[…] Θέλησα να αναδείξω τη ρωγμή που δίχασε την ελληνική κοινωνία στον Εμφύλιο και της οποίας τις καταστροφικές συνέπειες εξακολουθούμε να πληρώνουμε μέχρι σήμερα. Η ΡΩΓΜΗ δηλαδή συνεχίζεται ατάραχη και ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις σε άλλους τομείς […] ο Γιώργος Κακούρος, Μηχανολόγος μηχανικός – Γραμματέας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του πρώτου του μυθιστορήματος με τίτλο Η ρωγμή, των εκδόσεων Καστανιώτη.

Ads

Αν και άργησα πολύ να γράψω, είχα μανία με τα βιβλία και το διάβασμα από παιδί. Οφειλόταν μάλλον στις οικογενειακές καταβολές. Υπήρχαν πολλά βιβλία κάθε είδους στο σπίτι.

Διάβαζα τα κλασικά βιβλία γνωστών συγγραφέων για παιδιά και τα κλασσικά εικονογραφημένα αλλά και βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης για το πώς λειτουργούν τα διάφορα πράγματα, για το διάστημα και το σύμπαν, για τον ανθρώπινο οργανισμό, για τον κόσμο των φυτών και των ζώων και οτιδήποτε άλλο κινούσε το ενδιαφέρον μου.

Στα παιδικά μυθιστορήματα με εντυπωσίαζαν οι περιπέτειες των ηρώων και ένιωθα θαυμασμό για τους συγγραφείς που κατάφερναν να τις περιγράφουν τόσο παραστατικά και να μου δημιουργούν τέτοια έντονα συναισθήματα. Από τότε μου είχε δημιουργηθεί η επιθυμία να γράψω κι εγώ κάτι τέτοιο κάποτε. Ήταν μιας μορφής απωθημένο.

Ads

Στο γυμνάσιο αργότερα άρχισα να κρατάω σημειώσεις για θέματα και καταστάσεις που εύρισκα πως είχαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον: απόψεις και αισθήματα για ανθρώπους γύρω μου, επεισόδια και σκέψεις από τη σχολική μου ζωή, απόψεις για  γεγονότα που διάβαζα στις εφημερίδες ή έβλεπα στην τηλεόραση.

Η καταγραφή αυτή, ένα είδος ημερολογίου, ήταν μια ανάγκη για μένα, με χαλάρωνε από την ένταση του σχολείου και των μαθημάτων. Εξακολουθούσα βέβαια να διαβάζω στον ελεύθερο χρόνο μου. Μου άρεσε πολύ η ιστορία και, παρότι θετικής κατεύθυνσης, αφιέρωνα αρκετή ώρα διαβάζοντας ιστορικά θέματα.

Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τις ιστορίες της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου όταν μπήκα στους Μηχανολόγους του Πολυτεχνείου. Ήταν λίγο μετά τη μεταπολίτευση, εποχή έντονης πολιτικοποίησης στα Πανεπιστήμια. Άρχισαν να εμφανίζονται τότε βιβλία με μαρτυρίες αγωνιστών της Αριστεράς που είχαν φύγει στο τέλος του Εμφυλίου ως πολιτικοί πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες και επέστρεφαν μετά την πτώση της χούντας.

Μέσα στο κλίμα της πολιτικοποίησης άρχισα να διαβάζω τέτοια βιβλία μαρτυρίες μαζί με άλλα πιο θεωρητικά για ιδεολογίες και πολιτική. Το θέμα μου προξένησε μεγάλο ενδιαφέρον. Αναστατώθηκα από τη φρίκη της αδελφοκτόνας σφαγής και την πικρία των αγωνιστών που είδαν τον αγώνα τους να μη δικαιώνεται.

Στη διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής διάβασα αρκετά βιβλία με θέματα από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία: Επανάσταση του 1909, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή, Β’ Παγκόσμιος, Εθνική Αντίσταση, Δεκέμβρης 44, Εμφύλιος. Με ιδιαίτερη έμφαση στα τρία τελευταία.

Διαπίστωσα δε με έκπληξη, οδυνηρή βέβαια, πως δεν είχαμε διδαχτεί τίποτε απ’αυτά τα τόσο σημαντικά θέματα στο σχολικό μάθημα ιστορίας στη διάρκεια των έξι χρόνων του γυμνασίου. Ή ότι τα είχαμε διδαχτεί με τέτοιο τρόπο που δεν μου είχε μείνει καμιά ουσιαστική γνώση. Το κλίμα λοιπόν εκείνης της εποχής με επηρέασε καθοριστικά. Κατέγραφα σκέψεις και αισθήματα για όλα αυτά τα που διάβαζα. Άρχισα τότε να σκέφτομαι να γράψω ένα βιβλίο με θέμα μια ιστορία από τον Εμφύλιο.

Παρά την έξαψη που μου δημιούργησαν εκείνες οι μαρτυρίες και την ενασχόλησή μου με την πολιτική τότε, δεν έγραψα τίποτα. Έμειναν όμως χαραγμένα στο μυαλό μου.

Πήρα το πτυχίο μου από τους Μηχανολόγους το 1980. Συνέχισα για μεταπτυχιακά, έκανα οικογένεια, έπιασα δουλειά στη Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας το 1987.

Η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, ο σχεδιασμός ερευνητικής πολιτικής και η αξιολόγηση ερευνητικών προγραμμάτων με απορρόφησαν εντελώς. Η συγγραφή μου περιορίστηκε σε τεχνικά κείμενα και κείμενα πολιτικής σε θέματα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής συγγραφής έπεσε σε λήθαργο. 

Κι ύστερα ήρθαν τα έτη 1989, 1990 και 1991, χρονιές συνταρακτικών διεθνών γεγονότων που άλλαξαν τη μορφή του κόσμου όπως είχε διαμορφωθεί μισό αιώνα πρωτύτερα και όπως νομίζαμε πως θα μείνει για πάντα. Και ταυτόχρονα μια δραματική χρονιά για μένα και την οικογένειά μου. Ίσως λόγω των προσωπικών προβλημάτων έγινα πιο ευαίσθητος στα προβλήματα των άλλων.

Ξύπνησαν τα αισθήματα που με είχαν συνταράξει πριν 15 χρόνια διαβάζοντας για τον Εμφύλιο. Αναρωτιόμουν πώς να αισθάνονται τα εκατομμύρια κομμουνιστών σε ολόκληρο τον κόσμο, που είχαν χάσει τα πάντα για την ιδεολογία τους, όταν είδαν να καταρρέει έτσι άδοξα και απαξιωτικά η πρακτική εφαρμογή του σοσιαλισμού. Σκεφτόμουν ιδιαίτερα τους Έλληνες αγωνιστές του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού που βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, έχασαν οικογένειες, για ένα όραμα που διαψεύστηκε.

Προβληματιζόμουν από την άλλη αν πράγματι αισθάνονταν έτσι ή αν πίστευαν πως ο αγώνας τους άξιζε τελικά τον κόπο έστω και με αυτή την εξέλιξη.  Αλλά και η ελληνική κοινωνία έδειχνε να καταρρέει εκείνη την εποχή: συνεχείς απεργίες, ταραχές στην εκπαίδευση, καθημερινά συλλαλητήρια, δολοφονία Τεμπονέρα, απογοήτευση του κόσμου, αδιαφορία της πολιτείας.

Κατάσταση με μεγάλες ομοιότητες με τη σημερινή. Ούτε όμως τότε έγραψα για όλα αυτά που σκεφτόμουν τόσο έντονα. Εγκαταστάθηκαν όμως μέσα στο μυαλό μου πολύ πιο συνειδητά κι άρχισε να δουλεύει η ανάγκη της συγγραφής. Ήταν διαρκώς στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Διαρκώς μεγάλωνε και πίεζε για να εκτονωθεί.
 
Το 1999 πήγα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Εκεί διαπίστωσα κάτι που δεν το είχα παρατηρήσει σαν φοιτητής:

ένα μεγάλο τμήμα των φοιτητών ήταν αμέτοχο στην ενεργά κοινωνική φοιτητική ζωή, δηλαδή στην υποβολή αιτημάτων για βελτίωση των σπουδών, στη συλλογική διεκδίκηση δικαιωμάτων για καλύτερες συνθήκες φοιτητικής ζωής, στη συνεργασία με συμφοιτητές και συμφοιτήτριες για την επίτευξη κοινών φοιτητικών στόχων. Δεν αναφέρομαι βέβαια στην παρακολούθηση των μαθημάτων και στη γενικότερη συνέπεια στις εκπαιδευτικές τους υποχρεώσεις.

Κι ήταν ένα τμήμα μόνο των φοιτητών, πολιτικοποιημένο και δυναμικό όμως, που είχε αναλάβει αυτό το ρόλο. Αρκετές δε φορές, οι απόψεις αυτού του τμήματος ερχόταν σε αντίθεση με αυτές του  άλλου, του σιωπηλού το οποίο μπορεί και να ήταν μεγαλύτερο.

Προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που έκανε πολλούς νέους, έξυπνους και μορφωμένους κατά τα άλλα, αδιάφορους στο κοινωνικό γίγνεσθαι του Πανεπιστημίου; Έφταιγαν οι οικογενειακές τους καταβολές; Ή ότι θεωρούσαν πως τέτοιοι αγώνες ήταν εκ των προτέρων χαμένοι και δεν θα είχαν αποτέλεσμα; Ή φοβούνταν πως οι άλλοι, οι πιο δυναμικοί, θα τους καπέλωναν και συνεπώς δεν θα ήταν τα δικά τους αιτήματα που θα προωθούνταν; Ή ήταν απορροφημένοι από το life style;

Μήπως το ότι έβλεπαν το Πανεπιστήμιο απλά σαν ένα μέσο να τους δώσει ένα πτυχίο που θα τους βοηθήσει να βγάλουν λεφτά; Κι όταν έβγαιναν αργότερα στην αγορά εργασίας, που θα ήταν πια όλη τους η ζωή κι όχι απλά ένας σταθμός όπως ίσως θεωρούσαν το πανεπιστήμιο, θα άλλαζαν;

θα γίνονταν πιο συνειδητοποιημένοι; θα διεκδικούσαν πιο δυναμικά τα δικαιώματά τους; Τον προβληματισμό αυτό τον αξιοποίησα αργότερα στο βιβλίο γιατί έκανα τον νεαρό ήρωα, στην αρχή τουλάχιστον, απολιτίκ. 

Είχα στο μεταξύ την τρομερή τύχη να γνωρίσω μια κυρία που είχε πάρει μέρος στον Εμφύλιο με τον Δημοκρατικό Στρατό.

Μου περιέγραψε πολλά περιστατικά από τις προσωπικές της εμπειρίες, τόσο από τον Εμφύλιο όσο και μετά από τη ζωή και τις δυσκολίες των πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη, με τρομερή δύναμη και νεανικό πάθος. Οι διηγήσεις της με συγκλόνισαν.

Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να τα κάνω όλα αυτά γνωστά στον κόσμο. Κι από την άλλη είχα μια ανησυχία μήπως δεν καταφέρω να τα αποδώσω με την ένταση και τη φλόγα που μου τα αφηγήθηκε εκείνη. Η επαφή μαζί της πάντως ενεργοποίησε ξανά το ενδιαφέρον μου για την περίοδο εκείνη.

Διάβασα ξανά μερικά από τα βιβλία που είχα διαβάσει παλιά, εκείνα που είχα θεωρήσει πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα, αλλά και πολλά καινούργια σχετικής θεματολογίας, σαφώς πιο αντικειμενικά και αποστασιοποιημένα δεδομένου ότι είχε περάσει αρκετός χρόνος από τότε.

Ακόμα κι αυτά όμως έφεραν το ιδεολογικό φορτίο της πλευράς απ’όπου ο συγγραφέας προερχόταν, πολύ μικρότερης έντασης βέβαια συγκριτικά με τα παλαιότερα.

Έχουν περάσει περισσότερα από εξήντα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου αλλά το θέμα εξακολουθεί να είναι φορτισμένο. Και χωρίς να είμαι ιστορικός για να μπορώ να πω ότι η εκτίμησή μου βασίζεται σε επιστημονική έρευνα, έχω την αίσθηση ότι το θέμα δεν έχει αποφορτισθεί επειδή δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα αντικειμενική μελέτη και ανάλυσή του ούτε και αποτίμηση των συνεπειών του.

Περί τα μέσα του 2007 όλα αυτά που σκεφτόμουν και διάβαζα τόσα χρόνια είχαν γίνει τόσο πυκνά μέσα στο κεφάλι μου που με απασχολούσαν διαρκώς. Συνειδητοποίησα πως δεν είχα πια καμιά δικαιολογία να αναβάλλω τη συγγραφή. Αποφάσισα πως ήρθε η στιγμή. Συγκέντρωσα και αποδελτίωσα σχετικό υλικό για κανένα εξάμηνο και άρχισα να γράφω στις αρχές του 2008. 

Μου πήρε περίπου τρία χρόνια να ολοκληρώσω (γράψιμο και τελικές διορθώσεις) το κείμενο. Είχα δυσκολία, στην αρχή κυρίως, να προσαρμοστώ στην απαίτηση αυστηρής οργάνωσης του υλικού και λιτής γραφής. Κι αυτό παρά την προηγούμενη απασχόληση και εμπειρία μου στη σύνταξη τεχνικών κειμένων που από τη φύση τους είναι λιτά και δομημένα. Όμως η γραφή του λογοτεχνικού κειμένου είχε πολύ διαφορετικές απαιτήσεις.

Δυσκολευόμουν συχνά, ιδίως σε τμήματα όπου είχα συγκεντρώσει πολύ και ενδιαφέρον υλικό (τόσο από προσωπικές μαρτυρίες όσο και από τη βιβλιογραφία) στη διαχείριση και την επιλογή: τι να εντάξω στο κείμενο και τι όχι.

Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καθυστερώ και να κάνω πολλές διορθώσεις. Έτσι, από ένα σημείο κι ύστερα, έγινα πιο αποφασιστικός στο τι από την αρχή επέλεγα να γράψω και τι όχι.

Συμπερασματικά, η συγγραφή αυτού του πρώτου βιβλίου ήταν για μένα μια επώδυνη διαδικασία που όταν όμως κατάφερα και την ολοκλήρωσα αισθάνθηκα κυριολεκτικά λυτρωμένος.

Έμπνευση για την ιστορία μου ήταν όλα αυτά που ανέφερα παραπάνω. Θέλησα να αναδείξω τη ρωγμή που δίχασε την ελληνική κοινωνία στον Εμφύλιο και της οποίας τις καταστροφικές συνέπειες εξακολουθούμε να πληρώνουμε μέχρι σήμερα. Η ΡΩΓΜΗ δηλαδή συνεχίζεται ατάραχη και ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις σε άλλους τομείς.

Το βιβλίο παρακολουθεί τη ζωή τριών γενιών μιας ελληνικής οικογένειας στη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Τα μέλη της προσπαθούν, το καθένα με το δικό του τρόπο, να αντιμετωπίσουν προσωπικά προβλήματα και κοινωνικά γεγονότα. Κι αυτά που ζουν κι αισθάνονται ενεργοποιούν νοητές αναδρομές σε σημαντικά γεγονότα, προσωπικά και κοινωνικά, του παρελθόντος τους.

Μέσα από τη ζωή και τις περιπέτειες τους θέλησα να παρουσιάσω τις επιπτώσεις των γεγονότων αυτών στην ελληνική κοινωνία.

Επιδίωξή μου ήταν επίσης να φανεί το πώς η πολιτική στράτευση για μια καλύτερη κοινωνία συγκρούεται με την βασική επιθυμία του ανθρώπου για μια ήσυχη και ειρηνική ζωή και ότι η σύγκρουση αυτή οδηγεί σε πολλαπλές ρωγμές, προσωπικές και συλλογικές. Στις περιπέτειες αυτής της οικογένειας προσπάθησα ουσιαστικά να αποτυπώσω την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας όπως την αντιλήφθηκα από τις ζωντανές και βιβλιογραφικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα που τη διαμόρφωσαν.-

image
Ο Γιώργος Κακούρος γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Πήρε πτυχίο μηχανολόγου μηχανικού του ΕΜΠ το 1980 και διδακτορικό δίπλωμα της Ecole Centrale στη Λυών Γαλλίας το 1984 στη ρευστομηχανική.

Το διάστημα 1987-1998 εργάσθηκε στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας ως ειδικός επιστημονικός συνεργάτης με αντικείμενο τον σχεδιασμό και την υλοποίηση εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων και την αξιολόγηση τεχνολογικών ερευνητικών έργων.

Από το 1999 μέχρι σήμερα εργάζεται στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) ως γραμματέας του Πανεπιστημίου. Επιπλέον, διδάσκει μαθήματα σχετικά με τη διαχείριση τεχνολογίας και καινοτομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο.