Το εξώφυλλο ενός βιβλίου συνιστά κρίσιμο ζήτημα. Κάπως έτσι, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο ή να μην του προσδώσει μια ξεχωριστή ταυτότητα το εξώφυλλο του θεατρικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, διά χειρός δύο νέων ηθοποιών και δημιουργών. Ο Γιώργος Γαλίτης με το εκφραστικό του σκίτσο, κατορθώνει να παρουσιάσει πυκνό μα διαυγές και εξόχως αντιπροσωπευτικό, το περιεχόμενο ενός ξεχωριστού και τολμηρού βιβλίου. Ξεχωριστού για την αμεσότητα των εκφράσεων, την επικαιρότητα του ύφους, την αποτύπωση των ειδικών, ψυχολογικών χαρακτηριστικών που στην εποχή μας καθιστά πράξη εμπορική, ακόμη και τη σχέση μας με τον Θεό.

Ads

Οι Μαρία Λαφτσίδου και Μιχάλης Δαρνάκης συνυπογράφουν τους «Εκκλησιάζοντες», μια κωμωδία του καιρού μας, ένα έργο με σαφείς αναγωγές στην αριστοφανική κληρονομιά. Η σχέση κράτους και εκκλησίας, απαλλαγμένη από κάθε μεγάλη ιδέα από εκείνες που έθεσαν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης αυτήν την συγκρουσιακή σχέση αλλά επικεντρωμένη στην εμπορική διάσταση μιας εποχής, ικανής να γεννήσει έναν όρο της τάξεως του «πληθωρισμός απληστίας», όπως επαναλαμβάνει με στόμφο κάποιος εκφωνητής με ταυτόχρονα πλάνα από το Κοινοβούλιο.

Την έκδοση προλογίζουν τα σημειώματα των Μάνου Δρακωνάκη, Chief Executive Officer και του υποψήφιου δημάρχου Θεσσαλονίκης Άκη Σακισλόγλου. Δυο σημειώματα με ειδικό βάρος που επιβεβαιώνουν τόσο την αξία του κειμένου, όσο και την ευστοχία με την οποία θέτει στο στόχαστρο του τη διάσταση που ορισμένες φορές λαμβάνει μια σχέση αντιφατική, όπως αυτή της Εκκλησίας με το Κράτος. Και στις δύο αναφορές, θα αναδειχτεί ακριβώς αυτή η οπτική για μια εποχή που εύκολα καθιερώνει δόγματα και με τον μανδύα του -μετά καλύπτει επιτυχημένα τον συντηρητισμό και τον κυνισμό της, δυο δυνάμεις αξεχώριστες, δυο από τα σπάνια «χαρίσματα» της απολύτως λογικής και επιφανειακής εποχής μας. Με το πρόσχημα του Θεού οι μεν και με τη φιλοδοξία της εξουσίας να κυριαρχεί στις πράξεις και τις συναλλαγές των πολιτικών, οι ήρωες αυτού του βιβλίου – που μόνο τέτοιοι δεν είναι – βρίσκουν ένα κοινό μονοπάτι για να επαληθεύσουν τον κανόνα του κέρδους που δεν παραζαλίζεται μήτε από τα θυμιατήρια, μηδέ από τις πομπώδεις εξαγγελίες υπέρ της δημοκρατίας και της ανεξαρτησίας στην προάσπιση των συμφερόντων του γενικού καλού.

Ads

Ο δημοσιογράφος Ιάσονας Μπάντιος φροντίζει με το επίμετρο του να καταστήσει σαφή και ευδιάκριτη μια άλλη όψη της σχέσης αυτής. «Εκκλησία και Ακροδεξιά» τιτλοφορείται το κείμενο που κλείνει την έξοχη έκδοση από το Βακχικόν και δίχως περιστροφές διατυπώνει μερικές σκέψεις για τους διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους του Θεού και τις ακραίες, λαϊκές δυνάμεις που δεν παύουν, με επιχείρημα τους κάτι τρίπτυχα παλιά και ξεθωριασμένα να στερεώσουν την πιο οικεία μας κουλτούρα. Αυτή που θέλει το χρήμα στη θέση του τιμώμενου προσώπου, του ίδιου που αναδεικνύει σε οσιομάρτυρα τον Παγκάριο του βιβλίου και αποκαλύπτει γλαφυρά τη σχέση ανάμεσα στους πολιτικούς εκπροσώπους και εκείνους που αυτόκλητα αναλαμβάνουν τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον θεό του. Τομείς που διαφεύγουν του αντικειμένου της πίστης αναδεικνύονται σε πεδία άσκησης της καυστικής σάτιρας που μόνο ως τέτοια μπορεί να υπερασπιστεί τη βασική ιδέα που την γέννησε. Φαίνεται πως ετούτο το βιβλίο, πέρα από το κλασικό ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται, έξω ακόμη και από τις αρχαιοελληνικές του καταβολές στη γραφή του θείου Αριστοφάνη βρήκε πρόσφορο έδαφος για να εξελιχθεί και να αποτελέσει μια από τις πιο ξεχωριστές εκδόσεις του Βακχικόν στην εκπνοή του χρόνου.

Το βρήκε στις κτηματολογικές ατασθαλίες που βασάνισαν πικρά τις μονές στην αθωνική πολιτεία και αποκάλυψαν τις πρακτικές που καθαγιασμένες συνιστούν μια δίχως άλλο συνήθεια, μια επαλήθευση της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική και την Εκκλησία, δυο θεσμούς που διεκδικούν με κάθε τρόπο μερίδιο από ένα εύρωστο, οικονομικό μέλλον. Δεν υπάρχει κανένας -ισμός που να μην βρίσκει λίγο χώρο σε αυτό το καταγγελτικό, θεατρικό έργο που ζητάει να αναδείξει πανηγυρικά μια σχέση λανθάνουσα, μια σχέση που μοιράζεται ανάμεσα στον Θεό και την λογιστική του αποτίμηση.

«Η ζωή κυλάει ήρεμα και οι δουλειές κερδοφορούν» γράφει στο οπισθόφυλλο της έκδοσης των «Εκκλησιαζόντων, «μέχρι που ένας δημοσιογράφος επισκέπτεται το μοναστήρι στην προσπάθειά του να ξεσκεπάσει ένα σκάνδαλο παιδεραστίας». Μες στις σελίδες του θεατρικού που μας προτείνουν οι Μαρία Λαφτσίδου και Μιχάλης Δαρνάκης προβλέπεται ένας ρόλος και για την τέταρτη εξουσία, εκείνη της δημοσιογραφίας που καλείται να επιτελέσει ένα λειτούργημα, διαβλέποντας μέσα από ψεύδη και εντυπωσιασμούς τις μικρές και τις μεγάλες ιστορίες, τους μικρούς και τους εμβληματικούς ρόλους μιας εποχής με παράξενο και σκοτεινό πρόσημο. Δεν χωρεί η ανθρωπιά και η κατανόηση, δεν χωρά άλλος θεός έξω από τον Χριστό του κέρδους που προσδίδει στον μοναχισμό και την πνευματική του άσκηση, μια χροιά μάλλον αθεράπευτα κοσμική μα την ίδια στιγμή επίκαιρη και ίσως διαχρονική.

Στα κείμενα που μιλούν για το βιβλίο ο Άκης Αλσίνογλου σημειώνει πως για τους «Εκκλησιάζοντες» δεν ήταν λίγες οι διαμαρτυρίες που κορυφώθηκαν κατά την περίοδο του προγραμματισμένου ανεβάσματος της θεατρικής παράστασης. Και όμως, δεν κατόρθωσαν να κάμψουν την εσωτερική αλήθεια αυτού του έργου που έρχεται να μας αφοπλίσει, δίχως να αφήνει τίποτε έξω από την σάτιρα, τη διακωμώδηση του δημόσιου βίου, του θυμιατισμένου και του δημοκρατικού, του θεϊκού και του αθεράπευτα κυνικού, αυτού που αδυνατεί πια να αποδεχτεί άλλον Θεό πέρα από το χρήμα, τη δύναμη, την εξουσία. Το έργο διεκδίκησε και τελικά κέρδισε το κοινό, δικαιώνοντας μια στάλα και όσους άμοιρους υποστηρίζουν σθεναρά πως η αγάπη του Θεού βγάζει καμιά φορά τον χειρότερο, ανθρώπινο εαυτό μας.

Έναν εαυτό οπλισμένο με τη χάρη Του αλλά και με την πιστωτικές κάρτες τελευταίας γενιάς, που βρίσκει στο σκίτσο του εξωφύλλου όλα τα στοιχεία της σκηνογραφίας. Ακολουθούν τα εξαπτέρυγα των ύποπτων, οικονομικών δεσμών που στον καιρό μιας άλλης, ακήρυχτης εικονομαχίας, βαδίζουν ρυθμικά προς την τελείωση ενός σκοπού. Μες στις σελίδες του έργου κρύβεται πάντα το εξημερωμένο θηρίο, ένας άνθρωπος μπερδεμένες, ανήμπορος, θεατής και θιασώτης του καινούριου που έρχεται να σαρώσει δρόμους και καρδιές.

Την ώρα που όλα γύρω μας φαντάζουν απολύτως στυλιζέ και η σάτιρα πνίγεται μες στην πίκρα ή την αδιάφορη συνήθεια, βιβλία όπως οι «Εκκλησιάζοντες» διεκδικούν με αξιώσεις το χαρακτήρα ενός βιβλίου ικανού να ενσωματώσει ιδανικά τις ιδιαίτερες συνθήκες , τις γραφικότητες μιας εποχής. Της δικής μας. Κάπως έτσι μας αφορά και μας συγκινεί, μας διασκεδάζει και μας προβληματίζει φωτίζοντας τον τρόπο της λειτουργίας μιας άλλης, ιδιότροπης βιομηχανίας. Εκείνης που δείχνει στο ποίμνιο τον δρόμο της επιτυχίας και γεννάει τις αγιογραφίες ενός νεαρού Φιλελευθερισμού, ενός σκέτου Δαυίδ που δεν σκοτώνει αυτήν την φορά τον Φιλισταίο Γίγαντα, αλλά ονειρεύεται πως μια μέρα θα γίνει σαν και αυτόν.