Μόλο που το διήγημα τα τελευταία χρόνια μοιάζει να κερδίζει όλο και περισσότερο το ελληνικό κοινό, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταινία κρητικών μελετών για το είδος, που μάλλον συνδέεται με την παλαιότερη συγγραφική και κριτική αδιαφορία για το διήγημα. Αν και το είδος σημάδεψε τον ΙΘ’ αιώνα και στις αρχές του Κ’ ήδη από το Μεσοπόλεμο, είχε ανεπανάληπτα -στην οπτική της κριτικής και των συγγραφέων- ταυτιστεί με την ηθογραφία και δεν μπορούσε κατά τη γνώμη τους να προσαρμοστεί πια στα νέα καλλιτεχνικά ήθη που αναδύθηκαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ads

Ο Γιώργος Θεοτοκάς σχολιάζει πως «αρχίζει στα ελληνικά γράμματα η περίοδος του μυθιστορήματος και του δοκιμίου (…) Το διήγημα φυσικά θα χάσει τα πρωτεία (…) θα γίνει ένας πλανήτης του μυθιστορήματος και θα γυρίζει γύρω απ’ αυτό το κεντρικό πεζογραφικό είδος»1, ενώ το ίδιο αντιλαμβάνεται και ο Βάσος Βαρίκας καθώς «το πατροπαράδοτο διήγημα με την εμφάνιση της γενιάς του 1930 δεν είναι πια η κυριαρχούσα φόρμα της νεοελληνικής πεζογραφίας»2

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν έμεινε ανεπηρέαστο από μιαν ευρύτερη ανανεωτική καλλιτεχνική ορμή, η οποία ως αντίδραση προς την επιφανειακή στατικότητα της λογοτεχνικής αναπαράστασης με την οποία ταυτίστηκε στο μεσοπόλεμο η ηθογραφική πεζογραφία εκδηλώνεται ως διάθεση για φυγή, για άνοιγμα και περιπλάνηση γεωγραφική και ψυχική3.

Η ταχύτατη δε εξέλιξη του μεταπολεμικού διηγήματος, με έντονο το στίγμα του Γιώργου Ιωάννου -με το φαινομενικά ανεπιτήδευτο και απλό ύφος του-, φέρει τις σαφείς επιρροές από την εξέλιξη του είδους στη Δυτική Ευρώπη. Στον ΚΑ΄ αιώνα κατέχει πια μία κεντρική θέση ως ένα αυτόνομο είδος με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κι όχι ως δορυφόρος των άλλων ειδών (ποίηση και μυθιστόρημα). Σε αυτό το ανανεωμένο κλίμα κινείται και η πρώτη συλλογή διγημάτων του Βασίλη Μόσχος, «θραύσματα» (Κέδρος, 2016).

Ads

Ο Μόσχος φιλμογραφεί με «αμοντάριστα» διηγηματογραφικά πλάνα τη νεοελληνική κοινωνία, με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους σε ανύποπτες στιγμές της ζωής τους. Η αδιαφορία, η βία, οι ατομικές αναζητήσεις διασταυρώνονται μέσα στην ταχύτητα των διηγημάτων τύπου αστραπής μέσα σε ένα λεπτό πλέγμα ειρωνείας και κοινωνικής κριτικής.

image

Τη συλλογή απαρτίζουν σύντομα διηγήματα «σφηνάκια. (snapshot stories) που αναστατώνουν με την ισχυρή δύναμη της ελλειπτικότητας. Ιστορίες ανθρώπινες που κινούνται μεταξύ ρεαλισμού και νατουραλισμού. Ακόμα και οι νατουραλιστικές, όμως, διηγηματογραφικές «αστραπές» (flash stories) δίνονται με τρυφερότητα, αναδεικνύοντας μία ιδιαίτερη ευαισθησία μέσα από την ισχύ της αφαιρετικότητας (κακές συνήθειες, αφηρημάδα, παιδιά της πόλης αποχαιρετισμός).

Και μολονότι οι ιστορίες είναι τόσο σύντομες είναι μεστές πλοκής. Ο ίδιος ο μύθος κρύβεται σε προσεκτικά τοποθετημένες λέξεις που αποκαλύπτουν το παρελθόν και το μέλλον. Άλλοτε σύντομοι εγκιβωτισμοί και αναδρομές (κίνηση ματ, κακές συνήθειες) διαμορφώνουν την εξέλιξη της υπόθεσης μέσα σε λίγες περιόδους λόγου (στάση).

