«Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους  ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστεια μου; Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» Μαρία Πολυδούρη / «Μάτια μιας ψυχής passionnée, περήφανης και απόλυτης σε όλα, τραγικά μάτια μοιρολογήτρας που διαστέλλονται μπρος στις καταστροφές και δεν κλείνουν φοβισμένα, μάτια μοιραίας Εκάβης, τα μάτια της Πολυδούρη κραύγαζαν όλα της μαζί τα τραγούδια: και τη διαμαρτυρία τους, και την επανάστασή τους, και το θρήνο τους και τ’ αποσταμένο αναφυλλητό τους» Κώστας Ουράνης, 1930

Ads

«Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΛΥΡΙΣΜΟΣ» ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΣΤΗ «ΣΩΤΗΡΙΑ» – Απόσπασμα από το βιβλίο Τα ποιήματα. Μαρία Πολυδούρη,  σε επιμέλεια της Χριστίνα Ντουνιά. Σελ. 300-312. Εκδόσεις Εστία, 2014

image

“Η Μαρία Πολυδούρη έχει από καιρό περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου: είναι το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, της σπαταλημένης νεότητας και της αυθεντικής ποιητικής κατάθεσης. Στην παρούσα έκδοση συγκεντρώνονται για πρώτη φορά όλα τα ευρισκόμενα ποιήματά της, δημοσιευμένα ή χειρόγραφα, και πλαισιώνονται με φιλολογικά σχόλια. Η μελέτη “Μαρία Πολυδούρη ή “τα ρόδα του αίματος””, που περιλαμβάνεται στο επίμετρο του τόμου, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της, τη σχέση με την ευρωπαϊκή και την ελληνική λογοτεχνική παράδοση καθώς και τις περιπέτειες της πρόσληψής του.

Ads

Ένα κρίσιμο ζήτημα στο οποίο εστιάζει η εργασία της Χριστίνας Ντουνιά είναι αν -και σε ποιο βαθμό – η ποίηση της Πολυδούρη μπορεί να διαβαστεί, όχι μόνο σαν μνημείο του παρελθόντος, αλλά σαν μια σύγχρονη, ζωντανή τέχνη. Ο τόμος ολοκληρώνεται με τα “Στοιχεία βιογραφίας”, όπου ανακοινώνονται νέα ευρήματα για την ζωή και την καλλιτεχνική διαδρομή της ποιήτριας.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο Τα ποιήματα. Μαρία Πολυδούρη,  σε επιμέλεια της Χριστίνα Ντουνιά. Σελ. 300-312. Εκδόσεις Εστία, 2014

“Στο σανατόριο «Σωτηρία», προτού αφεθεί σχεδόν θεληματικά στην καταστροφική πορεία της αρρώστιας της, η Πολυδούρη έμενε γιατί ουσιαστικά δεν είχε πού αλλού να πάει, καθώς γύρισε από το Παρίσι μόνη και απένταρη.

Ενώ η κατάστασή της δεν ήταν ακόμα τόσο κρίσιμη, ζήτησε ως χάρη από τους γιατρούς να τη μεταφέρουν στον θάλαμο  που προοριζόταν μόνο για μελλοθάνατους, σε ένα καμαράκι δηλαδή που βρισκόταν κοντά στην έξοδο του νοσοκομείου, ώστε να έχει ησυχία και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.

Τον πρώτο χρόνο της διαμονής της στο σανατόριο έως και την κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής συλλογής της, η σταθερή παρέα της ήταν κυρίως νεαροί ποιητές.

Έως το τέλος του 1928 είχαν επίσης προστεθεί στη συντροφιά της η Μυρτιώτισσα, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Ίρις Σκαραβαίου και μερικές ακόμα φεμινίστριες.

Η Πολυδούρη στη διάρκεια αυτού του χρόνου ζούσε στους ρυθμούς της αθηναϊκής μποεμίας χωρίς να εκθέτει δημόσια το εσωτερικό της δράμα: φλέρταρε, έκανε εκδρομές, κάπνιζε, χόρευε και ξενυχτούσε. 

