«Μήπως…» αναρωτιέται ο κεντρικός ήρωας «λησμονώντας τούς προγόνους αποκόβεσαι απ’ τη ρίζα σου κι αντί για δεντρί είσαι κισσός, που ψάχνει αλλού στηρίγματα; […] πέρα όμως από τους λόγους που επιλέγω να ανατρέχω στο παρελθόν, στην Ουρανόπετρα με οδήγησε και μια άλλη ιστορία […] το πρώτο βήμα κατά τη γνώμη μου προς τον στοχασμό είναι να κατανοεί κανένας ότι είναι δικός του αυτός δρόμος που πατά, είτε αφήνεται να τον ορίζουν άλλοι, είτε τον ορίζουν γιατί δεν μπορεί ν’ αντιδράσει, είτε δεν επιτρέπει σε κανέναν να τον ορίζει” Ο ποιητής και συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη για το tvxs.gr, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του νέου του μυθιστορήματoς.

Ads

Όταν ήμουν παιδί κι άκουγα τα τραγούδια στα πανηγύρια του χωριού μου με καταλάμβανε μια ανεξήγητη θλίψη και συνάμα ο νους μου γεννούσε εικόνες και ιστορίες.

Φανταζόμουν να χορεύουν μπροστά μου αντάμα οι άνθρωποι των ημερών μου και όσοι είχαν φύγει πια από τη ζωή και πόσα άλλα. Πολλά χρόνια αργότερα αυτή τη θλίψη την καταχώρησα σε έναν στίχο μου για τραγούδι:

Τι μου ‘χει φταίξει τι μου ‘χει λείψει/ και τα τραγούδια μου φέρνουν θλίψη, σε μουσική του Κώστα Φαλκώνη και ερμηνεία της Ελένης Πέτα.  Τότε ήταν που την ονόμασα Θείο πυρ και Θεία μανία, έμπνευση.

Ads

Αυτή η “θλίψη” με οδήγησε στη γραφή και η πορεία των ολίγων χρόνων που ασχολούμαι με την πεζογραφία στην Ουρανόπετρα, η οποία είναι το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημά μου που διαδραματίζεται σε παλαιότερες εποχές.

Πέρα όμως από τη συγγραφική πορεία και τους λόγους που επιλέγω να ανατρέχω στο παρελθόν, στην Ουρανόπετρα με οδήγησε και μια άλλη ιστορία: Από το 1977, όταν ήμουν δεκαεπτά ετών, άρχισα να αλληλογραφώ με ένα κορίτσι από τη Λάρνακα, που οκτώ χρόνια αργότερα έμελλε να γίνει η σύζυγός μου.

Δέθηκα έτσι με την Κύπρο, όπου διαδραματίζεται η μυθοπλασία της Ουρανόπετρας, και φρόντιζα να μαθαίνω για την ιστορία της τόσο μέσα από πλήθος βιβλίων και δημοσιευμάτων, όσο και μέσα από προφορικές διηγήσεις όσων γερόντων γνώριζα, με σημαντικότερο όλων τον μάστρε Βασίλη, τον παππού της γυναίκας μου.

Αρχικά με μόνο κίνητρο την αγάπη μου για την Κύπρο κι ύστερα, όταν πήρα την απόφαση να γράψω την Ουρανόπετρα, εστίασα την έρευνά μου στα σημεία που με ενδιέφεραν μελετώντας από περιηγητές, εφημερίδες της εποχής, ιστορικά, θρησκευτικά και ιστορικά βιβλία, όπως και βιβλία για την αρχιτεκτονική, το εμπόριο, τη γεωργία, τα προϊόντα, τις μεταφορές, το θέατρο, τον κινηματογράφο, καθώς και φωτογραφικά αρχεία και χιλιάδες άλλα κείμενα απ’ όπου μπορούσα να αντλήσω πληροφορίες για τη ζωή εκείνων των χρόνων, ενώ επισκέφτηκα δεκάδες μουσεία και τους περισσότερους τόπους όπου εξελίσσεται το μυθιστόρημα ή τα κτίρια που περιγράφω και σώζονται ακόμη.

