[…] Έτσι ξεκίνησε το Πάσπορτ. Από φόβο μην πεθάνω και δεν προλάβω. Από την προκαταβολική πίκρα που ένιωθα στην ιδέα ότι δεν θα είχα τολμήσει ποτέ να δοκιμάσω να κάνω αυτό που πάντα «μ’έκαιγε» […], η σχολική ψυχολόγος Ελεονώρα Σουρλάγκα αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής -από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου της ΠάσΠορτ: Μια αληθινή περιπέτεια, των εκδόσεων Κέδρος.

Ads

Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών διάβασα ένα βιβλίο με τίτλο «Το ημερολόγιο ενός κοριτσιού» που επιμελήθηκε κι έφερε στη δημοσιότητα ο Φρόυντ. Πρόκειται για το ημερολόγιο ενός δεκατριάχρονου κοριτσιού στη Βιέννη των αρχών του αιώνα και καλύπτει  τέσσερα χρόνια της ζωής της.

Μόλις το τελείωσα ξεκίνησα να γράφω το δικό μου ημερολόγιο, μια συνήθεια που δεν εγκατέλειψα μέχρι σήμερα. Η ανάγκη της γραφής μπήκε στη ζωή μου κι εγκαταστάθηκε και μέσα στα χρόνια συχνά πειραματίστηκα, εντός κι εκτός ημερολογίου, με πολλά είδη γραφής, από ποιήματα μέχρι χρονογραφήματα κι από σατυρικούς δεκαπεντασύλλαβους μέχρι ελεύθερη συνειρμική γραφή και παραμύθια.  

Όλες αυτές οι σελίδες, συχνά σκόρπιες και οι περισσότερες πλέον χαμένες είχαν το χαρακτήρα προσωπικής εκτόνωσης και σπανίως τις μοιράστηκα με άλλους. Μερικοί φίλοι που είχαν δει τα γραπτά μου επέμεναν πως θα’πρεπε να δοκιμάσω να γράψω κάτι ολοκληρωμένο και να επιχειρήσω να το εκδώσω, πράγμα που με γέμιζε δυσφορία και θυμό. 

Ads

Βλέποντας πίσω νομίζω πως ο θυμός αυτός απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στον εαυτό μου γιατί φυσικά και ήθελα να δω κάποτε ένα βιβλίο μου στη βιτρίνα, το ήθελα με πάθος για να είμαι ειλικρινής, αλλά φοβόμουν.

Πώς όσα γράφω δεν αξίζουν, πως άλλοι γράφουν καλύτερα, πως δεν έχω αρκετά συγκροτημένες ιδέες και κυρίως πως όταν ερχόταν η αρνητική απάντηση από τους εκδοτικούς οίκους θα έχανα το κέφι μου και την έμπνευσή μου μια για πάντα. «Θα γράψω όταν πάρω σύνταξη» έλεγα σε όλους για να τους ξεφορτωθώ.

Ώσπου αρρώστησα με καρκίνο, πήρα άδεια έξι μηνών από τη δουλειά μου για το διάστημα που θα κρατούσαν οι χημειοθεραπείες  και ήρθε να με δει μία φίλη μου φέρνοντάς μου για δώρο ένα χοντρό τετράδιο.

«Εάν δε γράψεις και τώρα, με όλο αυτό το χρόνο στη διάθεσή σου, θα είσαι ασυγχώρητη» μου είπε αυστηρά. «Θα γράψω στο υπόσχομαι» της είπα και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα πως το εννοούσα.

Έτσι ξεκίνησε το Πάσπορτ. Από φόβο μην πεθάνω και δεν προλάβω. Από την προκαταβολική πίκρα που ένιωθα στην ιδέα ότι δεν θα είχα τολμήσει ποτέ να δοκιμάσω να κάνω αυτό που πάντα «μ’έκαιγε». 

Αποφάσισα σχεδόν ακαριαία ότι θα έγραφα για τον καρκίνο για τον απλό λόγο ότι την εποχή εκείνη δε χωρούσε τίποτα άλλο στο μυαλό μου. Δεν ξεκίνησα το βιβλίο παρά μονάχα αφού τελείωσα τις χημειοθεραπείες όμως συνέλαβα την ιδέα και τη δούλευα μέσα μου.

Όχι συστηματικά, ούτε με σημειώσεις. Μόνο με σκέψεις και σκόρπιες εικόνες, σκηνές, περιστατικά και συναισθήματα που δεν ήθελα να ξεχάσω ή που ήθελα να επεξεργαστώ. Η ιδέα και μόνο ότι θα γράψω άρχισε να λειτουργεί θεραπευτικά για μένα.

Ζούσα δύο πραγματικότητες σε μια εποχή όπου η ζωή μου είχε απόλυτη ανάγκη από μια δεύτερη διάσταση για να είναι υποφερτή. Η ζοφερή πραγματικότητα του καρκίνου απέκτησε ένα μικρό αχνό φωτοστέφανο, «το βιβλίο που θα γραφόταν».

Ο σχεδιασμός του βιβλίου με βοηθούσε να παίρνω αποστάσεις από τις δυσκολίες καθώς τις φανταζόμουν ως κεφάλαια και παραγράφους, ως προλόγους, επιλόγους και θέματα προς ανάλυση.

Όταν ξεκίνησα να γράφω δεν ήξερα το βαθμό στον οποίο το βιβλίο θα ήταν αυτοβιογραφικό. Δοκίμασα να δημιουργήσω μία επίφαση μυθοπλασίας αλλά πολύ σύντομα την εγκατέλειψα κι έγραψα τα πάντα ακριβώς όπως έγιναν και ειπώθηκαν χωρίς να αλλάξω ούτε καν τα ονόματα.

Είχα τόση ένταση και ανάγκη να καταγράψω τα όσα έζησα ώστε δεν μου έμενε καθόλου ενέργεια ούτε διάθεση να τα καμουφλάρω. Η γραφή κράτησε εννέα μήνες. Έγραφα σχεδόν καθημερινά, χωρίς να σκέφτομαι, χωρίς να σχεδιάζω, έγραφα κάθε φορά που είχα λίγο χρόνο, ακόμα και στα διαλείμματα της δουλειάς μου. Χώρισα το βιβλίο σε τρεις ενότητες με τους τίτλους

«Διάγνωση, Απόγνωση, Επίγνωση» που σηματοδοτούν, χονδρικά τις φάσεις από τις οποίες πέρασα τη χρονιά που προηγήθηκε. Η γραφή ήταν για μένα μια γέφυρα που με βοήθησε να επιστρέψω από τον ασφαλή και προστατευμένο κόσμο του νοσοκομείου και του σπιτιού, πίσω στο «έξω» κόσμο.

Γράφοντας  εξουδετέρωνα το φόβο της έκβασης της αρρώστιας με μια σειρά όπλων που εναλλάσσονταν ανάλογα με τη διάθεσή μου και τα περιστατικά που περιέγραφα. Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, με καταβύθιση σε παιδικές αναμνήσεις με εστίαση στα άτομα που δίνουν νόημα στη ζωή μου και τους τόπους που έχω αγαπήσει. Γράφοντας έκλαψα και πένθησα την ξενοιασιά και την αθωότητα που ένιωσα να χάνω με την έλευση του καρκίνου.

Το τέλος της ψευδαίσθησης του ατέρμονου μέλλοντος.

Γράφοντας συγχώρησα ανθρώπους και συμπεριφορές που με πλήγωσαν, μικρές προδοσίες που ήμουν πολύ ευάλωτη για να αντέξω όταν συνέβαιναν. Γράφοντας διασκέδασα και γέλασα, θυμήθηκα πράγματα που νόμιζα πως είχα ξεχάσει, εκτίμησα και θαύμασα κι ένιωσα ευγνωμοσύνη.

Τέλος, γράφοντας συμπάθησα τον εαυτό μου περισσότερο από ποτέ.

Τελειώνοντας το βιβλίο είχα μια αίσθηση πληρότητας και ανακούφισης και παρ’όλο που είχε σημασία για μένα να εκδοθεί, δεν είχε τελικά τόσο μεγάλη όσο φανταζόμουν. Είχα ήδη κατορθώσει κάτι. Να μετουσιώσω την κακοτυχία, την ταλαιπωρία και την έλλειψη εμφανούς νοήματος του καρκίνου σε μια ολοκληρωμένη δουλειά που μου είχε δώσει απέραντη χαρά και συγκίνηση.-

imageimage

Η Ελεονώρα Σουρλάγκα γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Μυτιλήνη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Nottingham στην Αγγλία. Δουλεύει ως σχολική ψυχολόγος σε ιδιωτικό σχολείο. Έχει δύο δίδυμες κόρες έντεκα ετών και ζει στην Κηφισιά. Το “ΠάσΠορτ: μια αληθινή περιπέτεια” είναι το πρώτο της βιβλίο.