Ο συγγραφέας Νίκος Αραπάκης, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του νέου του βιβλίου Ο Αμερικάνος, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.

Ads

Τα τελευταία αρκετά χρόνια μου είχε καρφωθεί η ιδέα να γράψω ένα βιβλίο για τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Κάποια στιγμή, γύρω στο 2015, αποφάσισα να υλοποιήσω την ιδέα και να την καταθέσω στο χαρτί. Πολύ σύντομα όμως, διαπίστωσα ότι δεν ήταν εύκολο. Το βασικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη στοιχείων. Η μετανάστευση των Ελλήνων στην Αμερική, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα δεν είχε απασχολήσει σχεδόν κανέναν. Πώς να γράψεις για μια εποχή όταν δεν γνωρίζεις τα στοιχειώδη;

Η πρώτη εκείνη προσπάθεια εγκαταλείφθηκε νωρίς. Δυο χρόνια περίπου αργότερα, αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο για τη Σμύρνη. Εύκολη λύση: βιβλιογραφία απέραντη, πηγές ανεξάντλητες. Φορτώθηκα κάμποσα βιβλία, διάβασα, άρχισα να γράφω. Το θέμα ενδιαφέρον αλλά αναλυμένο σχεδόν σε όλες του τις πλευρές. Έγραφα και αισθανόμουν ότι αναμασάω τα ίδια και τα ίδια. Δεν είχα να προσφέρω τίποτα καινούργιο. Αίφνης, βρέθηκα μπροστά σε ένα δίλλημα: γράφω μια από τα ίδια ή εγκαταλείπω; Η εγκατάλειψη ήταν μονόδρομος.

Κάπως έτσι, μεταφέρθηκα στην Ουκρανία, ακολουθώντας το εκστρατευτικό σώμα που έστειλε ο Βενιζέλος για να καταπνίξει την επανάσταση των μπολσεβίκων. Ωραίο θέμα και πολύ λιγότερο γνωστό. Έγραψα ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι, αλλά και πάλι μου έλειπε η κεντρική ιδέα, αυτό το κάτι που θα πιανόμουν για να ξετυλίξω το μύθο. Σύντομα βρέθηκα ξανά σε αδιέξοδο.

Ads

Ώσπου κάποια στιγμή, και ενώ έγραφα την τελευταία σκηνή, στην οποία ένας νεαρός μπολσεβίκος βρισκόταν κρατούμενος των Γάλλων, δίπλα του είδα να κάθεται ένας τύπος τριάντα περίπου χρονών, ανέκφραστος και αμίλητος. Μεμιάς προσπαθώ να βρω ποιος είναι αυτός ο τύπος και γιατί τον φαντάστηκα. Ελάχιστα αργότερα, ως δια μαγείας, μου φανερώθηκαν όλα: Ο περίεργος αυτός τύπος, με το παχύ μουστάκι και την ατάραχη έκφραση, ήταν «ο Αμερικάνος». Το καινούργιο μυθιστόρημα είχε συλληφθεί. Αυτό που έμενε ήταν η κύηση και η γέννηση.

Βρήκα αυτά τα λίγα που είχα κρατήσει από την προσπάθεια του 2015 και ξεκίνησα έναν καινούργιο αγώνα εύρεσης στοιχείων. Διαδικασία μακρόχρονη και επίπονη, αλλά ταυτόχρονα διασκεδαστική.

Ένας καινούργιος, άγνωστος κόσμος άρχισε να μου φανερώνεται. Κάθε καινούργιο βιβλίο, κάθε καινούργια πηγή πληροφόρησης αφαιρούσαν μέρος της ομίχλης που τον κάλυπτε.

Κάπως έτσι, ξεκίνησε ένα ταξίδι στα άδυτα της μητρόπολης του καπιταλισμού. Πώς χτίστηκε, πώς γιγαντώθηκε, ποιοι συνέβαλλαν, με ποιον τρόπο και πολλά ακόμη παρόμοια ερωτήματα άρχισαν να βρίσκουν απαντήσεις.

Ο Ισμαήλ, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, που στην Αμερική θα γίνει γνωστός ως Ερκ, έρχεται σε επαφή με τους μετανάστες, Έλληνες και άλλους. Η Αμερική ως χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Δουλεύει σε πορνείο και κατόπιν στην ομογενειακή εφημερίδα «Ατλαντίς». Γνωρίζει την ομογένεια από τα κάτω μέχρι τα πάνω. Αρχίζει να ταξιδεύει στο εσωτερικό της αχανούς χώρας και, Πολιτεία την πολιτεία, πόλη την πόλη μυείται στα μυστικά της. Νέα Υόρκη, Σικάγο, Μασαχουσέτη, Κολοράντο. Ο Ερκ ρουφάει τις πληροφορίες σαν το σφουγγάρι, με τις καινούργιες εικόνες και ιδέες χτίζει έναν άλλο, διαφορετικό εαυτό.

Τελευταίος σταθμός το Ντένβερ του Κολοράντο. Εκεί συναντά τον Λούις Τίκας, τον οποίον γνώριζε από το νησί του, την Κρήτη. Κάποιο καλοκαιρινό βράδυ, λίγα χρόνια πριν, είχαν γλεντήσει μαζί σε κάποια βουνοκορφή. Μικρός που είναι ο κόσμος… Ο Λούις γίνεται για τον Ερκ κάτι σαν μέντορας. Αποφασίζει να μείνει στο Ντένβερ και πιάνει δουλειά στο γραφείο του Σκλήρη, του πιο γνωστού και σκληρού πάτρωνα. Προσπαθεί να βοηθήσει στην απεργία που ετοιμάζουν οι ανθρακωρύχοι. Ερωτεύεται ξανά, τούτη τη φορά μια Κινέζα. Ώσπου η μεγάλη απεργία ξεσπά και σαρώνει τα πάντα.

Πριν μπούμε στο τυπογραφείο, προσπαθώντας να βρω τυχόν λάθη, διάβασα αρκετές φορές το βιβλίο. Από τις τόσες αναγνώσεις προέκυψαν κάποια συμπεράσματα. Το βασικότερο ήταν το εξής:

Ο Ισμαήλ ή Ερκ, κρίνοντάς τον με τα σημερινά δεδομένα, φαντάζει παλιομοδίτης, ένας άνθρωπος άλλης εποχής. Ποιος, σήμερα, πορεύεται με γνώμονα τα ιδανικά του, προτάσσει το κοινό καλό, δεν διστάζει να συγκρουστεί όταν έρχεται αντιμέτωπος με την αδικία;

Σήμερα, που κυριαρχεί η λογική ο «καθένας για τον εαυτό του», ένας τέτοιος τύπος θα φάνταζε έως και γραφικός. Κι όμως, αυτό το είδος ανθρώπου υπήρξε κάποτε.

Άνθρωποι πήγαιναν από τη μια άκρη της γης στην άλλη για να βοηθήσουν αλλά και να θυσιαστούν εάν χρειαζόταν. Ο Λόρδος Βύρων ήρθε στην Ελλάδα για να βοηθήσει στην επανάσταση. Το ίδιο και ο Ριτσιότι Γκαριμπάλντι ο οποίος πολέμησε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Λίγες δεκάδες χρόνια αργότερα, χιλιάδες άνθρωποι από όλο τον κόσμο πήγαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό των ομοϊδεατών τους.

Η αλληλεγγύη κάποτε κινητοποιούσε τους ανθρώπους. Σήμερα, επικρατεί το δόγμα της Θάτσερ: δεν υπάρχουν κοινωνίες. Ο αλληλέγγυος είναι στην καλύτερη περίπτωση… εξωτικός. Στη χειρότερη, επικίνδυνος…

Κάθε που τελειώνω ένα βιβλίο νιώθω σαν να ρίχνω ένα καράβι στη θάλασσα. Άγνωστος ο προορισμός του. Όπου το βγάλει το κύμα. Τι προσδοκώ; Να ταξιδέψει όσο πιο μακριά και για όσο το δυνατόν περισσότερο. Να προλάβει, πριν βουλιάξει στη θάλασσα της λήθης, να κλέψει λίγα συναισθήματα. Ένα χαμόγελο, έναν αναστεναγμό, ίσως ένα δάκρυ. Μα και να φυτέψει, όπου υπάρχει γόνιμο έδαφος, κάποιους προβληματισμούς. Τούτο το καράβι έχει κι αυτό το σκοπό. Φιλοδοξεί και να ψυχαγωγήσει αλλά και να προβληματίσει. Κάθε που τα καταφέρνει, ο ναυπηγός του χαμογελά ικανοποιημένος. –

image

Ο Αμερικάνος, του Νίκου Αραπάκη, Εκδ. Τόπος 2021

Απόσπασμα:

Σε ένα ημισκότεινο υπόγειο στο Χάρλεμ, ελάχιστα μακριά από το σπίτι μου, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη νέγρικη μουσική. Οι μόνοι λευκοί πελάτες, εγώ και η Οριάνα. Στην αρχή όλοι και όλες μας κοιτούσαν απορημένοι, σαν να μην πίστευαν στα μάτια τους. Λίγο αργότερα, όταν έμαθαν ότι είμαστε και εμείς μουσικοί, μας αποδέχτηκαν. Καινούργια εμπειρία, εντελώς διαφορετική. Τρομπέτες, σαξόφωνα, τύμπανα και πιάνο, φωνές βραχνές και αισθησιακές, ρυθμοί ξεσηκωτικοί, όλοι οι πελάτες να χορεύουν και να τραγουδούν. Γκόσπελ και μπλουζ, ήχοι και ρυθμοί της Νέας Ορλεάνης στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Στο Μπρούκλιν, στο καφωδείο ενός Σμυρνιού, άκουσα τζουράδες και λαούτα, βιολιά και σαντούρια· αμανέδες και καπνός από τους ναργιλέδες, αναστεναγμοί και χοροί βαριοί σαν τους καημούς των ξενιτεμένων. Στο εστιατόριο ενός Σικελού άκουσα σερενάτες και καντσονέτες, χόρεψα ταραντέλες, είδα ερασιτέχνες να παίζουν όπερες με μαεστρία απαράμιλλη· αστείρευτο το μουσικό ταλέντο των Ιταλών.

image