Ανατρέχω σε αλλοτινούς καιρούς για να ιστορήσω άγνωστες εποχές και τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων που απάνω τους πατούμε· να δώσω τη δυνατότητα μιας διαφορετικής αποτίμησης των ιστορικών περιπετειών και γεγονότων· να συνδέσω το σήμερα με το χθες και μαζί μ’ αυτό το ράμμα της συνέχειας της ελληνικής φυλής· να ψηλαφίσω ό,τι σηματοδοτεί τη διαχρονική ανθρώπινη πορεία· και να ιχνηλατήσω τι μπολιάζει ψυχές, χαρακτήρες, νοοτροπίες και συμπεριφορές και μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά, υπερισχύοντας συνήθως κάθε άλλης διδαχής και εκπαίδευσης.

Και κάνω τούτη την αναδρομή, γιατί είναι πίστη μου ότι βοηθά να δούμε το σήμερα πιο καθαρά και να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητες, τις επιδιώξεις και τους στόχους μας με κατεύθυνση την εσωτερική καλλιέργεια.

Βέβαια η αναδρομή από μόνη της δεν αρκεί, απαιτείται η εμβριθής ματιά του συγγραφέα, συνάμα και του αναγνώστη, ο οποίος βάζοντας τη δική του φαντασία, σκέψη και θυμικό διαβάζει ένα διαφορετικό βιβλίο (ο καθένας), μιας και η ουσία κάθε βιβλίου βρίσκεται στο περιεχόμενό του κι όχι κατ’ ανάγκη στον χρόνο που διαδραματίζεται ή στο είδος που το κατατάσσουν οι ανάγκες της αγοράς ή τα διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα.

Κοντολογίς, μια κραυγή, μια φωνή, ένα παραμύθι από τα βάθη του χρόνου είναι η Ουρανόπετρα. Ζωές ανθρώπων του παρελθόντος που μιλούν για το σήμερα και το αύριο μέσα από τη μυθοπλασία η οποία εξελίσσεται στους καιρούς τους.

Το μυθιστόρημα απαρτίζουν δύο μέρη: «Το μικρό χρονικό» (54 σελίδες) και «Το μεγάλο χρονικό».

Το μικρό χρονικό, ξεκινά το 1569, επί ενετοκρατίας στην Κύπρο. Παρακολουθεί την περιπετειώδη πορεία του Γερόλεμου και συγχρόνως την τοπιογραφία και την ανθρωπογεωγραφία της εποχής.

Πώς εκατό φεουδάρχες καταδυνάστευαν τον λαό,  βασάνιζαν τους πάροικους, τους αντάλλασσαν και τους δάνειζαν σ’ άλλους φεουδάρχες, ενώ παλιότερα οι Φράγκοι τους αντάλλασσαν ακόμα και με σκυλιά. Συνάμα πώς αντιμετώπισαν την εισβολή των Οθωμανών το 1570 οι κατατρεγμένοι από τους Ενετούς ντόπιοι· πώς η κατατρεγμένη από τους καθολικούς ορθόδοξη εκκλησία· τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι Ενετοί για να μην ταχθούν με το μέρος των Οθωμανών οι κάτοικοι του νησιού· και γενικότερα όσα συνέβηκαν μέχρι το 1572.

Η μυθοπλασία συνυφαίνεται με τα πραγματικά γεγονότα έτσι ώστε να υπηρετείται και να προάγεται το κείμενο και συγχρόνως ο αναγνώστης να αποκομίζει γνώσεις. Το θεωρώ κι αυτό κομμάτι της λογοτεχνίας.

Προς το τέλος του μικρού χρονικού ο Γερόλεμος φτιάχνει τέσσερα φυλαχτά και τα μοιράζει στους γιους του ως αλεξίκακα της ζήσης τους. Τι απέγιναν τα φυλαχτά και ποιο μυστικό θ’ αποκαλυφθεί αν ποτέ ενωθούν, θα το μάθουν οι αναγνώστες στις σελίδες της Ουρανόπετρας.

Αρχίζοντας το «Μεγάλο χρονικό» βρισκόμαστε στο 1892. Από το 1878 η Κύπρος έχει παραχωρηθεί από τους Οθωμανούς με συνθήκη στην Αγγλία, για να αποδειχτούν οι άγγλοι κατακτητές μάστιγα για τον λαό, ενώ συνδαύλιζαν τις αντιθέσεις μεταξύ Ελλήνων κατοίκων και Οθωμανών, εφαρμόζοντας το αιώνιο: διαίρει και βασίλευε.

Οι Άγγλοι αποβιβάστηκαν με στρατεύματα στον Λάρνακα τον Ιούλη του 1878, δίχως οι κάτοικοι του νησιού να γνωρίζουν απολύτως τίποτε για την συνθήκη παραχώρησης, η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων να καταβάλλονται 92.000 λίρες στον σουλτάνο ως φόρο υποτέλειας, τα μισά περίπου έσοδα από τη φορολογία.

Ωστόσο κάποιοι γνώριζαν, όπως ο τραπεζίτης της Κωνσταντινούπολης Γεώργιος Ζαρίφης, ο οποίος είχε στείλει από ένα μήνα πρωτύτερα ανθρώπους κι αγόραζε πάμφθηνα εκτάσεις και σπίτια για να τα μοσχοπουλήσει όταν θ’ ανέβαιναν οι τιμές.

Φαντάζονταν δε οι Κύπριοι τους Άγγλους ως απελευθερωτές και τους υποδέχονταν μ’ ενθουσιασμό.

Οι αγρότες της Κύπρου βίωναν απελπιστική φτώχεια, ωστόσο οι άγγλοι κατακτητές ουδόλως έδειχναν να νοιάζονται. Απεναντίας αβγάτιζαν τις φορολογικές καταπιέσεις.

Ωσάν ακρίδες έπεφταν πάνω στους γεωργούς οι φοροεισπράκτορες με δημεύσεις περιουσιακών στοιχείων, ξυλοδαρμούς και φυλακίσεις. Έπεφταν όπως οι πραγματικές ακρίδες, η άλλη φοβερή μάστιγα στο νησί, τις οποίες για να εξοντώσουν έστηναν πάνινα φράγματα κι έσκαβαν λάκκους στη βάση τους. Διακόσια τρισεκατομμύρια ακρίδες εξολόθρευσαν μόνο το 1883.

Ακολουθώντας ο αναγνώστης τα βήματα του κεντρικού ήρωα, του Αδάμου (που θα πει Αδάμ και παραπέμπει στο νέο ξεκίνημα), θα μπει σε σπίτια κτισμένα από πλιθάρι (τούβλα από χώμα και άχυρα ή φύκια), σε αρχοντικά, σε άθλιους καφενέδες, σε πορνεία και σε χάνια· θα γνωρίσει τους παντελώς αμόρφωτους χωροφύλακες και την αγριότητά τους· θ’ αντικρίσει τα ξυπόλυτα παιδιά κι εργάτες που δούλευαν απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου τρώγοντας μόνο ένα κομμάτι ψωμί κι ένα κρεμμύδι·

θα συναναστραφεί με συμμορίες που έλεγχαν το λιμάνι του Λάρνακα· θα συμμετάσχει σε ξενύχτια και σε καβγάδες στα κακόφημα στέκια· θα παρευρίσκεται σε αστεία περιστατικά· θα μάθει για τους παλικαράδες της εποχής τους λεγόμενους και πεσβάντηδες·

όπως και για τις σχέσεις Ελλήνων, Οθωμανών και Εγγλέζων· για τις εκλογικές αναμετρήσεις και τον σιδηρόδρομο της Κύπρου· για τις χοροεσπερίδες, τα πιάνα και τις πιανόλες, τις λαμπαδηδρομίες, τις απόκριες, τα πανηγύρια και πολλά από τα αναχώματα τα οποία έστησε ο άνθρωπος προκειμένου να γλυκάνει την επανάληψη της σκληρής καθημερινότητας.

Κάπως έτσι κυλά το μυθιστόρημα. Εδώ οι τοκογλύφοι και οι φοροεισπράκτορες ν’ απομυζούν τους αγρότες· εκεί οι ποιητάρηδες να διαγωνίζονται απαγγέλλοντας τσιατιστά (δίστιχα περίπου όπως οι μαντινάδες)· αλλού οι πραγματικές ή οι φανταστικές ανεράδες (οι νεράιδες) να στοιχειώνουν τις ψυχές·

παρέκει να ξεκινά μια φιλία που θα κρατήσει στο χρόνο ή μια δυνατή αδελφική σχέση· και πιο πέρα να πραγματοποιούνται τα συχνά συλλαλητήρια για την κατάργηση του φόρου υποτέλειας στον σουλτάνο και για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Προδοσίες, μίση και πάθη, ήθη, έθιμα ενταγμένα στη μυθοπλασία, παζάρια, καμηλαριά, τα καραβάνια των αγωγιατών και οι άμαξες που ταξίδευαν μέσα σε κουρνιαχτό, οι πρώτες κινηματογραφικές προβολές, τα πρώτα αυτοκίνητα και το πρώτο λεωφορείο των πέντε θέσεων· οι πρώτες λάμπες λουξ και τα πρώτα ηλεκτρικά φώτα. η επίσκεψη του Τσόρτσιλ (υφυπουργός αποικιών της Αγγλίας τότε)·

τα σχολεία, οι μπιραρίες με τις γερμανίδες χορεύτριες και οι ολυμπιακοί αγώνες του 1896 για τους οποίους οι περισσότεροι κάτοικοι μάθαιναν μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού από τις δημόσιες αναγνώσεις των εφημερίδων.