Και είναι τόσο ενδιαφέρον -και συνάμα εντυπωσιακό- πώς μέσα σε 2-4 σελίδες καταφέρνει ο συγγραφέας και παρουσιάζει καθημερινά δράματα (δύο και ογδόντα) ή απλές ιστορίες (εξαερισμός, ταπεινή), από το προσφυγικό δράμα και τη γέννα εκτός γάμου (αποχαιρετισμός), την αδιαφορία των αρχών για την ανθρώπινη ζωή (αποχαιρετισμός, καθήκον) έως την ενδοοικογενειακή βία και τη φαλλοκρατική μαγκιά (παιδιά της πόλης).

Μία χαρακτηριστική σαρκαστική διάθεση διακρίνει το σύνολο σχεδόν των διηγημάτων (αποχαιρετισμός, παιδιά της πόλης, ταπεινή). Και η ειρωνεία τούτη εκφράζεται κυρίως μέσα από την απρόβλεπτη πλοκή και εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στο τέλος της αφήγησης (μέρα αγώνα, σκοτώνοντας την ώρα).

Μακριά από τα συνήθη λογοτεχνικά σχήματα ο διηγηματογράφος βρίσκει στο απρόσμενο μία εκφραστική διέξοδο για να δείξει την ειρωνεία της ίδιας της ζωής που ακολουθεί τη δική της ροή. Μα το απρόσμενο του Μόσχου δεν φτάνει στον παραλογισμό. Μένει σε στέρεες ρεαλιστικές βάσεις συγκλονίζοντας με τη φυσικότητά τους τον αναγνώστη (λάπτοπ, αραχνοφοβία, τελευταία πίστα).

Η αινιγματικότητα προστίθεται στο αναπάντεχο κλείσιμο των ιστοριών αποδεικνύοντας τις συγγραφικές αρετές και τις πεζογραφικές αναζητήσεις του Μόσχου (αίθουσα αναμονής, σκοτώνοντας την ώρα, μία κάποια λύση). Οι τίτλοι λειτουργούν ως κλειδιά που ξεκλειδώσουν ακριβώς την αινιγματική φύση των σύντομων διηγημάτων.

Χαρακτηριστικό των διηγημάτων της συλλογής είναι ο μικροπερίοδος λόγος που δομείται πάνω στην καθημερινή γλώσσα μαζί με την απλότητα των εκφραστικών μέσων, που καθιστά το λόγο του εύληπτο και προσιτό στους αναγνώστες. Δομημένος σε μία γλώσσα με όλη την οικειότητα του προφορικού λόγου, τα υπονοούμενα και τη λιτότητά του, διαμορφώνει ένα πεδίο αμεσότητας προς τον αναγνώστη.

Μα η γλώσσα του παραμένει ακριβής και απλή με μία κατεύθυνση εσωτερική. Και τούτη την αμεσότητα υπηρετούν με τη ζωντάνια προσφέρουν και οι διάλογοι (αποχαιρετισμός, αφηρημάδα, ταπεινή, κίνηση ματ) με την πρωτοενική αφήγηση του συμμετέχοντος αφηγητή -εσωτερικής ή εξωτερικής εστίασης και εξωτερικής οπτικής γωνίας (αραχνοφοβία, καθήκον, spiderman).

Επιλογικά, ο Μόσχος αξιοποιεί καινοτόμες εκφραστικές τεχνικές, αφήνοντας το δικό του στίγμα στο διήγημα και διαμορφώνοντας ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον τόσο για το είδος όσο και για τη διαδρομή του ίδιου στα ελληνικά γράμματα.
 


1 Γιώργος Θεοτοκάς, Η νέα λογοτεχνία. Ιδέα 13 (Ιανουάριος 1934.
2 Βάσος Βαρίκας, Η πεζογραφία. Η μεταπολεμική μας λογοτεχνία, επιμ. Αλέξης Ζήρας, Πλέθρον 1979, Αθήνα, σελ. 63-82.
3 Αθηνά Κορούλη, Μετά την ηθογραφία: οι νέες κατευθύνσεις της μεσοπολεμικής διηγηματογραφίας (1920-1940), Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, 2014.