Διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Σιρόκος» του Τάκη Γκόντη, το πρώτο ερώτημα που μου ήρθε στο μυαλό είναι αν ο Τάκης έγραψε δυστοπία. Είναι δυστοπία το μυθιστόρημα «Σιρόκος»;

Ads

Αν σκεφτούμε με βάση τον όρο, δυστοπία ονομάζεται η κοινότητα ή η κοινωνία που είναι ανεπιθύμητη ή τρομακτική. Συνήθως εξελίσσεται στο μέλλον και εμφανίζεται για να τραβήξει την προσοχή στα προβλήματα του πραγματικού κόσμου, τα οποία με λάθος χειρισμούς θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη δυστοπική κατάσταση που περιγράφεται. Δηλαδή η έννοια της δυστοπίας μας δίνει μια διάσταση δυσοίωνης προοπτικής της παρούσας κατάστασης.

Αν δούμε τώρα την υπόθεση του βιβλίου έχουμε ένα νησί με τα φυσικά άγρια σύνορά του, τη θάλασσα, όπου ζουν σχεδόν ανυποψίαστοι η πλειοψηφία των απλών καθημερινών κατοίκων, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν χτίσει εκ νέου σύνορα μέσα στα σύνορα δημιουργώντας έτσι μια κλειστή, πολλή κλειστή, μη προσβάσιμη και τρομερά φρουρούμενη περιοχή των προνομιούχων.

Οι κύριοι ήρωες του βιβλίου, μια πρόσφυγας και ένας νεαρός άντρας, κινούνται ανάμεσα στις περιοχές αυτές και έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της άγριας διαπραγμάτευσης –σε εισαγωγικά– για αυτά που τους ανήκουν, για αυτά που δικαιούνται ως άνθρωποι. Και, ω ναι, δεν είναι καθόλου αυτονόητο η πρόσφυγας να ζήσει σαν άνθρωπος αν δεν πουλήσει σώμα και ψυχή και ο νεαρός άντρας να μπορεί να βλέπει τον ίδιο του το γιο αν δεν πουλήσει κι αυτός τη συνείδηση και την ελευθερία του.

Ads

Τα σύνορα είναι δύσκολα διαπεράσιμα. Όσο δύσκολο είναι και όσο κόστος χρειάζεται για να τα περάσεις για να μπεις, ακόμη πιο δύσκολο, σχεδόν ανέφικτο, είναι για να τα περάσεις για να βγεις. Κι αυτό το περιγράφει με μεγάλη δεξιοτεχνία ο Τάκης Γκόντης. Το σύστημα ποτέ δε θα σε αφήσει να φύγεις και να κινηθείς ελεύθερα, και πόσο περισσότερο αν έχεις προσεγγίσει αλήθειες που δεν πρέπει να ξέρει ο απλός κόσμος. Το κόστος είναι η ίδια η ζωή.
Ο συγγραφέας μας τοποθετεί σε ένα χώρο, όπου τίποτα στην αρχή τουλάχιστον δε μας θυμίζει το μέλλον, μάλλον το αντίθετο, μας είναι οικεία τα περισσότερα. Ο ίδιος, όμως, γράφει το μυθιστόρημά του πολύ πριν. Ο χωροχρόνος διαστέλλεται. Ο αφηγηματικός χρόνος είναι σίγουρα κάπου στο τώρα που αναγνωρίζουμε. Με μεγάλη δεξιοτεχνία, καταφέρνει να συνδυάσει, να ευθυγραμμίσει το τώρα με το μέλλον. Η δυστοπική κοινωνία είναι αυτή, είναι εδώ, είναι τώρα, μας φωνάζει. Και κοστίζει πολύ. Ειλικρινά, σκεφτόμενη και γράφοντας τα παραπάνω, νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση.

Το «Σιρόκος» είναι ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται και στο νου και στην καρδιά. Κυρίως απευθύνεται, να μου επιτραπεί να το πω, στην ανθρωπιά, ιδιότητα μας που τείνουμε να ξεχάσουμε. Ο συγγραφέας μας το θυμίζει.
Μας θυμίζει πως η ελευθερία του ατόμου είναι κάτι που ακόμη παλεύουμε, που διαρκώς πρέπει να παλεύουμε, για να κατακτήσουμε. Πως τα δικαιώματα εύκολα καταπατούνται και η ισότητα μοιάζει με ουτοπία. Και στο παρελθόν και στο παρόν και πολύ εύκολα, αν οι άνθρωποι δε συνειδητοποιήσουν την κατάσταση, θα γίνεται και στο μέλλον.

Το «Σιρόκος» είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί. Εκτός της αγωνίας που σου δημιουργεί, λόγω της δράσης και της πλοκής του, είναι και ο λόγος του συγγραφέα, μικροπερίοδος και ζωντανός, που σε τοποθετεί στο χωροχρόνο του και δε θέλεις να το διακόψεις.

Ο Τάκης Γκόντης, βέβαια, είναι και ποιητής. Γνωρίζει καλά την τέχνη του να δημιουργείς προτάσεις και περιόδους με λίγα και καλά. Με λίγα και άριστα, θα συμπλήρωνα. Πουθενά, σε κανένα σημείο του βιβλίου, ο αναγνώστης δε θα νιώσει την ανάγκη να αφήσει την ανάγνωση του ή να παραλείψει κάποια αποσπάσματα, γιατί νύσταξε ή βαρέθηκε.

Ούτε είναι ένα βιβλίο που ξεχνιέται εύκολα, γιατί καταφέρνει να σε βάζει προ του εαυτού σου, αντιμέτωπος με τα προσωπικά όρια, όπως και οι ήρωες, και επιπρόσθετα με τα όρια που θέτουμε ως ανθρώπινο γένος γενικότερα, χτυπώντας ακριβώς στο στόχο, στη συνείδηση μας. Οι γερανοί που πετούν πάνω από το φρουρούμενη περιοχή δε γνωρίζουν πως πετούνε πάνω από απαγορευμένη περιοχή.

Για τα ζωντανά και τη φύση αυτό, που τόσο καίρια μας χτυπά με ποιητική λόγχη ο συγγραφέας, πρέπει να το γνωρίζουμε εμείς, εμείς που κατασκευάζουμε τέτοιες περιοχές.

«Ακόμα και το να είσαι απλός τρόφιμος εδώ μέσα είναι σπουδαίο. Σκέψου μονάχα ότι οι τρόφιμοι ανήκαν κάποτε στην αφρόκρεμα της νότιας πόλης. Ξέρεις πόσοι υπάρχουν εκεί έξω που παρακαλάνε να τους δεχτούμε; Ξέρεις πόσοι έχουν πυροβοληθεί στην προσπάθειά τους να σκαρφαλώσουν το τείχος;»
«Ω! Δεν ξέρω ειλικρινά τι να πω… Τα έχω χάσει» είπε ο Μάριος.
«Και με το δίκιο σου. Είναι, αγαπητέ μου, ολοφάνερο. Δεν έχεις καταλάβει που βρίσκεσαι»
«Μα… νομίζω στη φυλακή» Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι.
«Αυτό δεν χωράει αμφιβολία», είπε γελώντας. «Φυλακή από φυλακή όμως διαφέρει, δεν φαντάζεσαι πόσο!»
«Σε τι;»
«Μα, σε τι άλλο; Στους τροφίμους! Εξάλλου κανένας δεν ήρθε εδώ χωρίς να το θέλει. Για να μην πω χωρίς να το έχει κάνει σκοπό της ζωής του»
«Αυτό είναι σκέτο ψέμα!» φώναξε ο Μάριος.
«Έχεις μπροστά σου το ζωντανό παράδειγμα για το αντίθετο!»
«Δε νομίζω…» είπε ο επιθεωρητής χαμογελώντας πονηρά.
«Για σένα το μόνο που ισχύει στα αλήθεια είναι ότι δεν είχες ιδέα πού ήρθες. Έννοια σου όμως, θα το μάθεις κι αυτό».

* Η Αλεξάνδρα Πιπλικάτση γεννήθηκε στην Έδεσσα, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγωγικά στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα με εξειδίκευση στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διηγήματά της βρίσκονται στον συλλογικό τόμο “Οδός δημιουργικής γραφής 2” (εκδόσεις Οσελότος, 2013) και στο Διαδίκτυο. Έχει γράψει επίσης τη συλλογή διηγημάτων “Χειροπέδη από πλατίνα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γαβριηλιδης».