Είναι  η ιστορία της πτώσης  ενός ανθρώπου. Συγκεκριμένα ενός  ηλεκτρολόγου–μηχανικού, πρώην μετόχου εταιρείας, πρώην πανεπιστημιακού, πρώην οικογενειάρχη που χάνει όλα όσα έδιναν νόημα στη ζωή του, παιδιά, γυναίκα, φίλους, συνεργάτες, δουλειά, συγγραφή τεχνικών συγγραμμάτων και βγαίνει στους δρόμους της Αθήνας, «ανέστιος, φερέοικος, πένης» […] Η βραβευμένη συγγραφέας Αλεξάνδρα Δεληγιώργη αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του νέου της μυθιστορήματος Ανέστιος που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα

Ads

Όταν όλα  καταρρέουν, το ένα μετά το άλλο, σα ντόμινο, ο Ηλίας Κ.  αντιμέτωπος με την πτώση του, οδηγείται σε μια σκληρή αναγνώριση: ο κόσμος της σύγχρονης ζωής,  δαιδαλώδης  περισσότερο απ’ όσο μπορούμε να αντέξουμε, τού φανερώνεται σαν  λαβύρινθος  χωρίς διαφυγή,  όπου, στην  αγωνία του  να βρει τον δρόμο, χάνει  την επαφή  με τον εαυτό του  και με τους άλλους.

Χωρίς την ψευδαίσθηση ότι μπορεί από μόνος του να  ανατρέψει αυτή την συνθήκη, ο ήρωας αφήνει τη ζωή του να μετατραπεί  σε  εσωτερική εμπειρία  της  πτώσης του. Είναι  ο μόνος τρόπος για να ξετυλίξει το νήμα  και να καταλάβει  τι έφταιξε και  πώς οδηγήθηκε  σ’ αυτή την κατάληξη.

Ο  ήρωας δεν θέλησε  καμιάν απώλεια και καμιά πτώση ούτε την επεδίωξε. Από  τη στιγμή, όμως, που συνέβηκε, συνειδητοποιεί  τι χωρίζει την πραγματικότητα από τις ψευδαισθήσεις που μας την κρύβουν.

Ads

Εδώ, σε αντίστιξη  με το σπίτι-σύμβολο, ο δρόμος,  η «άνω και κάτω οδός»  αναδεικνύεται σα  σύμβολο συνεχούς  αναζήτησης  και αγώνα για μια   πιο αληθινή  ζωή.
 
Επέλεξα την ημερολογιακή μορφή, γιατί το στόρι και η πλοκή του  είναι παγκοίνως  γνωστά, με την έννοια ότι  ανέστιος    μπορεί να είναι ή να  γίνει ο καθένας από εμάς.  Το βάρος έπρεπε να δοθεί  όχι στην ιστορία, αλλά  στον τρόπο με τον οποίο την  αναμοχλεύει ο ήρωας,  στην εναγώνια προσπάθεια που κάνει να  συνειδητοποιήσει το  κακό απ’ τη ρίζα του.

Ετσι, η εξομολόγηση- απολογισμός  του σε μορφή ημερολογίων   είναι μια εκ των έσω αναπαράσταση  της  τροπής που παίρνουν  τα πραγματα , μέσα από διεργασίες συνειδητοποίησης.

Για μένα, σημασία  είχε  να αφηγηθώ  όχι τόσο  το  ίδιο το δράμα του ήρωα  όσο τον τρόπο  που τον σημάδεψε και την προσπάθεια που κάνει  να το χωνέψει.  Κι αυτό, γιατί χωρίς  τις διεργασίες  συνειδητοποίησης, όλα όσα  μας τυχαίνουν,  είναι καταδικασμένα  σε μιαν εκμηδενιστική  επανάληψη και  τίποτα δεν μπορεί να  αλλάξει. Με την επανάληψη, τα καλά χάνουν το θετικό νόημά τους ενώ τα άσχημα  σκοτώνουν  τις αντοχές και τις αντιστάσεις  μας.
 
Ο λόγος του ήρωα θα μπορούσε να εκληφθεί ως θεατρικός  μονόλογος, πάνω σε μια σκηνή. Ο  αναγνώστης  παρακολουθώντας τον, παίρνει μέρος  σ΄ αυτόν.  Διαβάζοντας τις απαντήσεις-ατάκες του ήρωα,  καλείται να  βρει τις  δικές του απαντήσεις,  μέσα από  ένα  δικό του  εσωτερικό μονόλογο.

Ο  μονόλογος  είτε  είναι θεατρικός είτε ημερολογιακός, στην ουσία,  είναι διάλογος με τον εαυτό μας. Χωρίς αυτόν τον εσωτερικό διάλογο, η επικοινωνία, κυρίως, όμως, η συναναστροφή  καταντά ένα αυτάρεσκο   επικοινωνιακό παιγνίδι ναρκισσευόμενης αναμέτρησης  που αρέσκεται στην εξουδετέρωση  του άλλου,  όταν ρηχά και επιπόλαια, τον αντιμετωπίζουμε    σαν  εύκολη λεία ή  σαν  θανάσιμο  αντίπαλο.
 
Η επιλογή ανάμεσα στους όρους άστεγος και ανέστιος  στον τιτλο  δεν ήταν τυχαία, γιατί υπάρχει  καθοριστική διαφορά μεταξύ εστίας και στέγης.  Η στέγη είναι «το κεραμίδι» πάνω από το κεφάλι μας που εξασφαλίζουμε νοικιάζοντας ή αγοράζοντας  ένα χώρο χτισμένο με τοίχους, πράγμα που  αρκεί, συνήθως,  για να μας πείσει  ότι δεν είμαστε στο δρόμο,  εκτεθειμένοι στην παγωνιά ή την εχθρότητα.  Αλλά το κεραμίδι και οι τοίχοι  δεν μας εξασφαλίζουν το  κέντρο βάρους  μιας  εστίας  που  αισθανόμαστε να μας λείπει, όταν κλειστούμε  μέσα τους.

Γιατί τα  καφενεία είναι γεμάτα από το πρωί ως  το βράδυ ?   Γιατί η στέγη  σαν υλική  κατασκευή  δεν μπορεί από μόνη της  να μας δώσει  τη θαλπωρή  και το σθένος  που χρειαζόμαστε  για να  σκεφτούμε και να φτιάξουμε την σχέση μας  με τον μέσα μας και  το έξω κόσμο.

Το  σπίτι  χωρίς την εστία   απογυμνώνεται  από όλες τις θετικές  σημασίες που έχει  σα σύμβολο, και μας πλακώνει. Συνήθως  δεν βλέπουμε την ώρα να ξαναβγούμε  από αυτό.   Ο λόγος είναι, νομίζω,  η  ανεστιότητα ως έλλειψη θαλπωρής και  του σθένους που μας δίνει.

Η ανεστιότητα  είναι  η αποξενωση, μια αρρώστεια που  προκαλεσε ο  καταναλωτισμός ως τροπος ζωης και ο  ατομικισμός  ως σταση ζωης μεσα σ ένα συστημα πραγμάτων που  αναγνωριζει το χρημα ως υψιστη αξια,  ως αξια  αξιων. Αυτή, η ανεστιοτητα/αποξένωση,  εξηγεί  και το έλλειμμα εσωτερικής ζωής και προσπάθειας να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει σε εμάς και στον κόσμο όπου ζούμε.

Η εστία, αντίθετα, λειτουργεί  σαν ένα ανοιχτό  κέλυφος, δεν μας κλείνει  ούτε , όμως,  μας αφήνει ανοχύρωτα έρμαια. Μας βοηθά να δρασκελούμε το κατώφλι, περνώντας από το μέσα στο έξω, από τον εαυτό μας στον κόσμο  και αντίστροφα.   Θα μπορούσε  να είναι  η  απάντηση στην αποξένωση που  οδηγεί άλλοτε  στον  εγκλεισμό  μας στο ισχύον σύστημα  πραγμάτων και άλλοτε στον αποκλεισμό μας  απ’ αυτό ∙ μια στέρεη, δηλαδή,   βάση για   ελευθερία σαν αίσθημα και στάση ζωής  μέσα σ έναν  ανέστιο κόσμο.

Η προσωπική ζωή, η οικογένεια, το επάγγελμα , οι φίλοι, οι έρωτες  υποτίθεται ότι  είναι τα πάντα για μας, αυτό μαθαίνουμε  καθώς μεγαλώνουμε και ο τρόπος που υπάρχουμε  καθορίζεται  πρωταρχικά και ουσιαστικά από τις σχέσεις αυτές.  Εκείνο που ξεχνούμε  είναι ότι  εξυφαίνονται μέσα σ ένα σύστημα πραγμάτων και λόγου  που  έχει τη δύναμη  να τις ανατρέψει ή να τις  καταστρέψει.  Όταν  συμβαίνει αυτό – και τα τελευταία χρόνια συμβαίνει  ολοένα και περισσότερο,  τότε, συνήθως, χάνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Παρολ’ αυτά, η ανεστιότητα ενός  συστήματος που άλλοτε μας ενσωματώνει και άλλοτε μας αποκλείει, ανάλογα πάντα με τις δικές του  ανάγκες, δεν  είναι μοιραία.

Αυτό που απομένει, όταν  διωχτούμε ή αποκλειστούμε από τον πλαστό παράδεισο που φτιάχτηκε  με  το χρήμα,  είναι η σχέση μας με τον εαυτό μας, τους άλλους, τον κόσμο.  Τότε υποχρεωνόμαστε να  δούμε ποιοι είμαστε και  όχι τι έχουμε ή τι παριστάνουμε.  Είναι η στιγμή να καταλάβουμε ότι η  αποτυχία  δεν  είναι μια προσωπική ήττα, αλλά  αποτέλεσμα  αντιστάσεων  που  δίνουν στη ζωή μας την αξιοπρέπεια που χάθηκε  στο  κυνήγι της επιτυχίας. 
Σε μια τέτοια  δραματική στιγμή, αρχίζει η αφήγηση στο μυθιστόρημά μου.   
 
Αυτό  που επεδίωξα με όσες  συγγραφικές  δυνάμεις διαθέτω, ήταν  να βάλω τον αναγνώστη να σκεφτεί ότι είναι ή ότι θα μπορούσε να γίνει, ανά πάσα  στιγμή, ένας  «ανέστιος , φερέοικος και πένης» όπως ο ήρωας του βιβλιου. Αυτό  είναι μια  σκληρή δοκιμασία που επιφυλάσσουν στον καθένα  μας  οι καιροί,  αλλά και μια πρόκληση για να την ξεπεράσουμε, κόντρα στον μηδενισμό  που ροκανίζει  τα πάντα  γύρω μας. Γι΄ αυτό και η  αναφορά μου στην Αριάδνη και στον  μίτο  που  επινόησε.  Η μυθική Αριάδνη από έρωτα και αγάπη που εμψυχώνει  την φαντασία της, συνεργεί στα δύσκολα εγχειρήματα που δεν μπορούμε  να φέρουμε σε πέρας  μόνοι μας.     
 
Εν πρέπει, πάντως,  να ξεχνάμε ότι τα γνήσια έργα της λογοτεχνίας  με τα οποία αναμετριέται ένας συγγραφέας, όταν γράφει, έχουν πάντα μιαν αλληγορική διάσταση που κάνει τον αναγνώστη να χαθεί μέσα τους, άλλοτε  εμβαθύνοντας  στο δράμα που ξετυλίγουν κι άλλοτε, απολαμβάνοντας τις λύσεις ή  μετουσιώσεις που  κατορθώνουν οι αληθινοί  δημιουργοί.  Η συγκίνηση, όμως,  είναι το κλειδί για να βάλεις τον αναγνώστη να ξανασκεφτεί τι διαβάζει.

image

Ανέστιος. Ημερολόγια, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Εκδόσεις Άγρα – 2014

«Μόνο τις σκέψεις μου, εν τέλει, δεν λέω να αποχωριστώ. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να θελήσει να κουβεντιάσουμε, αν τολμήσει να με κοιτάξει κατάματα. Και μόνο η ιδέα πως δεν είναι απίθανο να συμβεί με ημερεύει. Το κρύο, όμως, τη νύχτα, με αγριεύει. Για να αντέξω την παγωνιά, ονειρεύομαι πως είμαι αγρίμι στα δάση και στα βουνά. Γρυλλίζω, βρυχώμαι, αρνούμαι να το δεχθώ, σαν να ‘ναι μια άδικη κατaδίκη. Με το ξημέρωμα, την αποδέχομαι. Από αδιαφορία για το σαρκίο μου∙ γιατί οι δίκαιες τιμωρίες εκλείπουν, όπως συμβαίνει σ’ όλες τις εποχές, ιδίως στις σκοτεινές. Σημασία έχει να μπορεί κανείς να συνεχίσει να τις φαντάζεται…».
 
Ο Ανέστιος είναι ένα πυκνό αφήγημα, γραμμένο σε ημερολογιακή μορφή που αποτυπώνει την πτώση ενός ανθρώπου. Ο ήρωας, ηλεκτρολόγος–μηχανικός Η. Κ., πρώην μέτοχος εταιρείας, πρώην πανεπιστημιακός, πρώην οικογενειάρχης, έχοντας χάσει όλα όσα έδιναν νόημα στη ζωή του, παιδιά, γυναίκα, φίλους, συνεργάτες, δουλειά,   συγγραφή τεχνικών συγγραμμάτων, βγαίνει στους δρόμους της Αθήνας, «ανέστιος, φερέοικος, πένης». Το σπίτι παύει να είναι οχυρό ή καταφύγιο μπρος σε μια γενικευμένη ανεστιότητα χωρίς διαφυγή, που πλήττει όλους όσους, στο κυνήγι της επιτυχίας ή της στοιχειώδους επιβίωσης, χάνουν το βαθύτερο κέντρο τους. 

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά και φιλοσοφικά περιοδικά καθώς και με εφημερίδες. Έχει εκδώσει φιλοσοφικές μελέτες, μυθιστορήματα και διηγήματα. Το δοκίμιό της Ά-νοστον ήμαρ. Οδοιπορικό της σκέψης του Νικόλα Κάλας (Εκδ. Άγρα, 1997) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1998. Το βιβλίο της Τρυφερός σύντροφος (μυθιστορία, Εκδ. Άγρα 2011) τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό Βραβείο «Νίκος Θέμελης» 2012.