Στο ποίημα «Γλέντι» με το οποίο κλείνει η ενότητα «Οι τρίλλιες που σβήνουν» της ομώνυμης συλλογής, η ποιήτρια ελέγχει με μια εντυπωσιακή ικανότητα αυτοπαρατήρησης αυτή τη φαινομενικά αντιφατική συμπεριφορά της:

Σ’ ένα γλέντι με κάλεσαν οι σύντροφοι
Δε θ’ αρνηθώ. Θα πάω να λησμονήσω!
Θα φορέσω το κόκκινό μου φόρεμα
και την ίδια ομορφιά μου θα φθονήσω.

Το «κόκκινο φόρεμα» και οι «σύντροφοι», που παραπέμπουν στο πεδίο των συμβολισμών της Αριστεράς, μάλλον δεν έχουν γραφεί με τέτοια πρόθεση: 

περισσότερο αντανακλούν το κλίμα μιας εποχής όπου επικρατούσε η όσμωση νεαρών επαναστατών και παρακμιακών συμβολιστών, μια ευρύχωρη παρέα όπου η στρατευμένη τέχνη και η ταύτιση τέχνης και ζωής δεν λειτουργούσαν αντιθετικά αλλά συνθετικά.

Το δοκίμιο του Άγγελου Τερζάκη «Ο ματωμένος λυρισμός», που γράφτηκε με την ευκαιρία της πρώτης έκδοσης των Απάντων της ποιήτριας -και δίκαια αναγνωρίζεται ως ένα από τα αρτιότερα του είδους- σκιαγραφεί με διεισδυτικότητα τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε το έργο τής Πολυδούρη.

Το μέγεθος της εποχής εκείνης είναι κρυφό κι ανυπόκριτο. Σημειώνει μια κρίσιμη στροφή της ελληνικής ζωής από τα έξω στα μέσα. Για πρώτη φορά επικοινωνεί ο τόπος με τα μεγάλα ρεύματα του αιώνα. Μέσα στα μουχλιασμένα δημόσια γραφεία στρατολογείται μια νεολαία που θα πιστέψει με πάθος στην κοινωνική δικαιοσύνη, θα στρώσει με τα κορμιά της τους τραγικούς δρόμους της. Αυτό -όποια κι αν είναι η προσωπική μας πίστη κι ο τελικός απολογισμός- πρέπει να το αναγνωρίσουμε.

Σύγκαιρα, μια μειοψηφία εκστατική, λυρική, μια χούφτα νέοι που έγραφαν, πασχίζει εκείνα τα χρόνια να προσανατολιστεί μέσα στην ανεμοζάλη, να συλλάβει κάτι από τους μεγάλους ίσκιους που δίνουν ανάστημα στον ορίζοντα.

Αργότερα, σαν έρθουν ξεκούραστοι, αμέτοχοι, φρεσκοξυρισμένοι οι προφήτες των νέων τάσεων, θα κηρύξουν μια φρεσκογυαλισμένη πίστη στη γραφικότητα, θ’ ανεμίσουν χρώματα γαλάζια και χρυσαφιά.

Την Ιστορία τη γράφουν οι επιζώντες. Η νεολαία της δραματικής δεκαετίας έπεσε θερισμένη κι αναπολόγητη στο σύνορο της χίμαιρας. 

Μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και την κυκλοφορία της πρώτης της συλλογής Οι τρίλλιες που σβήνουν, η περίπτωση της νεαρής ποιήτριας είχε γίνει θέμα συζήτησης στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας.

Όπως μας πληροφορεί η αδελφή της Βιργινία, «το μικρό δωματιάκι, από θάλαμος μελλοθανάτων, μεταβλήθηκε σε σπουδαστήριο, γραφείο συγγραφής και ανθοστόλιστο σαλόνι υποδοχής φίλων, ποιητών και λογίων». 

Εκεί δημιουργεί τον προσωπικό της χώρο, και γράφει σχεδόν το σύνολο του ποιητικού της έργου: «διακόσμησε τους τοίχους  με πορτραίτα ποιητών, Μπωντλαίρ, Πόε, Μπάυρον κ.λ.π., στο κομοδίνο ένα μικρό σκίτσο του Καρυωτάκη…». 

