεται παντού, μέχρι να γίνει «βιβλίο», μυθιστόρημα. Είχε άραγε άδικο ο Νίτσε, που υποστήριζε πως στο κέντρο κάθε αφήγησης –εννοούσε, πεζογραφικής, μυθιστορηματικής– κρύβεται μία χλωρή ποιητική ιδέα;

Μια φράση λοιπόν, μικρή, σύντομη, κοφτή, απροειδοποίητη. Και μετά μία ιδέα, πολλές   ιδέες, ένα πρόσωπο, πολλά πρόσωπα – από πού έρχονται όλα αυτά; Kαι μετά μία εικόνα, πολλές εικόνες, ένας κατακλυσμός από εικόνες – κι αυτά από πού έρχονται; Και μετά η ανάγκη, βαθιά, να βρεις (να βρίσκεις), να επινοήσεις (να επινοείς) διαρκώς νέους τρόπους για να τα πεις όλα αυτά, σε μια κάθε φορά καινούρια σύνθεση, σε μια κάθε φορά καινούρια ισορροπία. Από πού έρχεται αυτή η ανάγκη; Από πού αλλού αν όχι από τα άδυτα του Εαυτού; Τελικά ούτε ο Τζων Μπάνβιλ φαίνεται να έχει άδικο: γράφω για να διατυπωθώ, ακριβέστερα: για να επαναδιατυπωθώ, με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια: γράφω για να ειπωθώ.

Τo «Στην άκρη του κόσμου» γεννήθηκε ακριβώς  με αυτόν τον τρόπο, ακριβώς από αυτήν την ανάγκη.

Ads

Μια επιδημία, μια φυγή, μια πορεία για την αναζήτηση μιας Γης της Επαγγελίας. Ο πληθυσμός ολόκληρος της ευκλεούς πόλεως των Αλυκών, ένα ανθρώπινο μπουλούκι, ξεκινάει την πορεία από τις εσχατιές του Πελοποννησιακού Νότου προς το Άγνωστο.

Συντροφιά τους το πρώτο αυτοκίνητο, η πρώτη κινηματογραφική μηχανή, η πρώτη φωτογραφική μηχανή, ο φορητός τηλέγραφος…

Όμως… όμως όλα αυτά κυματίζουν ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό, ανάμεσα στο πιθανό και το απίθανο: μία διπλή συνείδηση τα κυβερνάει που  αποκαλύπτεται σιγά σιγά, σταδιακά. Παράλληλα, στο βάθος, μαίνονται οι Μακεδονικοί Πόλεμοι – πραγματικοί, φαντασιώδεις; Ο φόνος του βασιλιά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, οι συγκεντρωμένοι της Τριπόλεως… Πρέπει να σταθείς μακριά από την ιστορία για να την πεις καλά.

Όλο το μυθιστόρημα, παρά τις πολλαπλές διακλαδώσεις του, έχει ένα και μοναδικό θέμα: τη διπλότητα του ανθρώπινου προσώπου: διπλοί, διττοί, διχασμένοι πορευόμαστε προς το Άγνωστο  που μας χαμογελά.  

Πώς γράφεται ένα βιβλίο; Πώς συγκροτείται το πρόσωπο του συγγραφέα μέσα σε αυτό; Με ποιους τρόπους μπορεί, μέσ’ από τις αράδες, ο τελευταίος να ειπωθεί; Πώς αλλιώς αν όχι πυροδοτώντας τον μηχανισμό των επιμέρους αφηγήσεων, ενεργοποιώντας ακόμα και τις παλιές, παρελθοντικές, μικρές αυτο-αφηγήσεις του, γινόμενος εντέλει ο ίδιος παρανάλωμα της έκφρασης;”

image