Και συνάμα, η μεγάλη αγάπη των Κυπρίων για τη μητέρα Ελλάδα, η οποία έκανε δημοφιλή τραγούδια όπως το «Λαγιαρνί» ή το «Γεροδήμος», μουσικά παράταιρα με την παράδοση του νησιού, αλλά και το ταξίδι που πραγματοποιούσαν εκτός από τα τραγούδια ή τους στίχους από και προς κάθε σημείο του ελληνισμού, τους μύθους και τις πάμπολλες λέξεις.

Το κυπριακό τραγούδι “τέσσερα και τέσσερα” διηγείται την ίδια ιστορία με την παραλογή “κολυμπητής” που συναντούμε στην Ήπειρο, ενώ και οι δύο ιστορίες παραπέμπουν σε αρχαιοελληνικούς μύθους όπως αυτός του Φοβίου.

Όσο για τις λέξεις, να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, την ονομασία για το αγώνισμα που υπήρχε στην Κύπρο: το διτζίμιν, μια ιδιότυπη άρση βαρών, αφού συνήθως σήκωναν ένα σπόνδυλο αρχαιοελληνικής κολόνας. Κάτι ανάλογο όμως διηγείται και η παραλογή «το δοκίμιν της αγάπης» που απαντούμε με διάφορες μορφές σε πολλές περιοχές της Ελλάδας:

Μέσα στο περιβόλι μου/ στη μέση της αυλής μου/ μάρμαρο έχει ο αφέντης μου/ δοκίμιν της αγάπης/ κι όποιος βρεθεί και πιάσει το/ κι οπίσω του το ρίξει/ εκείνος είναι ο άντρας μου/ κι εγώ είμαι η ποθητή του…

Δοκιμή, κοντολογίς σημαίνει το διτζίμιν, κι όλα έχουν να κάνουν με το ράμμα της ελληνικής φυλής.

Στις σελίδες της Ουρανόπετρας καρτερούν τον αναγνώστη και δολοπλοκίες, κλεψιές, πλεκτάνες, αρχαιοκάπηλοι, ξένοι περιηγητές, μεγάλες περιπέτειες, κρυπτοχριστιανοί ή αλλιώς λινοβάμβακοι, καθώς και το φοβερό φαινόμενο των 8.000 μαυροπινακωμένων. Όσοι, δηλαδή, θέτονταν σε δυσμένεια (αδίκως το συνηθέστερο) από τα αγγλικά δικαστήρια ως ύποπτοι παραβατικών πράξεων, γεγονός που συνεπαγόταν τον κοινωνικό αποκλεισμό των ιδίων και των οικογενειών τους.

Ακόμα, υπάρχουν απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως: Εποίκησαν οι Οθωμανοί την Κύπρο και πόσοι; Η πλειονότητα των σημερινών Τουρκοκυπρίων ποιών είναι απόγονοι;

Σημαντική θέση καταλαμβάνει κι ο λεγόμενος ατυχής πόλεμος του 1897, μέσα από τους Κύπριους εθελοντές που συμμετείχαν σε όλους τους εθνικούς αγώνες από το 1821. Έτσι θα βρεθεί στο προσκήννιο ο Βόλος, η Λάρισα, ο θεσσαλικός κάμπος, τα Φάρσαλα, το Βελεστίνο, αλλά και ο Πειραιςά και η Αθήνα της εποχής όπου κυριαρχούσε το πολεμικό κλίμα και οι συγκεντρώσεις που οργάνωνε η Εθνική Εταιρία, καθώς και οι συγκρούσεις με την αστυνομία και ο ξυλοδαρμός των διαδηλωτών.

Η Αθήνα εμφανίζεται ξανά το 1912-13 την περίοδο των βαλκανικών πολέμων και μαζί όλες οι θεαματικές αλλαγές που συντελέστηκαν μέσα σε λίγα χρόνια από το 1897. Τότε που μετά την καταστροφή και τον εθνικό διασυρμό, ήρθε η αναγέννηση. Το αναφέρω, επειδή το βιβλίο πέρα από τη μυθοπλασία μιλά και για το σήμερα αντιπαραβάλλοντας πότε γεγονότα και πότε συμπεριφορές, καταστάσεις  και νοοτροπίες.

Την ίδια εποχή το μυθιστόρημα βρίσκεται στην Άρτα, στη Φιλιππιάδα, παρακολουθεί τον πόλεμο στο Μπιζάνι και περιδιαβαίνει στα Γιάννενα.

Πολύ συχνά, ο αναγνώστης θα αναρωτιέταί για το νόμιμο άδικο και το παράνομο δίκιο, φαινόμενο σχεδόν από τη γέννηση της ανθρώπινης ιστορίας.

Συνάμα, μέσα από όσα βιώνουν οι ήρωές του βιβλίου, αποκαλύπτεται η θέση της γυναίκας της εποχής, ενώ δεσπόζοντα ρόλο κατέχει ο έρωτας, ο οποίος διαρρέει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Αλλά ο έρωτας, που ορμά ωσάν στρατός σε ανοχύρωτη πολιτεία και κυριεύει τις ψυχές, βάζει σε μεγάλες δοκιμασίες τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες.

Πέρα απ’ όλα αυτά η Ουρανόπετρα ασχολείται και με μια σειρά από διαχρονικά θέματα, όπως η αξιοπρέπεια, η αλαζονεία σε σχέση με το πεπερασμένο της ζωής, ή το δέσιμο με τους προγόνους μας:

«Μήπως…» αναρωτιέται ο κεντρικός ήρωας «λησμονώντας τούς προγόνους αποκόβεσαι απ’ τη ρίζα σου κι αντί για δεντρί είσαι κισσός, που ψάχνει αλλού στηρίγματα;»

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που υπάρχουν, είναι και ο πατριωτισμός, ο οποίος δεν υπονομεύει τις φιλειρηνικές ιδέες, απεναντίας πασχίζει για την ειρήνη, και βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με τις φυλετικές διακρίσεις. Μιλά για τον πατριωτισμό κι όχι για την πατριδοκαπηλία που βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε άστατους καιρούς. Μιλά για τη φιλοπατρία που πασχίζει για τη συνολική ευημερία των κατοίκων μια χώρας κι όχι για τον δογματικό εθνικισμό που έχει να κάνει κυρίως με τη στείρα ξενοφοβία και τη φυλετική ομοιογένεια.

Αντάμα με τον πατριωτισμό, ως απαραίτητος συνοδοιπόρος, βαδίζει και ο στοχασμός, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την εσωτερική καλλιέργεια. Για να καταφέρουμε έτσι να κάνουμε ένα βήμα παρέκει, όπως έγραφα στο μυθιστόρημά μου Άγιοι και δαίμονες.

Αναφορικά με τον στοχασμό, διαρρέει το μυθιστόρημα η ρήση του κεντρικού ήρωα: “Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος”, παραπέμποντας και στην πορεία προς την αυτογνωσία. Και το πρώτο βήμα κατά τη γνώμη μου προς τον στοχασμό είναι να κατανοεί κανένας ότι είναι δικός του αυτός δρόμος που πατά, είτε αφήνεται να τον ορίζουν άλλοι, είτε τον ορίζουν γιατί δεν μπορεί ν’ αντιδράσει, είτε δεν επιτρέπει σε κανέναν να τον ορίζει. 

Η γλώσσα του βιβλίου, μεταφέρει την ψυχή του λαού μας και την κοινωνική ιστορία που γράφουν οι καθημερινοί άνθρωποι. Αποπνέει το άρωμα της γλώσσας του 1900, ενώ στους διαλόγους κάτι από το στίγμα της κυπριακής διαλέκτου. Στόχος της γλώσσας, και δική μου υπόσχεση, ότι, μαζί με τη μυθοπλασία, θα παρασύρει τον αναγνώστη στον μαγικό κόσμο του λόγου και της φαντασίας.

Όσο για την Ουρανόπετρα είναι το φυλαχτό του Γερόλεμου! Ουρανόπετρα και μια γυναίκα ή πιο πολλές μέσα στο βιβλίο! Ουρανόπετρα κι η ίδια η Κύπρος, που έπεσε στη Μεσόγειο!

image
Ουρανόπετρα η δωδέκατη γενιά
του Γιάννη Καλπούζου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο