[…] Στα βιβλία, όπως και στη ζωή, στην αρχή σε απασχολούν η ομορφιά και η επιφάνεια (επίφαση), όσο περνούν τα χρόνια και τα νιάτα ξεθωριάζουν ψάχνεις πίσω από τις γραμμές για τις αιτίες των πραγμάτων. Σαν τα θαλασσινά νερά: Το καλοκαίρι καθρεφτίζονται τα σκάφη και οι μορφές αυτών που σκύβουν πάνω τους ακέριες, όταν όμως φουρτουνιάσουν, θρυμματίζονται οι εικόνες, ανεβαίνουν από τον πυθμένα φύκια και τα κύματα ξεβράζουν στις ακτές συντρίμμια ξεχασμένων ναυαγίων.” Ο συγγραφέας Δημήτρης Μίγγας, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη για το tvxs.gr, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του τελευταίου του μυθιστορήματος: Πλωτά νησιά.

Ads

Όλα ξεκίνησαν από την αγάπη μου για τη θάλασσα. Γεννήθηκα σε έναν τόπο παραθαλάσσιο και το υγρό στοιχείο σφράγισε –θα έλεγα μούλιασε– τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, καθώς και τα όνειρά μου. Έζησα χρόνια δίπλα της, ψάρεψα, κολύμπησα, ταξίδεψα, τη λάτρεψα και τη σέβομαι, όπως καθένας που την αγαπά και τη φοβάται.

Πλωτά Νησιά είναι ένα βιβλίο που αναφέρεται στο ταξίδι τριών φίλων από την Πύλο (κωμόπολη στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, το ιστορικό Ναβαρίνο), από την ευρύτερη περιοχή της οποίας και κατάγομαι, προς το νησιωτικό σύμπλεγμα των Στροφάδων (νότια της Ζακύνθου). Έχω πραγματοποιήσει αρκετές φορές το συγκεκριμένο ταξίδι.

Η ιδέα για τη δημιουργία αυτού του βιβλίου υπήρχε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90· μέχρι τότε είχα εκδώσει μόνο την ποιητική μου συλλογή, και αρχικά γράφτηκε ως διήγημα. Το συμπεριέλαβα μάλιστα, με τον τίτλο Εκδρομή μαζί με άλλες δυο νουβέλες, στην πρώτη προσπάθεια που έκανα να εκδώσω τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο: Των κεκοιμημένων.

Ads

Έστειλα τα κείμενα σε αρκετούς εκδότες. Απορρίφθηκαν. Ένας, ωστόσο, από αυτούς, που δεν υπάρχει πια ανάμεσά μας, είχε την καλοσύνη να συνοδεύσει την απάντησή του με μια εκτενή επιστολή. Εκεί εκτιμούσε πως το πρώτο από τα διηγήματα ήταν αρκετά καλό, χαρακτήριζε το δεύτερο αδύναμο και σημείωνε για το τρίτο πως ασφυκτιά μέσα στα στενά πλαίσια ενός διηγήματος.

Με προβλημάτισαν οι συμβουλές του. Τελικά κράτησα το πρώτο στην οριστική έκδοση Των κεκοιμημένων, έριξα στο βάθος του συρταριού μου το δεύτερο και κράτησα το τελευταίο, την Εκδρομή, για να το δουλέψω συστηματικά στο μέλλον.

Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου προς τα Πλωτά Νησιά, που δεν είναι άλλα από τις Στροφάδες νήσους ή κοινώς Στροφάδια. Σύμφωνα με τις εγκυκλοπαίδειες πρόκειται για μικρά νησιά απομονωμένα, ακατοίκητα, νότια της Ζακύνθου, τριάντα περίπου μίλια ανοιχτά από τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου.

Το μεγαλύτερο ονομάζεται Μεγάλο Στροφάδι ή Σταμφάνη και το μικρότερο Μικρό Στροφάδι, Άρπυια, Αρπίνα ή Αρπνιά. Οι αρχαίοι τα ονόμαζαν Πλωτά Νησιά, επειδή, λόγω του χαμηλού υψομέτρου, από μακριά φαίνονται σαν να επιπλέουν. Νησιά επίπεδα με πλούσια βλάστηση.

Τα μοναδικά κτίσματα είναι μια βυζαντινή μονή (που φροντίζει πια ένας, μοναχικός, καλόγερος) κτισμένη τον 13ο αιώνα στο ανατολικό μέρος του Μεγάλου νησιού και από το 1829 ο φάρος στο δυτικό ακρωτήριο, 38,7 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού.

Σε όλα μου τα βιβλία πασχίζω να συνταιριάξω τη φαντασία με την πραγματικότητα, το όνειρο με την κανονική ζωή, τη ζωή με το θάνατο. Προσπαθώ γράφοντας να τοποθετήσω τον πήχη ψηλά και μετά επιχειρώ να τον ξεπεράσω.

Σίγουρα δεν το κατορθώνω πάντα, ωστόσο μια τέτοια μείξη και συνύπαρξη αντιθέτων καταστάσεων είναι εφικτή στη λογοτεχνία και ίσως αυτό την καθιστά ελκυστική στον αναγνώστη.

Στα Πλωτά Νησιά θέλησα να φέρω σε αντιπαράθεση την πραγματικότητα που βιώνουν οι ήρωες στη καθημερινότητά τους με την μυθιστορηματική πραγματικότητα.

Κατά κανόνα οι συγγραφείς μεταφέρουν στα γραφτά τους μια εμπειρία μεταπλάθοντας γεγονότα ιστορικά, πραγματικά ή φανταστικά.

Ωστόσο κάποιος από τους ήρωες του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, αφού πρώτα εκδώσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, στο οποίο περιγράφει το θαλασσινό ταξίδι τριών ανδρών από το Ναβαρίνο προς το νησιωτικό σύμπλεγμα των Στροφάδων, προσπαθεί έπειτα να προσαρμόσει την πραγματικότητα στα μέτρα των κειμένων του. Οργανώνει, λοιπόν, μια νυχτερινή κρουαζιέρα με τον ίδιο προορισμό και συνοδούς δυο αδελφικούς φίλους του.

Η εξιστόρηση της εκδρομής με τη βοήθεια των λογοτεχνικών υπερβάσεων και τεχνικών απέχει προφανώς από την εμπειρία που βιώνουν. Η ανάγνωση του βιβλίου όμως (μέσα στη νύχτα και στη θάλασσα) επηρεάζει τους ανυποψίαστους συνταξιδιώτες, ειδικά μάλιστα, όταν διαπιστώνουν κοινά στοιχεία με τους αντίστοιχους χαρακτήρες των κειμένων και συνειδητοποιούν ότι ο φίλος τους συγγραφέας επιδιώκει να τους αποσπάσει από τον αισθητό κόσμο παρασύροντάς τους με την τέχνη του.

Στο τέλος του ταξιδιού αποβιβάζονται στη στεριά, ωστόσο σταδιακά διαπιστώνουν πως δεν πρόκειται ακριβώς για τον τόπο που θυμούνταν από προηγούμενες επισκέψεις και προσδοκούσαν να αντικρίσουν. Ξεμπαρκάρουν σε ένα νησί που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και την λογοτεχνική αναπαράστασή της, παλινδρομούν από το παρόν στο παρελθόν και από τον ρεαλισμό στο όνειρο.

Όλα όσα αναφέρονται στο μυθιστόρημα: πορεία, αγκυροβόλια, ξέρες, ψαρότοποι, φάρος, κτίσματα των νησιών, ο μοναχικός καλόγερος είναι πραγματικά. Επάνω στον ρεαλιστικό καμβά προστέθηκε η μυθοπλασία.

Το βιβλίο αυτό με απασχολούσε κατά περιόδους από το 1998 μέχρι το 2012. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων βέβαια γράφτηκαν και εκδόθηκαν και τα υπόλοιπα βιβλία μου, ωστόσο, κάθε φορά που κάποιο από εκείνα έφτανε σε αδιέξοδο ή ολοκληρωνόταν, ταξίδευα στα Πλωτά Νησιά μου.

Το προηγούμενο μου μυθιστόρημα, Τηλέμαχου Οδύσσεια, εκδόθηκε το 2007, έπειτα ακολούθησε ένα μεγάλο διάστημα συγγραφικής απορίας και παρασύρθηκα –εξαιτίας υποκειμενικών αδυναμιών και αντικειμενικών καταστάσεων– στη δίνη της απογοήτευσης και της παραίτησης. Συμβιβάστηκα τότε με την ιδέα πως το ταξίδι μου στο χώρο της λογοτεχνίας ενδεχομένως να είχε τελειώσει.

Μόλις όμως κύλησαν κάποιοι μήνες αποχής από τη διαδικασία της γραφής, ένιωθα σαν ακρωτηριασμένος, μισερός άνθρωπος. Διαπίστωσα σταδιακά πως δε θα μπορούσα να ζήσω ισορροπημένα δίχως να γράφω και επέστρεψα στα Νησιά μου. Συνειδητοποίησα πως οι ώρες της δημιουργίας σε αποζημιώνουν προκαταβολικά και δεν τις ανταλλάσσω με τίποτα.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο δεκατέσσερις φορές. Σε κάθε εκδοχή προσέθετα ή αφαιρούσα κεφάλαια, αρχικά μεγάλωνε και προς το τέλος μίκραινε, αναδιέτασσα την ύλη, απομάκρυνα με πόνο ψυχής επεισόδια που αγαπούσα και τους είχα αφιερώσει πολλές ώρες, αλλά δεν βοηθούσαν στην εξέλιξη του μύθου, ενσωμάτωνα όση πείρα είχα αποκτήσει από τα υπόλοιπα κείμενά μου και κάποτε ένιωσα πως έχει, τουλάχιστον κατά την κρίση μου, ολοκληρωθεί.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι συγγραφείς, όσα βιβλία και να εκδώσουν, γράφουν πάντα την ίδια ιστορία σε διαφορετικές εκδοχές. Κατασκευάζουν το σύμπαν τους για να επιβιώσουν ως γραφιάδες. Ένα θαλασσινό ταξίδι (στην συγκεκριμένη περίπτωση), η επιστροφή, ο έρωτας, ένας πρόωρα χαμένος σύντροφος της εφηβείας (ο οποίος ενδεχομένως να μην έζησε ποτέ) που όμως απομακρύνεται κρατώντας πεισματικά τα χρόνια της αθωότητας τα οποία δεν είναι πάντα άδολα.

Σε κάθε εκδοχή γράφοντας αναμετρώνται με τα πράγματα (γεγονότα, καταστάσεις, πάθη) από διαφορετικό οπτικό και χρονικό σημείο και νιώθουν την ανάγκη να αποκαλύψουν κάτι που η αφέλειά τους να το αποκρύψουν τους απέτρεπε στο παρελθόν από το να μοχθήσουν αναζητώντας τα όρια της όποιας τέχνης είχαν κατακτήσει. Περνούν τα χρόνια κι οι διαθέσιμες σελίδες λιγοστεύουν.

Τα περιθώρια στενεύουν και οι λέξεις αντιστέκονται. Δεν θα υπάρξουν πολλές ανέφελες μέρες και τα επόμενα βιβλία αμφίβολα και άδηλα. Και τότε συνειδητοποιούν ότι το αψεγάδιαστο κείμενο, που προσδοκούσαν πως θα δικαιώσει αυτούς και τις κατά καιρούς επιλογές τους, απομακρύνεται, αποτραβιέται όπως ο θαλασσινός ορίζοντας, όταν πλέει κάποιος μεσοπέλαγα..

Στα βιβλία, όπως και στη ζωή, στην αρχή σε απασχολούν η ομορφιά και η επιφάνεια (επίφαση), όσο περνούν τα χρόνια και τα νιάτα ξεθωριάζουν ψάχνεις πίσω από τις γραμμές για τις αιτίες των πραγμάτων. Σαν τα θαλασσινά νερά: Το καλοκαίρι καθρεφτίζονται τα σκάφη και οι μορφές αυτών που σκύβουν πάνω τους ακέριες, όταν όμως φουρτουνιάσουν, θρυμματίζονται οι εικόνες, ανεβαίνουν από τον πυθμένα φύκια και τα κύματα ξεβράζουν στις ακτές συντρίμμια ξεχασμένων ναυαγίων.-

image

info
To τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μίγγα, τα Πλωτά Νησιά (2012) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Πρόκειται για το 7ο βιβλίο του.

Έχουν προηγηθεί: η ποιητική συλλογή Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα (1995), από τις εκδόσεις Εντευκτηρίου, η συλλογή διηγημάτων Των κεκοιμημένων (1999) και το μυθιστόρημα Σπάνια χιονίζει στα νησιά (2001) από τις εκδόσεις Πόλις. η συλλογή διηγημάτων Της Σαλονίκης μοναχά… (2003) και τα μυθιστορήματα Στα ψέματα παίζαμε! (2005) και Τηλέμαχου Οδύσσεια (2007) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.