Η ισχυρή της προσωπικότητα, η ιδιότυπη ομορφιά και το γνήσιο ταλέντο της, την καθιστούν ένα είδος ερωτικής μούσας. Ο Τερζάκης, ενεργητικό μέλος των νεανικών λογοτεχνικών κινήσεων, και συνδιευθυντής του βραχύβιου περιοδικού Πνοή, στις σελίδες του οποίου φιλοξενούνται ποιήματά της, αναφέρεται ρητά στην έντονη γοητεία που ασκούσε η Πολυδούρη στο τέλος της δύσκολης  δεκαετίας του 1920:

Ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική. Από τους τέσσερις ή πέντε νέους -δεν καλοθυμάμαι- που ξεκινήσαμε νωρίς κείνο το δειλινό να πάμε στη «Σωτηρία», για να κάνουμε επίσκεψη στη Μαρία Πολυδούρη, οι τρεις τουλάχιστον ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Θανάσιμα. Ή το πίστευαν.

Ειδικά μετά την κυκλοφορία της δεύτερης ποιητικής της συλλογής Ηχώ στο χάος, η φήμη της Πολυδούρη είχε τόσο απλωθεί, ώστε όλο και περισσότεροι εκδήλωναν την επιθυμία να τη γνωρίσουν και ανηφόριζαν στη «Σωτηρία» για να την επισκεφτούν.

Έτσι, εκτός από τον φιλικό κύκλο της ποιήτριας, ένα ετερόκλιτο πλήθος από γνωστά και άγνωστα πρόσωπα περνούσαν, άφηναν λουλούδια και έλεγαν μερικές φράσεις παρηγοριάς σε ένα ιδιότυπο προσκύνημα, που μάλλον της δημιουργούσε αμφίθυμα συναισθήματα.

Πάντως το ενδιαφέρον του πνευματικού κόσμου ήρθε μάλλον αργά και δεν στάθηκε ικανό να συνδράμει την άρρωστη νέα που πάλευε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της μέσα σε συνθήκες πραγματικά αξιοθρήνητες. Ένας από τους διασημότερους επισκέπτες ήταν ο Άγγελος Σικελιανός:

Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Ήτανε τους τελευταίους μήνες του 1929 και τους πρώτους του 1930, σ’ ένα από τους πιο ζοφερούς τότε κύκλους της Νεοελληνικής κόλασης, στο φθισιατρείο η «Σωτηρία». Της χρωστώ πως δεν μ’ έμπασε από την πόρτα της κοινής εισόδου που την μισάνοιγαν τότε κάποιοι «θαυμαστές» βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικρόβιων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος.
 
Ο Σικελιανός  τής χάρισε ένα ποίημα στο οποίο την αποκαλεί «αδελφή» του. Η τρυφερότητα που αισθάνεται για την ποιήτρια, όπως ο ίδιος εξομολογείται, ενισχύεται από τη θύμιση της αδελφής του Πηνελόπης που πέθανε επίσης φυματική.

Ωστόσο, παρά τη συμπάθεια που εκδηλώνει για την Πολυδούρη  ο Σικελιανός δεν μπόρεσε να βοηθήσει ουσιαστική, καθώς ήταν πολύ απασχολημένος με τη διοργάνωση των δεύτερων Δελφικών εορτών, που πραγματοποιήθηκαν την πρωτομαγιά του 1930, μια μέρα μετά τον θάνατό της.

Γνωρίζουμε επίσης ότι την ίδια περίοδο την επισκέφθηκαν ο Φώτος Πολίτης, που ήταν δάσκαλός της στη σχολή θεάτρου, και η Μαρίκα Κοτοπούλη. Κοντά στην άρρωστη ποιήτρια βρέθηκαν επίσης ο Σωτήρης Σκίπης, ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη (δηλαδή την κριτικό Άλκη Θρύλο) και ο σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης. 

Ο Ουράνης δημοσίευσε στο Ελεύθερον Βήμα σε δύο συνέχειες ένα άρθρο με τίτλο «Η ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου» συνοδευμένο από τα σκίτσα του Δημητριάδη. Αυτό το κείμενο, γραμμένο από έναν καταξιωμένο και προβεβλημένο ποιητή και κριτικό που επηρέασε σημαντικά την πρόσληψη της ποίησης της Πολυδούρη στο μεταίχμιο των δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών, μετέφερε στο ευρύ κοινό το δράμα της μελλοθάνατης ποιήτριας:

Ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο…

Ένα κοινότατο μικροσκοπικό τραπέζι και δυο μονά σιδερένια κρεβάτια, στρωμένα με στρατιωτικές κουβέρτες -αυτό είταν όλο. Από το ανοιχτό παράθυρο, το χειμωνιάτικο κρύο πάγωνε τους τοίχους, και τα κρεβάτια, και τις πλάκες του δαπέδου. Και σ’ ένα από τα δυο κρεβάτια, με τους ώμους ανασηκωμένους από ένα πλήθος μικρών μαξιλαριών, συγυρισμένη για μια αναμονή, μια νέα κόρη, που θα είταν άλλοτε ένα άνθος ομορφιάς, ακίνητη τώρα σε μια βαθειά εξάντληση, μας κοίταζε με δυο μεγάλα μαύρα μάτια που, μέσα στην κέρινη χλωμάδα του προσώπου της έλαμπαν από τον πυρετό σαν δυο κάρβουνα. […]

Μας κοίταζε με τα φλογερά της μάτια, ο μορφασμός της πικρίας είχε σφραγίσει μ’ εφτά σφραγίδες τα χείλη της και δεν έλεγε τίποτα..

Η Πολυδούρη «δεν έλεγε τίποτα», γιατί ήταν πολύ εξασθενημένη και κυρίως επειδή ένιωθε τουλάχιστον άβολα, όπως έμμεσα παραδέχεται και ο Ουράνης στο ίδιο κείμενο, με όλη αυτή τη συντροφιά που αποτελούσε παραφωνία μέσα στη «νεοελληνική κόλαση» της «Σωτηρίας».

Πράγματι οι επισκέψεις αυτές σε μια ποιήτρια που δεν διέθετε ούτε τα απολύτως απαραίτητα, έστω και αν κινούσαν από αγαθή πρόθεση, θεωρήθηκε από ορισμένους, όπως θα δούμε στη συνέχεια, προσβλητική εισβολή στον ιδιωτικό της χώρο.

Ο Ουράνης στο άρθρο του στο Ελεύθερο Βήμα, ζήτησε έρανο για την άρρωστη ποιήτρια, χωρίς εκείνη να έχει δώσει τη συγκατάθεσή της. Ήταν μια κίνηση ειλικρινούς συμπάθειας η οποία όμως προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις.

Το άρθρο του Παύλου Κριναίου, με τίτλο «Γύρω από ένα βιβλίο. Κ. Ουράνης και Σία», στηλιτεύει το όψιμο ενδιαφέρον για την τύχη της ποιήτριας, που εκδηλωνόταν με όρους κοινωνικής φιλανθρωπίας και κοσμικής αδιακρισίας:

Τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται με κοσμικούς κυρίους και ντεμουαζελίτσες, η «Σωτηρία» γίνεται το κοινόν ραντεβού όλων. Η ποιήτρια Θέαμα, ο Πόνος της επιφυλλίς και ανάγνωσμα.

Μονυελοφορούντες και μη, κριτικοί και επιφυλλιδογράφοι, εκάνατε μεγάλον κακόν, εδώσατε πραγματικήν συμφοράν εις την ποιήτριαν. Εξυπνήσατε πολύ αργά για να την ζημιώσετε ηθικά, ψυχικά, ανεπανόρθωτα. Οι φίλοι της, οι σύντροφοί της που φώναζαν τόσον καιρόν της φτάνουν. Δεν είχεν ανάγκη από τον όψιμον οίκτον σας, και την φιλανθρωπίαν σας. Απέφυγε πάντοτε τον θόρυβον, την κοσμικήν κίνησην, το ενδιαφέρον σας.

Αν το δημοσίευμα με την υπογραφή του Ουράνη διατηρούσε μια κοσμιότητα στην αφήγηση μιας τραγικής ιστορίας που συγκινούσε το κοινό του Ελευθέρου Βήματος, ένα σχεδόν ολοσέλιδο ρεπορτάζ που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ημερήσιος τύπος ξεπερνάει κάθε όριο αδιακρισίας και έλλειψης σεβασμού απέναντι σε μια ανθρώπινη ύπαρξη που βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου.

Το είδος της δημοσιογραφίας που υπηρετεί φαίνεται ήδη από τον τίτλο: «Η φθισική ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη που πεθαίνει στη “Σωτηρία” – Ο εραστής της ποιητής που ηυτοκτόνησε». Και συμπληρώνεται με τον περιγραφικό υπότιτλο: «μια ζωή που σβήνει μέσα σε λουλούδια και σε στίχους. Το προσκύνημα του διανοουμένου κόσμου μας. Δάκρυα, εξάψεις και λυγμοί.»

Η ρητορική του κειμένου μας δίνει μια ιδέα για τον τρόπο που θα αντιμετωπιζόταν μελλοντικά η ζωή και ο θάνατος της ποιήτριας. Ανάμεσα σε μελοδραματικές περιγραφές αλιεύουμε και εξωφρενικές δήθεν αποκαλύψεις όπως π.χ. ότι οι γιατροί για να την ηρεμήσουν «της δίνουν συχνά ηρωίνη και άλλα δηλητήρια».

Παράλληλα δίνονται συγκινητικές πληροφορίες, σε ένα είδος φιλολογικού κουτσομπολιού, για τις λόγιες φίλες που την παραστέκουν: «ολόγυρά της δεν μπορούν να κρατήσουν τα δάκρυα η ποιήτρια Μυρτιώτισσα (η ιδιαιτέρως πολυαγαπημένη της), η συγγραφεύς κα Γαλάτεια Καζαντζάκη και άλλες λόγιες φίλες της».

Δυο μέρες αργότερα, στην ίδια εφημερίδα, ακριβώς πλάι σε σχόλια από την κοσμική κίνηση, δημοσιεύεται κάτω από τον υπέρτιτλο «Τα ποιήματα της φθισικής» το ποίημα «[Ω, χαμηλώστε αυτό το φως…]» από τη συλλογή Ηχώ στο χάος, με τον αυθαίρετο  τίτλο: «Πάρτε το φως». Επίσης αυθαίρετα, και για να μην υπάρξει καμιά αμφιβολία στο αναγνωστικό κοινό σχετικά με την αυθεντικότητα του δράματος της «φθισικής», προστίθεται η λέξη «Σωτηρία» στο τέλος, πλάι στο όνομα της ποιήτριας.
       
Όπως προκύπτει από τα σχετικά δημοσιεύματα, πέρα από τη δυσφορία της ίδιας της Πολυδούρη για τις αδιάκριτες παρεμβάσεις και τις άχρηστες πλέον εκκλήσεις για τη σωτηρία της, δημιουργήθηκε μια έντονη δυσαρέσκεια στους νέους ποιητές που αποτελούσαν τον στενό κύκλο των φίλων της. Η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι νέοι ποιητές συμπαραστάθηκαν με συγκινητική αφοσίωση στην ποιήτρια.

Η ίδια το αναγνωρίζει και αλλού και ειδικά στο ποίημα με την εύγλωττη αφιέρωση «Στους φίλους που με συντροφεύουν», όπου δηλώνεται καθαρά η ποιητική τους ιδιότητα: 

Κι η μουσική των στίχων σας τί θα μου φέρει ακόμη;  μαζί με την ευγνωμοσύνη της για την αφοσίωσή τους – Ω, ας έρθει στο σκοτάδι του ο Χάρος να με πάρει,/ ενώ θα ’ναι τα μάτια σας κοντά μου φωτεινά.

Έτσι, την άποψη του Κριναίου φαίνεται να μοιράζονται και άλλοι νέοι ποιητές, όπως ο Κώστας Παπαδάκης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιώργος Κοτζιούλας ή ο Μίνως Ζώτος, οι οποίοι διεκδικούν δίκαια τα εύσημα της γνήσιας αγάπης προς την ποιήτρια εκφράζοντας έμμεσα και ιδεολογικές ή ταξικές αντιθέσεις.

Η ποιήτρια δ. Πολυδούρη γράφει από καιρό και δημοσιεύει στα περιοδικά των Νέων, που συνήθως ειρωνεύονται οι κ.κ. επιφυλλιδογράφοι (όρα Εστίαν εις τα χρονικά της, Ελεύθερον Βήμα, κ.λ.π.). Προ δύο ετών εκυκλοφόρησε το πρώτον βιβλίον της […]. Μόνο οι νέοι έγραψαν, οι νέοι ενδιαφέρθησαν, οι νέοι επολέμησαν διακηρύσσοντες ότι η ποιήτρια Πολυδούρη αξίζει καλυτέρας τύχης […] ότι τιμά τα Ελληνικά γράμματα. […] Η ποιήτρια Πολυδούρη και το έργον της -το περίφημον έργον της- ανήκουν εις τους νέους. Η περιφρόνησή της ανήκει σε σας.    
       
Στην ίδια γραμμή κινείται και το κείμενο του Μανώλη Κανελλή, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ελληνική, αμέσως  μετά το θάνατο της ποιήτριας. Ο αρθρογράφος, ποιητής και μεταφραστής του Μπωντλαίρ, αναφέρεται στη χλιαρή υποδοχή της πρώτης της συλλογής από τους καθιερωμένους  κριτικούς:

«Η πρώτη της συλλογή επέρασε από τους κριτικούς απαρατήρητη. Δεν εσταμάτησε κανένα ματογυάλι, και δε συνεκίνησε καμμιά αρτηριοσκλήρωση. Είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Ήταν καλή». Μάλιστα αυτή την ειρωνική παρατήρηση ακολουθεί ένα πιο επιθετικό σχόλιο:

Το δεύτερό της βιβλίο […] ανεστάτωσε τους σνομπ που εχύμηξαν προς την παράγκα της «Σωτηρίας» όπου έλυωνε, με τη νοσηρή περιέργεια με την οποία αντιμετώπισαν τον Μπασιάκο στη Μαλακάσα. Κατάδικος ο ένας, κατάδικος κι ο άλλος. Το ίδιο πράγμα. Μια μαντάμα «ντε λα ωτ», τη ρώτησε ποζάροντας φιλάρεσκα μπροστά της ενώ ψυχομαχούσε: – Τι φουστάνι μου πάει;
       
Ο Γιώργος Κοτζιούλας, που είχε γράψει νεότατος μια θερμή κριτική για τη συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν, στο σονέτο «Μαρία Πολυδούρη» θεματοποιεί ειρωνικά τη φιλανθρωπική επίσκεψη της «αριστοκρατίας» στην άπορη ποιήτρια που πεθαίνει στο φτωχό καμαράκι της τρίτης θέσης:

Πολύ ακριβά πληρώσατε, Μαρία
τη φήμη –πολυτέλεια περιττή–
που σ’ ανθοδέσμες ήρθε προσφερτή
στην πιο βαριά γυναίκεια καρτερία.
 
Η αριστοκρατική παρηγορία,
που στάθηκε στην κλίνη σας κλαφτή,
δεν ήταν συγκατάβαση αρκετή
για τρίτη θέση μες τη «Σωτηρία»;
 
Στην  προσπάθεια για την υποστήριξη -ηθική και υλική- της Πολυδούρη  συμμετέχει και Ο Αγώνας της Γυναίκας. Εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης μια πολύ διαφορετική στάση στο χειρισμό του ευαίσθητου αυτού του θέματος από την ομάδα σύνταξης του ριζοσπαστικού φεμινιστικού περιοδικού σε ένα κείμενο που δεν στοχεύει στον φτηνό εντυπωσιασμό:

Τώρα χαροπαλεύει μονάχη της φτωχή, έρημη, ξεχασμένη απ’ όλους εκτός από ένα στενό φιλικό της κύκλο. […] Μερικοί λόγιοι που την επισκέφτηκαν και είδαν την αθλιότητά της, κάνουν έκκληση στους συναδέλφους των να την βοηθήσουν όσο μπορούν για να καλυτερέψει τη θέση της, να την ανακουφίσουν γιατί αλλοίμονο!

Η αρρώστεια της είναι από εκείνες που μόνο με μια δαπανηρή δίαιτα υπάρχει ελπίδα να γιατρευτεί. Κι όμως τι να κάνουν οι λόγιοι, κι αυτοί όλοι τους φτωχοί; Κι ο «Αγώνας» κάνει έκκληση στις γυναίκες που η ψυχή τους πιο εύκολα μπορεί να συμπονέσει μια κοπέλα, μια εργάτρια του πνεύματος, μια ποιήτρια με αληθινό ταλέντο, που το αναγνωρίζουν και οι πιο δύσκολοι από τους κριτικούς μας.

Και ζητούμε από τις αναγνώστριες όχι ελεημοσύνη για την φτωχειά κοπέλα, αλλά μια ικανοποίηση για την άρρωστη ποιήτρια:

να περάσουν από τα γραφεία μας και να αγοράσουν το βιβλίο της που τιμάται με 20 δραχμάς. Να είναι βέβαιες, πως δεν θα το μετανιώσουν, θ’ απολαύσουν βαθειές ποιητικές συγκινήσεις διαβάζοντάς το και θα συντελέσουν ίσως να σωθεί μια ωραία και ευγενικιά ζωή.
       
Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής της Πολυδούρη στη «Σωτηρία» και ιδιαίτερα τα γεγονότα των τελευταίων μηνών έδωσαν στη Γαλάτεια Καζαντζάκη το υλικό για τη δημιουργία ενός κεντρικού προσώπου στο επιστολικό -και σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό- μυθιστόρημά της Γυναίκες.

Εκεί, η νεαρή φυματική Άννα έχει, ως πρόσωπο μυθιστορηματικό, πάρα πολλά στοιχεία που μας είναι γνωστά από τη βιογραφία της Πολυδούρη: ορφανή, περήφανη και ιδιόρρυθμη, σημαδεύεται από  έναν απελπισμένο έρωτα και στο τέλος πεθαίνει στο σανατόριο.

Ιδιαίτερα μεγάλη έκταση έχει η επιστολή της Νίνας, της κομμουνίστριας δασκάλας (ενός μυθιστορηματικού προσώπου που παραπέμπει στην Έλλη Αλεξίου).

Στην επιστολή αυτή γίνεται πολύς λόγος για τις άθλιες συνθήκες της «Σωτηρίας», για τους σνομπ που επισκέπτονται το σανατόριο, και διατυπώνονται κάποιες παρατηρήσεις για τη σχέση τέχνης και πραγματικότητας:

Η τέχνη για την τέχνη. Η Σωτηρία για τη Σωτηρία. Τα πορτοκάλια για τα πορτοκάλια! Όταν όμως υπάρχει μια Άννα ανάμεσα στους αρρώστους ο περίπατος έχει σκοπό: είναι περίπατος à thèse! Να συγκινήσει. Να κινήσει τον οίχτο, τη συμπάθεια, να λύσει το πουγγί! Γίνεται γκραβαρίτικη μέθοδος: «Ελεήστε χριστιανοί το σακάτη!».

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχει ζήσει από πολύ κοντά τους τελευταίους μήνες της αγωνίας της άρρωστης ποιήτριας και γνωρίζει τόσο τον χαρακτήρα της όσο και τις ιδέες της για τη ζωή και το θάνατο.

Όλοι όσοι τη συναναστράφηκαν συνομολογούν στην εικόνα μιας περήφανης προσωπικότητας που απέφευγε τις θρηνωδίες και δεν ζητούσε ελεημοσύνη, είτε υλική είτε συναισθηματική. Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους «συντρόφους» της Σωτηρίας, αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την πλευρά στην Πολυδούρη, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της:

– Ω! φίλη Πολυδούρη, ξέρω πως μια τέτοια ώρα τραβηγμένη μακριά απ’ τους ανθρώπους, κλεισμένη σ ένα θλιβερό σανατόριο έγραψες τους ωραιότερους στίχους σου:

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δε θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.
Θαρρώ πως βλέπω την περίτρομη κίνηση σου για να κρύψεις «περήφανα και στοργικά» το θησαυρό της καρδιάς σου που δεν μπορούσε κανείς να τον νιώσει.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσες φορές οι λέξεις «περηφάνεια», «περήφανη», «περήφανα», εντοπίζονται σχεδόν σε όλα τα κείμενα που αναφέρονται στην Πολυδούρη, αλλά και στα δικά της ποιήματα και πεζά.

Ενδεικτικοί είναι από αυτή την άποψη και οι στίχοι του ποιήματος «Σ’ αναμονή θανάτου», με τους οποίους η ποιήτρια απευθύνει προς τη «Ζωή» μια έκκληση:

-Την περηφάνεια μου μη ταπεινώσεις
Κοίτα μη μου λερώσεις τα φτερά.
 
Το στοιχείο της περηφάνειας είναι αυτό που ταιριάζει περισσότερο στην σκιαγραφία της προσωπικότητάς της, αλλά είναι και ένα κλειδί για την ερμηνεία του έργου της Πολυδούρη.

Σε αυτό το χαρακτηριστικό εστιάζει και η φίλη της Αθηνά Γαϊτάνου – Γιαννιού διευθύντρια του περιοδικού Ελληνίς, όταν αναφέρεται «στις απρόβλεπτες εκείνες θλίψες απ’ τα χτυπήματα που δέχτηκε η περηφάνεια της», εξαιτίας του θορύβου που προκλήθηκε μετά την κυκλοφορία της ποιητικής της συλλογής Ηχώ στο χάος και της δημοσιοποίησης των συνθηκών της διαβίωσής της:

Αχ! η υπέροχη, η θεία εκείνη περηφάνεια της, που δεν εκάμφθηκε ως τη στερνή της ώρα, ενωμένη με κάποια δόση σαρκασμού που όσο ζύγωνε η τελική καταστροφή, οξυνόταν και προκαλούσε πόνο…

Κάθε τι που γραφότανε στον τύπο για τη φτώχεια ή την αρρώστεια της και ο ελαφρότερος υπαινιγμός, την πλήγωνε φαρμακερά, αλλοφρονούσε στην αδυναμία της.

«Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους  ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστεια μου; Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;» έλεγε σφίγγοντας τα χείλη.

Η ίδια η Πολυδούρη υποψιαζόταν λοιπόν την αμφιλεγόμενη τάση της δημοσιογραφικής κριτικής, ήταν όμως ήδη πολύ εξασθενημένη και ανήμπορη για να την ανατρέψει.  Χάρη στη δημιουργία του μύθου της πονεμένης μούσας που πεθαίνει στη «Σωτηρία» η ποιήτρια προβλήθηκε και αγαπήθηκε, αλλά και εξαιτίας αυτού του μύθου η αξιολόγηση και η αποτίμηση του έργου της έμεινε για πολύ καιρό σε ένα ιδιότυπο περιθώριο.”
Χριστίνα Ντουνιά

***
 

ΓΛΕΝΤΙ

Σ’ ένα γλέντι με κάλεσαν οι σύντροφοι.
Δε θ’ αρνηθώ. Θα πάω να λησμονήσω!
Θα φορέσω το κόκκινό μου φόρεμα
και την ίδια ομορφιά μου θα φθονήσω.

Το νεκρό πόχω μέσα μου περήφανα
και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω.
Θα ‘μαι σα χαρωπή, σα μυστικόπαθη
θα ‘μαι μια αποσταλμένη από το Χάρο.

Οι μελλοθάνατοι σύντροφοι στο γλέντι τους
κι αν πίνουνε κρασί δε θα μεθούνε.
Μια κατάρα θα στέκεται στο πλάι τους
μα θα ‘μαι ωραία και δε θα υποψιασθούνε.

Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε
μήπως σε μια χλωμή χαράν ελπίσουν,
μα τόσο αληθινό θά ‘ν’ το τραγούδι μου
που σαστισμένοι θα σιωπήσουν.

Μαρία Πολυδούρη, από τη συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν»