O Πάνος Ζέρβας αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου του: Σημειώσεις για τον Εμφύλιο, Τόμος Α’. Αντίσταση και κατοχικός Εμφύλιος 1941-1944, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

Ads

«Μετά από αρκετά χρόνια ενασχόλησης με τη δεκαετία του 1940, και ειδικότερα με την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, είχα συγκεντρώσει ένα σημαντικό σε όγκο πρωτογενές υλικό, καθώς εξαρχής με ενδιέφερε όχι μία πτυχή, ας πούμε η ιστορική, αλλά και η λογοτεχνία, το τραγούδι, το θέατρο, τα εικαστικά της περιόδου. Με ενδιέφεραν επίσης οι ιστορίες των προσώπων που πήραν μέρος, αλλά και η σύγχρονη διαχείριση της μνήμης της Αντίστασης και του Εμφυλίου στο δημόσιο λόγο και στους δημόσιους χώρους.

Ακόμα, οι προηγούμενες δεκαετίες οι οποίες προετοίμαζαν το έδαφος για όσα συνέβησαν τη δεκαετία του 1940, αλλά και τι συνέβη ως συνέπεια και πολιτικό παράγωγο στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ως τη Μεταπολίτευση. Επίσης, τι έγινε με τις μειονότητες στην Ελλάδα (Εβραίοι, Σλαβομακεδόνες, Βλάχοι, Τσάμηδες, Μουσουλμάνοι, Ρομά, Μάρτυρες του Ιεχωβά), αλλά και τι χαρακτηριστικά πήραν η αντίσταση και ο εμφύλιος στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Κάποια στιγμή άρχισε να ωριμάζει η ιδέα ότι όλο αυτό έπρεπε να καταλήξει σε έντυπη έκδοση. Στην αρχή σκέφτηκα να κάνω συλλογές όσων είχα ήδη γράψει, ανά θεματική ενότητα. Μια άλλη εκδοχή, την οποία επεξεργάστηκα συστηματικά ως προς το ύφος, ήταν η δημιουργία ενός είδους μυθιστορήματος, όπου παράλληλα με τη σύγχρονη εξέλιξή του γινόταν και η αφήγηση για το παρελθόν. Αυτή η ιδέα κατέληξε στη συγγραφή πολλών εκατοντάδων σελίδων, οι οποίες όμως δεν ήταν μυθιστόρημα.
Αναζήτησα λοιπόν κάτι πιο λειτουργικό και κατέληξα ότι αυτό που ταίριαζε καλύτερα θα ήταν μια παραδοσιακή πραγματεία, γραμμένη χωρίς τις αυστηρές ακαδημαϊκές προδιαγραφές (για την ακρίβεια χωρίς αυτές να βαραίνουν τον αναγνώστη). Σε στυλ προφορικού λόγου, γιατί ήθελα αυτά που έγραφα να διαβαστούν από το ευρύ αναγνωστικό κοινό και ιδιαίτερα από τους νέους.

Ads

Έτσι προέκυψε ο πρώτος τόμος των «Σημειώσεων για τον Εμφύλιο».

Ο πρώτος εκδοτικός οίκος στον οποίο απευθύνθηκα ήταν το ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, ο οποίος είπε αμέσως «ναι», αλλά με όχι περισσότερες από 100 χιλιάδες λέξεις. Αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα γιατί είχα χρησιμοποιήσει 230 χιλιάδες. Εξασκήθηκα λοιπόν στο άθλημα των περικοπών, που είχα λησμονήσει στα χρόνια του blogging. Ακολούθησε μια γόνιμη συνεργασία με την επιμελήτρια Ελένη Κοτσυφού, και οι 100 χιλιάδες λέξεις έφτασαν στο τυπογραφείο, με την προσθήκη ενός 16σέλιδου με ζωγραφικούς πίνακες, σκίτσα, χαρακτικά, κλπ., που έγιναν τότε ή αναφέρονταν σε εκείνη την εποχή. 

Οι «Σημειώσεις για τον Εμφύλιο» κυκλοφόρησαν σε μία περίοδο που ο κορονοϊός περιόρισε σημαντικά τις ευκαιρίες για παρουσίασή τους, κάτι που φαντάζομαι ότι θα διορθωθεί σύντομα. Από τότε έχουν δεχτεί αρκετά εγκωμιαστικά σχόλια, αλλά ακόμα δεν έχει γίνει αυτό που θεωρώ ακόμα πιο σημαντικό, μια συζήτηση πάνω στα θέματα που διαπραγματεύεται το βιβλίο.

Βλέποντας ξανά το κείμενο με κάποια χρονική απόσταση, διαπιστώνω ότι ξέφυγαν αρκετά λαθάκια, παρά το ανελέητο κυνηγητό που τους κάναμε.
Νομίζω όμως ότι το βιβλίο πέτυχε το βασικό του στόχο:

  • Να ξεμπερδέψει το κουβάρι (τη σπαζοκεφαλιά) των τεσσάρων χρονών της Κατοχής, της Αντίστασης και των εμφύλιων συγκρούσεων εκείνης της περιόδου.
  • Να παρουσιάσει στον αναγνώστη τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, τις ομάδες, τις οργανώσεις και τα πρόσωπα που είχαν σημαντικό ρόλο.
  • Να έχει μια ισόρροπη αφήγηση όπου θα φωτίζεται η μάλλον υποτιμημένη σημασία των γεγονότων στη Μέση Ανατολή, όπου ουσιαστικά δημιουργήθηκε η ενιαία αντιεαμική παράταξη, η οποία διάρκεσε ως το τέλος του Εμφυλίου, στα 1949.
  • Να παρουσιάσει τον κόσμο της Αντίστασης αλλά και του δοσιλογισμού.
  • Να αναδείξει την προσπάθεια, αλλά και τις αδυναμίες του πολιτικού κόσμου, τόσο του “αστικού”, όσο και του Εαμικού.
  • Να επισημάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Βρετανών και τον αφανή και έμμεσο αλλά εξίσου καθοριστικό των Σοβιετικών. Τέλος, να δώσει μια ψύχραιμη αποτίμηση για την περίοδο της Κατοχής, μακριά από δαιμονολογίες και προκατασκευασμένα συμπεράσματα.

Φυσικά, ο τελευταίος λόγος είναι πάντοτε του αναγνώστη».

image

Πάνος Ζέρβας, Σημειώσεις για τον Εμφύλιο, Τόμος Α’. Αντίσταση και κατοχικός Εμφύλιος 1941-1944.
Πρόλογος: Ήρκος Αποστολίδης. Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2021.

Απόσπασμα από τον ΕΠΙΛΟΓΟ, σ. 283-4:

«Αντίθετα με την Πολωνία, ή τη Γαλλία, στην Ελλάδα δεν υπήρξε δημιουργία αντίστασης μέσα από τις ηγεσίες ή κάποια σημαντικά στελέχη του προϋπάρχοντος κράτους ή του στρατού. Ο Κανελλόπουλος, που καθοδήγησε πολιτικά την ΠΕΑΝ δεν ήταν παρά ένας καθηγητής, πολιτικός εξόριστος, ως την έναρξη του πολέμου. Ο Ζέρβας, ο οποίος δημιούργησε τον ΕΔΕΣ ήταν ένας απότακτος αντισυνταγματάρχης από το 1935. Αν εξαιρέσουμε την Κρήτη, αυτοί οι δύο ήταν οι μοναδικές αναλαμπές των πρώτων χρόνων, με κάποια εμβέλεια, που δεν προέρχονταν από την Αριστερά. Η εμβέλειά τους παρέμεινε περιορισμένη, ακριβώς επειδή ήταν στο περιθώριο, χωρίς προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό ή έστω αποδοχή από την πολιτική ελίτ της Αθήνας. Ο κρατικός μηχανισμός πέρασε στην υπηρεσία των κατακτητών μέσω του Τσολάκογλου. Η νόμιμη πολιτική ηγεσία της χώρας είχε φύγει μακριά και η στρατιωτική ηγεσία συνεργάστηκε με τους κατακτητές, είτε έμεινε απολύτως αδρανής. Υπήρξε μεγάλη ανάγκη οργάνωσης και ηγεσίας των μαζών, που έπρεπε να παλέψουν για την ίδια τους την επιβίωση. Αυτό το κενό κάλυψε το ΕΑΜ.

Το ΕΑΜ ξεκίνησε από το πιο βαθύ περιθώριο: το δημιούργησαν οι κομμουνιστές. Αργότερα υπήρξαν κι άλλες αντιστασιακές δυνάμεις, όπως η ΕΚΚΑ με το 5/42 και ο Ελληνικός Στρατός. Δημιουργήθηκαν, αλλά δεν αναπτύχθηκαν. Δεν ήταν μαζικά λαϊκά αντιστασιακά κινήματα, αλλά ένοπλα σώματα με εξασφαλισμένο εξοπλισμό από τους Βρετανούς και ξεκάθαρη πολιτική στόχευση: είτε να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στο ΕΑΜ, είτε να καταπολεμήσουν άμεσα το ΕΑΜ. Μεγάλη εξαίρεση ήταν εξαρχής ο ΕΔΕΣ, στην περιορισμένη περιοχή της Ηπείρου. Αλλά ο Ζέρβας δεν έγινε ποτέ αποδεκτός, ως βασικό σημείο αναφοράς της μη Εαμικής Αντίστασης. 

Η Αντίσταση συνέχισε, από το 1943 και μετά, με παράλληλο εσωτερικό εμφύλιο. Αν δεν υπήρχε ο εσωτερικός εμφύλιος θα είχε πετύχει πολύ περισσότερα. Ίσως, απίστευτα πράγματα. Αλλά ακόμα και έτσι, η συμβολή της στον μεγάλο πόλεμο κατά του Άξονα ήταν σημαντική. Όχι καθοριστική στη μεγάλη εικόνα, αλλά σημαντική. Καθοριστική ήταν για την ίδια την Ελλάδα, όπου η πρώτη επιτυχία της Αντίστασης ήταν η έμπρακτη αμφισβήτηση της γερμανικής Νέας Ευρώπης, με κάθε τρόπο. Ήταν μία κρίσιμη πολιτική νίκη, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτε περισσότερο από κατασκοπεία και  κάποια σαμποτάζ.  Χωρίς αυτήν, δεκάδες, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες θα πήγαιναν στη Γερμανία, με το πρόγραμμα της πολιτικής επιστράτευσης για υποχρεωτική εργασία και ένας αριθμός Ελλήνων θα πολεμούσε στο πλευρό της Βέρμαχτ και των Ες Ες στο Ανατολικό Μέτωπο. Τίποτε από τα δύο δεν συνέβη και αυτό οφειλόταν αποκλειστικά στην πεισματική και θαρραλέα Αντίσταση του ελληνικού λαού. Όπως και η ματαίωση επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στην υπόλοιπη Μακεδονία και η συντριβή της απόπειρας για δημιουργία κρατιδίου των Βλάχων. Αυτά τα επιτεύγματα ήταν συλλογικά, οι οργανώσεις της Αντίστασης συνέβαλαν ανάλογα με τη δύναμη και την εμβέλειά τους.»