«Έ, λοιπόν, αν ο καθένας από εμάς προσπαθούσε να γίνει αυτό το πλάσμα;… Αυτό τουλάχιστον είναι στο χέρι μας… Είναι αλήθεια πως είμαστε πολύ μικροί, πολύ αδύναμοι, ωστόσο όσο μικροί, όσο ανήμποροι κι αν είμαστε, αυτό το μπορούμε…».

Ads

Σήμερα ξύπνησα με την αίσθηση πως ήμουν ο μόνος ζωντανός άνθρωπος στον πλανήτη. Βρέθηκα αναπάντεχα έξω από το χρόνο. Έμοιαζε πάρα πολύ με εκείνη την περιγραφή της φάλαινας που κάποτε, σε έναν άλλο αιώνα, είχες περιγράψει Πωλ καθώς είχε εξοκείλει στην παραλία, «σαν λατομείο μαρμάρου».

Ανάμεσα στο δάσος που κατηφόριζε για να επιτεθεί στη θάλασσα, εκεί όπου τα ξεβρασμένα φύκια ήταν οι σπασμένες ασπίδες ενός χαμένου στρατού, ανάμεσα στη γη και την ολισθηρότητα του ουρανού, στην άκρη ενός τολμηρού κόσμου που φτάνει στο τέλος του ακριβώς στο σημείο που η αρχή του στήνεται ξανά με τα ίδια αρχέγονα υλικά.

Το λιπώδες νησί της στη μνήμη του αγαπημένου σου Πάουλ. «Εκείνη ήταν άσπρη, ένα άσπρο ξεπλυμένο, σαν το χυμένο γάλα. Ένα χρώμα ολότελα δικό της. Ήταν ένα άσπρο χωρίς φως, ένα άσπρο παγωμένο, εντελώς κλεισμένο στον εαυτό του, που γύριζε την πλάτη σε κάθε είδους δόξα..».

Ads

Η φάλαινα, μνημείο που «στήθηκε επί των ερειπίων της Ευρώπης», όπως έλεγες. Ποιοί είμαστε εμείς που υπερηφανευόμαστε για δύναμη; Εμείς που δεν έχουμε το κουράγιο ούτε ένα χρώμα να σπείρουμε στα μάτια που μας τρέφουν;

«Η εγκατάλειψη πάνω σ΄ ένα σώμα άλλοτε γεμάτο δύναμη και θέληση προκαλούσε απίστευτη θλίψη». Θυμάμαι πολύ καθαρά τα λόγια αυτά. Ηχούν ακόμα μέσα μου, εδώ όπου η συνέχεια δεν είναι η προσπάθεια του ανέφικτου, μα η επιλογή να ακροβατείς μέσα στα δευτερόλεπτα, όπου οι άνθρωποι προσεύχονται για πρώτη φορά όχι για σωτηρία, αλλά για βαρβαρότητα.

Τα καμένα χωράφια, τα φυλάκια, φανερώνουν πως το γένος μας έζησε μέσα στην εξαθλίωση. Τώρα τι απομένει; «Ήταν μια πελώρια έκλυση κάτω από τον ουρανό και το μόνο που της έλειπε για να ολοκληρωθεί ήταν μια αχτίδα του ήλιου κάπως πιο χλιαρή, ένα λίγο πιο ζωηρό χάδι του αέρα».

Δεν ξέρω με ποιο τρόπο μπορώ να υποδεχθώ τον εαυτό μου μετά την πτώση. Όσα υπέθεσα πως κατάκτησα είναι το λάφυρο του αγνωστικισμού. Δεν ξέρω αν αυτό που ζω είναι ουτοπικό, όμως ακόμα και η ζωή είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ενωθούμε με το άγνωστο.

Το κήτος σαπίζει. Η γνώση το ίδιο. Το σύνορο ανάμεσα στο εγώ και το εγώ ήταν πάντα ένας λιγοστός τόπος αντιλάλων.

Έχω φτάσει μ΄ ένα μικρό καΐκι στην ίδια παραλία που κάποτε είχες έρθει με την Οντίλ για να δείτε το κουφάρι που σάπιζε. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά, κανείς δεν μπορεί μετά από τόσα χρόνια να θυμάται εκείνο το περιστατικό, εξάλλου έχουν συμβεί τόσα και τόσα συνταρακτικά γεγονότα, ποιος υπολογίζει το θάνατο μιας φάλαινας; Κι όμως. Σ΄ αυτό εδώ το γυμνό φυσικό χώρο, κρίνονται τα όρια των πράξεων μας.

Σε παρατηρώ όπως περιτριγυρίζεις τη φάλαινα, την Οντίλ να σκεπάζει τη μύτη μ΄ ένα μαντίλι, λόγω της δυσωδίας, το αυστηρό σου βλέμμα, ερχόμενος αντιμέτωπος με το χαμένο μεγαλείο αυτού του θαλάσσιου κήτους. Λίγες μέρες νωρίτερα αν ερχόσουν κατάφατσα με αυτό το ίδιο θηλαστικό στα νερά του Ατλαντικού θα ένιωθες τόσο τρωτός απέναντί της, τόσο απροστάτευτος. Ενώ τώρα, το σαρκίο της ήδη κατασπαράζεται από τα σκουλήκια.

Δεν είμαστε ιστορικά αναγνωρίσιμοι. Διανύουμε την προσωπική μας πορεία δίχως να χαρτογραφηθούμε στις σελίδες της. Έχουμε το πλεονέκτημα να μην υπάρχουμε. Παραδέξου. Η ανθρωπότητα είναι μια άγραφη ιστορία που περιμένει κάποιος να την αφηγηθεί. Όποιος αποχωρεί έχει ολοκληρώσει ένα σχέδιο.

Τι απέγινε η Οντίλ; Έχεις ακούσει κάτι γι΄ αυτήν; Πόσο εύκολα μπορεί να γίνει σκιά ένας άνθρωπος που αγάπησες. Τα τελευταία της λόγια ήταν πράγματι μια μινιμαλιστική πραγματεία για την αγωνιώδης προσπάθεια του ανθρώπου να αρθρώσει ένα ελπιδοφόρο λόγο μέσα στα συντρίμμια της ζωής: «Η αληθινή πίστη», σίγουρα τα θυμάσαι, «θα πρέπει να μοιάζει με την ατομική ενέργεια: ένα και μόνο άτομο ύλης αν εκραγεί…». Κι εκεί έσβησε, όπως σβήνουν οι φλόγες, χάθηκε μια για πάντα, μέσα στο βουητό της θάλασσας.

Εκεί τελειώνει και η δική σου αφήγηση. Στο μεταίχμιο της τελείωσης ενός κόσμου και στην αρχή ενός άλλου. Ανάβοντας το φως, είδες πως είχε φύγει από το δωμάτιο. Τόσο απλά.

Τι σημαίνουν για τους υπόλοιπους όλα αυτά; Όταν εκείνο το απόγευμα επέστρεφες στο σπίτι, διαπίστωσες πως ο κόσμος συνέχισε να υπάρχει δίχως να σκοτίζεται για τις δικές σου αμφιβολίες. Για ποιο λόγο άλλωστε; Πίσω από την κουρτίνα συναισθάνομαι την αδιαφορία τους.

Πωλ, θα ήθελα να ξεβραστώ σε μια κρυμμένη ακτή και να σαπίσω όπως κάθε τι φυσικό που έρχεται, δηλώνει με διάφορες κινήσεις την παρουσία του και ύστερα αναχωρεί για τη σιωπή. Να κατανοηθεί πως το μεγαλείο μας σβήνει.

«Έ, λοιπόν, αν ο καθένας από εμάς προσπαθούσε να γίνει αυτό το πλάσμα;… Αυτό τουλάχιστον είναι στο χέρι μας… Είναι αλήθεια πως είμαστε πολύ μικροί, πολύ αδύναμοι, ωστόσο όσο μικροί, όσο ανήμποροι κι αν είμαστε, αυτό το μπορούμε…».

image

* Μια διαφορετική ανάγνωση της Φάλαινας του Πωλ Γκαντέν , εκδ. Άγρα , μτφ. Βάνα Χατζάκη