[…] Όταν προσπαθώ να εξηγήσω πως έγραψα ένα βιβλίο, οι λέξεις που γράφω/λέω πιο συχνά είναι «δεν ξέρω». Οι ιδέες έρχονται εκεί που γράφω, ή όταν διαβάζω ειδήσεις, όταν σκαλώνω σε ειδησεογραφικά σαιτ, όταν κοιμάμαι χωρίς να κοιμάμαι ή όταν κάνω βόλτες στην πόλη […]
Η συγγραφέας Μανίνα Ζουμπουλάκη, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του νέου της αστυνομικού μυθιστορήματος με τίτλο ‘Κάτι μου κρύβεις’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Ads

«Την ηρωίδα του ‘Κάτι μου κρύβεις’ την σκεφτόμουν πολλά χρόνια – πριν από μια δεκαετία κάθισα να γράψω πρώτη φορά γι’ αυτήν. Για κάποιο λόγο είχα στο μυαλό μου μια γυναίκα με περίπου-μαντικές ικανότητες, με ισχυρή διαίσθηση… Oι φίλοι της ή την θεωρούν τρελή ή την πιστεύουν, η ίδια δεν είναι σίγουρη αν όντως έχει μια επιπλέον αίσθηση ή αν κάτι δεν πάει καλά μαζί της.

Πριν δέκα χρόνια όμως ήταν αλλιώς τα πράγματα, δουλεύαμε όλοι με τρέλα, η Ελλάδα ήταν αλλού, κι εμείς το ίδιο. Η χαρισματική ή ίσως πειραγμένη ηρωίδα μου έμεινε στην μπάντα. Νόμιζα πως την είχα ξεχάσει μέχρι που βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω σε μια συγκέντρωση σαν αναρχο-αυτόνομη αλλά που τελικά ήτανε νέο-ναζί, ακραία μάλιστα οργάνωση (πιστεύουν στην χρήση βίας, ότι μόνον με αίμα θα πετύχουν τους στόχους τους…) και δεν ξέρω πως, εκτός από εμένα, και η ηρωίδα μου βρέθηκε ανάμεσά τους:

πρώην προοδευτική, πρώην αριστερή σαρανταπεντάρα, ΚΙ ΑΝ έχει πάει σε διαδηλώσεις στη ζωή της, ΚΙ ΑΝ έχει προδοθεί… στα σαράντα πέντε, δεν μπορεί, σε έχουν προδώσει άνθρωποι, έρωτες, πολιτικές, συνδικάτα, κόμματα, συνεργάτες και φίλες/οι. Έχεις κάνει τους απαραίτητους καυγάδες με μέλη της οικογένειάς σου ή έχεις απομακρυνθεί όσο χρειάζεται, έχεις χωρίσει από έναν τουλάχιστον μεγάλο έρωτα επειδή κερατώθηκες ή κεράτωσες. Κυρίως, έχεις πάψει να πιστεύεις σε αυτά που πίστευες. Έστω κι αν πιστεύεις περισσότερο στον εαυτό σου (καιρός ήτανε…).

Ads

Η ηρωίδα μου έπαιρνε σάρκα και οστά όσο έγραφα: δούλευε ξεναγός στην Αθήνα, όχι συστηματικά αλλά με την μέθοδο της αρπαχτής, όπως δουλεύει πια ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα – με το «ό,τι κάτσει» η Δώρα, άνεργη πρώην φιλόλογος, κατάφερνε κούτσα-κούτσα να μεγαλώνει τα παιδιά της.

Μετά… δεν ξέρω πως μου ήρθε ουρανοκατέβατη η ιδέα να μπλέκουν οι δικοί της άνθρωποι σε εγκλήματα. Να συλλαμβάνονται, να είναι ύποπτοι, να κάνουν την ηρωίδα να πέφτει από τα σύννεφα… κι ας το ‘έβλεπε’, ας είχε τις υποψίες της από την αρχή.

Το κακό με τα ‘χαρίσματα’ είναι ότι δεν έρχονται κατά παραγγελία και δεν είναι πολύ συγκεκριμένα, ή τουλάχιστον της Δώρας δεν είναι. ‘Βλέπει’ σκηνές από το παρελθόν και το μέλλον αλλά δεν μπορεί πάντα να τις αποκρυπτογραφήσει, ή δεν θέλει να τις δεχτεί. Ποια μαμά είναι αμερόληπτη όσον αφορά τον χαρακτήρα του παιδιού της; Όχι εγώ (ή οι ηρωίδες μου) – πιστεύω ακράδαντα ότι τα παιδιά μου είναι καταπληκτικά άτομα, πανέξυπνα και ευαίσθητα και αποκλείεται να κάνουν στραβές…

Διαβάζω πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα, κι έχω φτάσει στο σημείο να χαλιέμαι όταν η πλοκή είναι προβλεπόμενη ή όταν οι ανατροπές είναι κλισέ – μόλις διάβασα ένα στο οποίο ο δολοφόνος, τελικά, σκάει μύτη στην προτελευταία σελίδα, ξερός:

γύρισα το βιβλίο στην αρχή και ναι, έχει αναφερθεί μια φορά το ονοματάκι του αλλά δεν είναι μέσα στους ύποπτους, και σαν να μην έφτανε αυτό, η ηρωίδα παρα-είναι Εγγλέζα, κρυόκωλη και ξερόλα. Το πέταξα στα σκουπίδια το παλιο-βιβλίο, το κατέταξα στις ασήμαντες απογοητεύσεις της καθημερινότητας.

Η πλοκή ενός μυθιστορήματος, αστυνομικού ή μη, πρέπει να είναι πυκνή, πραγματική (βασισμένη στην πραγματικότητα σε βαθμό ρεπορταζιακό) και η ηρωίδα ανθρώπινη. Να ταυτίζεται μαζί της η αναγνώστρια. Να κάνει ό,τι μπορεί η ηρωίδα, δεδομένων των συνθηκών. Να μην το βάζει κάτω. Να βλέπει αλλά να κάνει ότι δεν είδε τίποτα…

Όταν προσπαθώ να εξηγήσω πως έγραψα ένα βιβλίο, οι λέξεις που γράφω/λέω πιο συχνά είναι «δεν ξέρω». Οι ιδέες έρχονται εκεί που γράφω, ή όταν διαβάζω ειδήσεις, όταν σκαλώνω σε ειδησεογραφικά σαιτ, όταν κοιμάμαι χωρίς να κοιμάμαι ή όταν κάνω βόλτες στην πόλη.

Κάτι της κρύβουν όλοι της Δώρας, κάτι υποψιάζεται, κάτι συμβαίνει γύρω της. Οι παλιοί της έρωτες είναι σαν να μην τελειώνουν ποτέ, ξεφυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνει. Και η Αθήνα… είναι το ιδανικό πλαίσιο μιας αστυνομικής, νουάρ ιστορίας, ή πολλών τέτοιων ιστοριών: πρόσφυγες, πολιτικά κόμματα με θολά συμφέροντα, διαπλοκή, οικονομικό στρίμωγμα, αστάθεια, δολοπλοκίες και ανασφάλεια – ό,τι πρέπει για να στηθεί όχι ένα, αλλά εκατό εγκλήματα…

Πριν κανα-δυο χρόνια ένας Πολωνός κρεμάστηκε στην Πλατεία Κλαυθμώνος στις 7.00 μμ, από δύο «φίλους του», έναν Πολωνό κι έναν Αλβανό. ‘Όσοι ήταν εκεί γύρω, δεν πίστευαν στα μάτια τους. «Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στην Αθήνα πια» θα σας πει ο μέσος ρεπόρτερ κουνώντας το κεφάλι του, και είναι αλήθεια, συμβαίνουν… απλώς είναι απίστευτα.

Είναι υλικό για πολύ-πολύ νουάρ μυθιστορήματα όλα αυτά τα τρομαχτικά πράγματα, που δεν συνέβαιναν παλιά, αλλά συμβαίνουν σήμερα. Και με απασχολούν, τριγυρνάνε στο βάθος του μυαλού μου μαζί με τις ηρωίδες μου. Μέχρι που ΄δένουν’, οι ιστορίες τους γίνονται δικές μου σιγά σιγά, δηλαδή των ηρωίδων μου, οι ιστορίες της πόλης φορτώνονται πάνω στις ηρωίδες και φεύγουν από εμένα.

Μου άρεσε πολύ η Δώρα, σκέφτομαι να την κρατήσω για άλλα δυο βιβλία, να την φέρω σε επικοινωνία με ηρωίδες από προηγούμενα βιβλία μου που είναι σε εκκρεμότητα σε ένα αφηρημένο Σύμπαν μέσα στο κεφάλι μου… να γράψω μια Τριλογία της Αθήνας με θέματα της πόλης που πάντα κάτι μας κρύβει, ίσως γι αυτό μας γοητεύει ακόμα…»        

image
Κάτι μου κρύβεις, Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Τι σχέση έχει η Κασσάνδρα, η βασιλοπούλα της Τροίας, με τις εθνικιστικές οργανώσεις της σημερινής Ελλάδας; Και τι μπορεί να καταφέρει μια σύγχρονη, σχεδόν-μάντισσα όταν ο (γκέι) πρώην της συλλαμβάνεται για το φόνο ενός φιλελεύθερου πολιτικού; Μπορεί να “δει” ποιος είναι ο δολοφόνος ή απλώς φτιάχνει ιστορίες με το μυαλό της; Και, αν είναι έτσι, γιατί όσο πληθαίνουν οι νεκροί, προοδευτικοί, αλληλέγγυοι ή σχετικοί, τόσο την κυριεύουν τα “οράματα”; Η Δώρα δεν τα καταλαβαίνει όλα. Μόνον ποιος της κρύβει λόγια, δηλαδή όλοι. Ο μεγάλος της έρωτας που εμφανίζεται απ’ το πουθενά, ο δικηγόρος φίλος, ο γιος της… Εντωμεταξύ, οι προδοσίες διαδέχονται τα ψέματα και οι δολοφονίες γίνονται δύο, τρεις, ή έξι…

H Μανίνα Ζουμπουλάκη γεννήθηκε το 1960, μεγάλωσε στην Καβάλα και γράφει από τα 10. Σπούδασε στην Αμερική Ιστορία της Τέχνης και Σωματική Αγωγή. Στα περιοδικά γράφει από την αρχή της δεκαετίας του ’80 μέχρι και σήμερα χωρίς διακοπή. Έχει δουλέψει στον “Ταχυδρόμο” (’82-’89), στα “Πρόσωπα”, στο “Κλικ”, “Diva”, “Μen” (’89-’93), “Nitro”, “Down Town”, “Elle”, “Time out”, “Elle”, “PinkWoman”, “Athens voice”, “Look”, και “Home” ως δημοσιογράφος. ‘Εχει μεταφράσει περί τα 30 βιβλία για τις εκδόσεις “Κάκτος” (μεταξύ των οποίων “Πέρα από την Αφρική” της Κάρεν Μπλίξεν, και “Αρχαία Απογεύματα” του Νόρμαν Μέηλερ).
Δούλεψε στο ραδιόφωνο ως παραγωγός (Top Fm, ΕΡΑ 4, Κανάλι 15, Κανάλι 5, Μελωδία).
Βιβλία της: “Κενά μνήμης”, “Μυροβόλος άνοιξις”, Φεύγα!, “Η ζωή (δεν) είναι ταινία”, “Η σκόνη της ημέρας”, όλα εκδόσεις Ίστός. “Ριζότο (σενάριο)”, εκδόσεις Λιβάνη,, “Αληθινή σταρ”, εκδόσεις Ωμέγα, “Το μεγάλο καλοκαίρι”, εκδ. Interbooks, “Πώς να γράψεις” εκδ. Interbooks, “Ευτυχία”, εκδ. Παπαδόπουλος.
Σενάρια: “Ελεύθερη κατάδυση” (συν-σεναριογράφος µε σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο), “Ριζότο” (συν-σεναριογράφος µε σκηνοθέτη Όλγα Μαλέα). Σενάρια τηλεόρασης: “Φεύγα” (σειρά Mega), “Ξέχασέ µε” (σειρά Alpha, συν- σεναριογράφος με Βαγγέλη Νάση), “Απαγωγή” (τηλεταινία Mega). Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά.