Ο Ρομάν Πολάνσκι, είναι αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους auteur του σύγχρονου παγκόσμιου κινηματογράφου. Ένας υπηρέτης της Έβδομης Τέχνης με σπουδαία δείγματα γραφής. Με αφορμή τα γενέθλιά του γυρνάμε τον χρόνο πίσω και θυμόμαστε τις σημαντικότερες ταινίες μίας σκηνοθετικής ιδιοφυΐας.

Ads

Ο Ρόμαν Πολάνσκι / Roman Polanski γεννήθηκε στο Παρίσι από Πολωνούς γονείς στις 18 Αυγούστου του 1933. Ενώ ήταν σε ηλικία 3 ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην Κρακοβία. Το 1941 ο πατέρας του εξορίστηκε σε στρατόπεδο εργασίας στην Αυστρία και η μητέρα του στο Άουσβιτς απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ. Ο ίδιος ο Πολάνσκι στη συνέχεια φιλοξενήθηκε από αρκετές Πολωνικές οικογένειες. Ωστόσο, ξαναβρέθηκε με τον πατέρα του, ο οποίος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά.

Στα 14 του χρόνια, ο Πολάνσκι ξεκίνησε καριέρα ηθοποιού στο θέατρο, σε ραδιοφωνικές παραγωγές και αργότερα σε ταινίες. Παράλληλα, σπούδαζε ζωγραφική και γραφιστική σε σχολή Καλών Τεχνών στην Κρακοβία. Το 1955 ξεκίνησε σπουδές σκηνοθεσίας στην κινηματογραφική σχολή του Lodz. Η πρώτη του μικρού μήκους ταινία, «Rower» (The Bicycle – 1955), ήταν βασισμένη στην εμπειρία που είχε όταν έπεσε θύμα ληστείας από έναν καταζητούμενο για τρεις φόνους.

Ακολούθησε το δίλεπτο φιλμάκι «A Murder» που προκάλεσε αίσθηση, καθώς και το «Toothy Smile», τα οποία προμήνυαν τα πιο ενοχλητικά θέματα με τα οποία καταπιάστηκε ο σκηνοθέτης στις ταινίες του τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Επειδή ο Πολάνσκι δεν ολοκλήρωσε τη διατριβή που απαιτούνταν από τη σχολή του, δεν αποφοίτησε ποτέ ουσιαστικά. Παρ’ όλα αυτά, προσελήφθη από την εταιρεία παραγωγής Kamera ως βοηθός διευθυντή παραγωγής.

Ads

image

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 επέστρεψε στην Πολωνία αποφασισμένος να κάνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Επρόκειτο για το «Μαχαίρι στο Νερό» του 1962, μια τεράστια εμπορική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία, Υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, το οποίο εν τέλει κέρδισε εκείνη τη χρονιά το αριστουργηματικό «8 1/2» του Φεντερίκο Φελίνι.

Η ταινία μας μεταφέρει στην Πολωνία της δεκαετίας του ’60. Εκεί, ένα ζευγάρι οικονομικά ευκατάστατων αστών, συναντά στον δρόμο του έναν νεαρό φοιτητή που κάνει ωτοστόπ και τον παίρνουν μαζί τους για μία διήμερη βόλτα με το ιστιοφόρο τους. Μία σύγκρουση θα ξεκινήσει μεταξύ των δύο αντρών, με κλιμακούμενη ένταση και απρόσμενες εξελίξεις.

Το «Μαχαίρι στο Νερό» (Knife in the Water – 1962) είναι ένα υπέροχο μάθημα κινηματογραφικής λιτότητας και μινιμαλιστικής έκφρασης. Έχοντας ουσιαστικά ως χώρο δράσης ένα ιστιοφόρο στη θάλασσα και με μόλις τρεις ηθοποιούς στη διάθεσή του, ο Πολάνσκι από την πρώτη του κιόλας ταινία, μας δείχνει ένα υπέροχο δείγμα γραφής. Ο 29χρονος τότε σκηνοθέτης, αξιοποιεί με έμπνευση, ακρίβεια και θαυμαστή οικονομία τους κινηματογραφικούς κώδικες και με ένα αιχμηρό αλλά και πολυεπίπεδο σχόλιο, μας παρουσιάζει μία υπέροχη δημιουργία.

Εντυπωσιασμένος από την ταινία, ο παραγωγός Τζιν Γκουτόφσκι εντόπισε τον Πολάνσκι στο Μόναχο και τον έπεισε να τον ακολουθήσει στην Αγγλία. Το 1965, ο Γκουτόφσκι ήταν στην παραγωγή της πρώτης αγγλόφωνης ταινίας του Πολάνσκι, «Αποστροφή», η οποία τιμήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και χάρισε στον Πολωνό σκηνοθέτη, διεθνής αναγνωρισιμότητα.

Στην «Αποστροφή», η Carole (Κατρίν Ντενέβ) και η Helene (Yvonne Furneaux) είναι δυο αδελφές από το Βέλγιο που ζουν σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο του Λονδίνου. Η Carole, που είναι η μικρότερη, εργάζεται σ’ ένα ινστιτούτο ομορφιάς. Σε αντίθεση ‘με την αδελφή της, η οποία διατηρεί παράνομο δεσμό με έναν παντρεμένο, τον Michael (Ian Hendry), η ερωτική ζωή της πανέμορφης Carole είναι ανύπαρκτη και όλη η σχέση της με το αντίθετο φύλο περιορίζεται στο επίμονο, αλλά άκαρπο φλερτ ενός ρομαντικού νέου, του Colin (John Fraser), που τον απορρίπτει συνεχώς, αφού η ίδια διακατέχεται από μία αρνητική προδιάθεση απέναντι στους άνδρες.

image

Το πρόβλημά της γίνεται εντονότερο από την παρουσία του Michael στο σπίτι. Την ενοχλούν τα προσωπικά αντικείμενα του άνδρα που βρίσκονται στο μπάνιο δίπλα στα δικά της και τις νύχτες μένει ξύπνια ακούγοντας τις ερωτικές κραυγές της αδελφής της από το διπλανό δωμάτιο. Η ψυχολογική της κατάσταση αρχίζει να κλονίζεται όταν η Helene και ο εραστής της φεύγουν από το σπίτι για ένα δεκαπενθήμερο διακοπών στην Ιταλία. Η Carole θα κλειστεί τελείως στον εαυτό της, θα κλειδωθεί στο σπίτι, δεν θα ξαναπάει στην δουλειά της και τις νύχτες, θα μένει εγκλωβισμένη στους εφιάλτες και στις παραισθήσεις της.

Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Πολάνσκι, αποδεικνύει το μοναδικό ταλέντο του, καθώς καταφέρνει να μεταφέρει στην οθόνη με αργό, βασανιστικό και ταυτόχρονα αριστουργηματικό τρόπο, την ψυχολογική κατάρρευση της ηρωίδας του. Η Κατρίν Ντενέβ είναι απλά τέλεια, αποδεικνύοντας γιατί θεωρείται μία από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες όλων των εποχών, έχοντας συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως: ο Jacques Demy (The Umbrellas of Cherbourg – 1964), o Roger Vadim, o François Truffaut (The Last Metro – 1980), o Lars von Trier (Dancer in the Dark – 2000) και βέβαια ο σπουδαίος Luis Bunuel (Belle de Jour -1967 και Tristana – 1970).

Το «Repulsion» έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1965 στο Φεστιβάλ των Καννών και ένα μήνα μετά προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες του Λονδίνου. Την ίδια χρονιά προβλήθηκε και στο 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο FIPRESCI και με την Ασημένιο Άρκτο, ενώ είχε υποψηφιότητα και για ένα Βραβείο BAFTA. Η ταινία άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο του Πολάνσκι στις κινηματογραφικές αίθουσες της Δυτικής Ευρώπης ενώ παράλληλα έκανε σε όλους γνωστή την εξαιρετική νεαρή τότε ηθοποιό από την Γαλλία, Κατρίν Ντενέβ.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ακολούθησε και το επίσης ασπρόμαυρο φιλμ: «Νύχτα Δολοφόνων» (Cul-de-Sac), το οποίο κέρδισε το 1966 την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνο. Ο όρος «Cul-de-Sac» σημαίνει «αδιέξοδο» και σε ένα τέτοιο σκηνικό φαίνεται να βρίσκονται οι χαρακτήρες της ταινίας μας.

Δύο γκάγκστερ (ο ένας με μια σφαίρα στην κοιλιά) ξεμένουν από αμάξι και αναζητούν βοήθεια με την απειλή των όπλων σ’ έναν πύργο στη Βόρεια Αγγλία, όπου εκεί ζουν απομονωμένοι ένας βιομήχανος με τη Γαλλίδα σύντροφό του. Ο γκάνγκστερ εγκλωβίζεται εκεί και δεν μπορεί να φύγει αν δεν έρθει η βοήθεια από τους δικούς του. Η Γαλλίδα ασφυκτιά στην περιορισμένη ζωή του πύργου, ενώ ο εσωστρεφής βιομήχανος είναι εγκλωβισμένος εκεί κατά βούληση. Όταν εμφανίζεται μία περίεργη ομάδα επισκεπτών, τα πράματα θα περιπλακούν και οι ρόλοι θύτη – θύματος θα αντιστραφούν. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα σύνολο από σουρεαλιστικές καταστάσεις.

Η ταινία «Νύχτα Δολοφόνων» (Cul-de-Sac) αποτελεί τη δεύτερη βρετανική παραγωγή του Πολάνσκι. Ο Donald Pleasence μας χαρίζει ίσως την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, έχοντας στο πλευρό του την Françoise Dorléac, αδερφή της Κατρίν Ντενέβ, η οποία δυστυχώς πέθανε σε αυτοκινητικό ατύχημα έναν χρόνο μετά.

Μετά τις τρεις πρώτες αριστουργηματικές ασπρόμαυρες ταινίες του Ρομάν Πολάνσκι, είχε έρθει η ώρα και για την πρώτη έγχρωμη μεγάλου μήκους μήκους δημιουργία του. Βρισκόμαστε αισίως στο 1967, με τον Πολωνό σκηνοθέτη να ταξιδεύει στην Αμερική και το Χόλιγουντ. Εκεί θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί τη μέλλουσα γυναίκα του και μούσα του, την υπέροχη Σάρον Τέιτ. Μαζί θα γυρίσουν το φιλμ «Η Νύχτα των Βρικολάκων» (The Fearless Vampire Killers – 1967). Μία παράξενα όμορφη ταινία, με στοιχεία παρωδίας, αλλά και θρίλερ.

image

Στην ταινία, ο καθηγητής Αμβρόσιος και ο βοηθός του Άλφρεντ, πηγαίνουν στην Τρανσυλβανία με σκοπό να βρουν και να εξοντώσουν βρυκόλακες. Βρισκόμενοι σε ένα μικρό χωριό, δεν αργούν να βρουν τον δρόμο για ένα κοντινό κάστρο όπου ζει ο κόμης Κρόλοκ με τον γκέι γιο του. Ο Κόμης, τους προσκαλεί να λάβουν μέρος στον χορό που διοργανώνει και στο ιδιόμορφο γεύμα, που πρόκειται να ακολουθήσει.

Με την πανέμορφη φωτογραφία του Ντάγκλας Σλόκομπ, την υποβλητική μουσική υπόκρουση του Κρίστοφ Κομέντα και πρωταγωνιστές τους ηθοποιούς, Τζακ Μακ Γκόουραν, Σάρον Τέιτ, Άλφι Μπας, καθώς και τον ίδιο τον Ρομάν Πολάνσκι, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Ήθελα να γυρίσω μια κωμωδία για βρυκόλακες, ένα θέμα ιδωμένο από την αστεία πλευρά του. Πρόθεσή μου δεν ήταν η παρωδία αλλά το στοιχείο του παραμυθιού, κάτι που μας φοβίζει, αλλά είναι ευχάριστο ταυτόχρονα. Και τα δυο αποτελούν την ατμόσφαιρα που ήθελα να δημιουργήσω. Αυτή την παιδική ανάγκη να φοβηθούμε ακίνδυνα και να γελάσουμε με τον ίδιο μας τον φόβο…» – Ρομάν Πολάνσκι

Στις 20 Ιανουαρίου του 1968, η Σάρον Τέιτ και ο Ρομάν Πολάνσκι θα παντρευτούν, γεγονός που θα μειώσει αισθητά τις επαγγελματικές δραστηριότητες της νεαρής ηθοποιού. Ενώ παράλληλα μέσα στον επόμενο χρόνο η Σάρον Τέιτ περιμένει να γεννήσει και το πρώτο τους παιδί, καρπός του έρωτά τους. Την ίδια χρονιά ο Πολάνσκι παρουσιάζει τη νέα του δημιουργία, που δεν είναι άλλη από το θρυλικό «Μωρό της Ρόζμαρι» (Rosemary’s Baby – 1968). Στην ταινία, παρακολουθούμε τη νεαρή Ρόζμαρυ (Μία Φάροου), η οποία έχει παντρευτεί έναν ηθοποιό (Τζον Κασσαβέτης) που πασχίζει να φτιάξει την καριέρα του.

image

Το ζευγάρι, μετακομίζει στο νέο τους σπίτι, ένα επιβλητικό παλαιό κτήριο στη Νέα Υόρκη. Παρόλο που προειδοποιούν το ζευγάρι ότι το σπίτι έχει μια σκοτεινή ιστορία μαγείας και φόνων, εκείνοι αποφασίζουν να αγνοήσουν τις δοξασίες και να μείνουν εκεί. Η Ρόζμαρυ θέλει να κάνει παιδί αλλά ο άντρας της Γκάι, προτιμά να περιμένει μέχρι να καταφέρει να προχωρήσει στη δουλειά του. Στο μεταξύ, γνωρίζονται με τους γείτονες, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, την Μίνι (Ruth Gordon) και τον Ρόμαν (Sidney Blackmer). Η Ρόζμαρυ βρίσκει τους γείτονες πιεστικά φιλικούς αλλά ο Γκάι αρχίζει να τους επισκέπτεται όλο και πιο συχνά.

image

Σύντομα ο Γκάι έχει την ευκαιρία να παίξει στο θέατρο, όταν ένας συνάδελφός του τυφλώνεται ξαφνικά και αμέσως μετά συμφωνεί με την Ρόζμαρυ να κάνουν παιδί. Η καριέρα του Γκάι δείχνει να έχει εκτοξευτεί μυστηριωδώς, καθώς οι σημαντικοί ρόλοι αρχίζουν να διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Η Ρόζμαρυ, αρχίζει να υποψιάζεται ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Αφού μένει έγκυος, σε μια βραδιά που συνοδευόταν από περίεργες παραισθήσεις, αρχίζει να ερευνά για τους ύποπτους γείτονες. Σύντομα η Ρόζμαρυ ανακαλύπτει ότι οι γείτονές της ασχολούνται με τη μαύρη μαγεία και τη λατρεία του Σατανά και πιστεύει ότι το παιδί που κουβαλάει μέσα της προορίζεται για θυσία στον διάβολο. Η αλήθεια όμως θα είναι ακόμα πιο σκληρή.

Για τα τραγικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν, παραθέτουμε το αναλυτικό σχετικό αφιέρωμα: «50 χρόνια χωρίς την Σάρον Τέιτ: Η δολοφονία που συγκλόνισε το Χόλιγουντ».

Ο Πολάνσκι, επέστρεψε στην ενεργό δράση το 1971 με την κινηματογραφική μεταφορά του «Μάκβεθ» και την ταινία «Τι;» (What) του 1972, σε παραγωγή του Κάρλο Πόντι και πρωταγωνιστή τον σπουδαίο, Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.

Στον «Μάκβεθ» (The Tragedy of Macbeth – 1971), ο Πολωνός σκηνοθέτης παρουσιάζει μια εφιαλτική εκδοχή της περίφημης σαιξπηρικής τραγωδίας πάνω στις αιματηρές συνέπειες του ασίγαστου πόθου για εξουσία, με φόντο το τραχύ τοπίο της βόρειας Ουαλίας.

Ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία «Τσάιναταουν» (Chinatown – 1974), με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον. Η ταινία έλαβε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτή για το Βραβείο Σκηνοθεσίας.

Ο Τζέικ Γκίτις (Τζακ Νίκολσον), ιδιωτικός ντετέκτιβ με ειδίκευση στις υποθέσεις μοιχείας, προσλαμβάνεται από μία γυναίκα που του συστήνεται ως Έβελυν Μόλρεϊ (Ντάιαν Λαντ), για να παρακολουθήσει τον σύζυγο της, Χόλις (Ντάρελ Ζβέρλινγκ). Ο Χόλις, είναι υπεύθυνος για την κατασκευή του συστήματος ύδρευσης της πόλης και η γυναίκα, του έχει υποψίες ότι διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις. Ο Γκίτις τον ακολουθεί και διαπιστώνει ότι όντως την απατά με μια νεαρή κοπέλα.

image

Η υπόθεση όμως περιπλέκεται όταν ανακαλύπτει ότι έχει προσληφθεί από άλλη γυναίκα, καθώς όταν επιστρέφει στο γραφείο του μετά την έρευνά του συναντά την πραγματική Έβελυν Μόλρεϊ που τον διαβεβαιώνει ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να μάθει για τις εξωσυζυγικές σχέσεις του άνδρα της. Όταν αργότερα ο κύριος Μόλρεϊ βρίσκεται νεκρός, ο Τζέικ διαπιστώνει ότι έχει εμπλακεί σε μια υπόθεση συνωμοσίας που σχετίζεται με το σύστημα παροχής νερού στην πόλη του Λος Άντζελες. Συνεχίζοντας την έρευνα ο Τζακ ανακαλύπτει στοιχεία που τον οδηγούν στον πατέρα της Έβελυν, Νόα Κρος (Τζον Χιούστον) και πρώην επαγγελματικό συνέταιρο του Χόλις.

Η ταινία έλαβε έντεκα (11) υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας κερδίζοντας τελικά μόνο το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου. Έλαβε επίσης τέσσερις Χρυσές Σφαίρες για Καλύτερη Δραματική Ταινία, Καλύτερη Σκηνοθεσία, Καλύτερη Ανδρική Ερμηνεία σε δραματική ταινία για τον υπέροχο, Τζακ Νίκολσον και Καλύτερου Σεναρίου. Το 1991 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.

Ο Πολάνσκι έχει στη διάθεση του ένα εντυπωσιακό καστ – εμφανίζεται κι ο ίδιος σ’ έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο – με τους: Τζακ Νίκολσον, Φέι Ντάναγουεϊ, Ντάιαν Λαντ και Τζον Χιούστον. Η υπόθεσή του φιλμ διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες τη δεκαετία του ’30, την περίοδο του πόλεμου για το νερό στην Νότια Καλιφόρνια. Η ταινία αποτελεί το τελευταίο σκηνοθετικό εγχείρημα του Ρόμαν Πολάνσκι στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ευρώπη το 1977 για να αποφύγει τις κυρώσεις για τις κατηγορίες που τον βάραιναν για κακοποίηση και βιασμό ανήλικης.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι 16 χρόνια μετά, ο Τζακ Νίκολσον σκηνοθέτησε τη συνέχεια της ταινίας, με τίτλο «Οι Δύο Τζέικ» (The Two Jakes, 1990), με πρωταγωνιστές τον εαυτό του και τη Φέι Ντάναγουεϊ και με σεναριογράφο επίσης τον Ρόμπερτ Τάουνι, χωρίς όμως να έχει το φιλμ την ανάλογη επιτυχία.

Η επόμενη ταινία του Πολάνσκι, «Ο Ένοικος» (1976), ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα «Le Locataire» του Ρόλαντ Τόπορ. Στην ταινία αυτή ο Πολάνσκι, εκτός από την σκηνοθεσία, είχε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι ο Τρελκόφσκι, ένας Πολωνός με γαλλική ιθαγένεια, ο οποίος τρελαίνεται και καταλήγει στην αυτοκτονία.

Στο Παρίσι θα γυρίσει και την επόμεη ταινία του «Τες, Γλυκιά μου Ξαδέλφη» (Tess – 1979) με πρωταγωνίστρια τη Ναστάζια Κίνσκι. Η ταινία απέσπασε 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το Βραβείο Σκηνοθεσίας, ενώ κέρδισε τρία αγαλματίδια στις Κατηγορίες: Καλύτερης Φωτογραφίας, Σκηνικών και Κοστουμιών.

Μετά από μακρόχρονη απουσία από τον Κινηματογράφο, ο Πολάνσκι επέστρεψε το 1986 με τους «Πειρατές» (Pirates), έχοντας για πρωταγωνιστή τον χαρισματικό, Γουόλτερ Ματάου. Το 1988 μας παρουσιάζει το «Φράντικ» ( Frantic), με τον Χάρισον Φορντ και τη μελλοντική σύζυγο του Πολάνσκι, Εμανουέλ Σενιέ. Ακολούθησαν τα «Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα» (Bitter Moon- 1992) και «Ο Θάνατος και η Κόρη» (Death and the Maiden – 1994). Ενώ το 1999 ο Πολάνσκι σκηνοθέτησε τον Τζόνι Ντεπ στο θρίλερ «Η Ένατη Πύλη» (The Ninth Gate – 1999), μεταφορά του ομότιτλου δημοφιλούς μυθιστορήματος, του Arturo Pérez-Reverte.

image

Φτάνουμε έτσι στο 2002 και το φιλμ «Ο Πιανίστας» (The Pianist), προκαλεί αίσθηση. Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν (Άντριεν Μπρόντι), είναι ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας που δουλεύει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας. Όμως βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει όταν ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939. Αφού ο ραδιοφωνικός σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις, ο Βλαντισλάβ επιστρέφει σπίτι του όπου και μαθαίνει ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία. Πιστεύοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός.

Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που λαμβάνει χώρα τους επόμενους μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται. Κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό. Ενώ παράλληλα όλοι πρέπει να φοράνε ένα περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ για να ξεχωρίζουν, οφείλοντας παράλληλα να δέχονται αδιαμαρτύρητα διάφορες ταπεινώσεις. Το 1940, συγκεντρώνονται όλοι στο Γκέτο της Βαρσοβίας. Εκεί αντιμετωπίζουν την πείνα, την καταδίωξη και τον εξευτελισμό από τους Ναζί και τον συνεχή φόβο του θανάτου ή βασανισμού. Σύντομα, τους πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις εξολόθρευσης στην Τρεμπλίνκα. Ο Βλαντισλάβ σώζεται την τελευταία στιγμή από έναν αστυνομικό του Εβραϊκού Γκέτο, που τυγχάνει να είναι οικογενειακός φίλος. Μακριά πλέον από την οικογένειά του, παραμένει στο Γκέτο ως εργάτης – σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής ενώ αργότερα αφήνεται στη βοήθεια όσων μη-Εβραίων γνωστών του τον θυμούνται ακόμα.

Η ταινία «Ο Πιανίστας» έδωσε την ευκαιρία στον Πολάνσκι να εξερευνήσει τις Πολωνικές του ρίζες και τα παιδικά του βιώματα. Το φιλμ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, στις 24 Μαΐου του 2002, όπου και απέσπασε τη μέγιστη διάκριση, τον Χρυσό Φοίνικα. Το φιλμ, βασισμένο στο βιβλίο του Wladyslaw Szpilman, δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές, κερδίζοντας αρκετά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ: Καλύτερου Ηθοποιού για τον Έντριαν Μπρόντι, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Ρόναλντ Χάργουντ και Σκηνοθεσίας για τον Ρόμαν Πολάνσκι.

Το 2005 ο Ρομάν Πολάνσκι μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το κλασικό μυθιστόρημα του Charles Dickens, «Oliver Twist» και πέντε χρόνια μετά, το βιβλίο «Αόρατος Συγγραφέας» (The Ghost Writer – 2010) του Robert Harris. Στο φιλμ, ο Άνταμ Λανγκ (Πιρς Μπρόσναν) είναι ένας πρώην Βρετανός πρωθυπουργός, ο οποίος βρίσκει καταφύγιο σε ένα νησί στα ανατολικά παράλια των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όπου και γράφει την αυτοβιογραφία του. Όταν ο σύμβουλός του πεθαίνει, ένας συγγραφέας (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) αποστέλλεται στο νησί για να τον βοηθήσει να ολοκληρώσει το βιβλίο του. Ο «ανώνυμος» συγγραφέας εισέρχεται σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και παρασύρεται στη δίνη μιας σεξουαλικής, πολιτικής και λογοτεχνικής ίντριγκας.

image

Έχοντας αρκετά κοινά σημεία με την πραγματικότητα και με τον Πιρς Μπρόσναν να θυμίζει έντονα τον πρώην Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, Τόνι Μπλερ, η ταινία σηματοδοτεί την επιστροφή του Πολάνσκι στο αγαπημένο του είδους, αυτό του ψυχολογικού θρίλερ. Στο καστ συναντάμε τους: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ (Angels & Demons), Πιρς Μπρόσναν (Die Another Day) και Κιμ Κατράλ (Sex and the City). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο «Αόρατος Συγγραφέας», τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, στο επετειακό 60ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, που εκείνη την χρονιά είχε ως πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής του, τον σπουδαίο Γερμανό σκηνοθέτη, Βέρνερ Χέρτζογκ.

Ακολουθεί το 2011 ο «Θεός της Σφαγής» (Carnage), όπου ένας καυγάς ανάμεσα σε δύο παιδιά περίπου έντεκα χρονών, σε μια συνοικιακή παιδική χαρά, καταλήγει με πρησμένα χείλη και σπασμένα δόντια. Οι γονείς του “θύματος” καλούν τους γονείς του “θύτη” στο σπίτι τους, για να το συζητήσουν. Τα ευγενικά πειράγματα δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε αιχμηρά υπονοούμενα, καθώς έρχονται στην επιφάνεια οι αντιφάσεις και οι τραγελαφικές προκαταλήψεις των τεσσάρων γονιών. Καθένας τους, με τις απόψεις του, με τα πλεονεκτήματα, αλλά κυρίως με τα μειονεκτήματά τους, καλούνται να βρουν μία χρυσή τομή. Δύσκολο…

image

Το «Carnage», έκανε παγκόσμια πρεμιέρα τον Σεπτέμβριο του 2011, στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ ήταν υποψήφιο και για δύο Χρυσές Σφαίρες Γυναικείας Ερμηνείας (Κωμωδία ή Μιούζικαλ), για τις Τζόντι Φόστερ και Κέιτ Γουίνσλετ. Το σενάριό του, είναι βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό, «Le Dieu du Carnage», της Γιασμίνα Ρεζά, η οποία συνεργάστηκε με τον Ρομάν Πολάνσκι για την προσαρμογή του έργου της, στην μεγάλη οθόνη.

Η ταινία εκτυλίσσεται σχεδόν ολόκληρη, μέσα σ’ ένα δωμάτιο μιας πολυκατοικίας, κάπου στο Μπρούκλιν των Ηνωμένων Πολιτειών. Το cast της ταινίας αποτελείται από μόλις τέσσερις ηθοποιούς. Πρωταγωνιστούν η βραβευμένη με Όσκαρ, Κέιτ Γουίνσλετ («Mildred Pierce», «The Reader») και ο επίσης βραβευμένος με Όσκαρ, Κριστόφ Βαλτς («Water for Elephants», «Inglourious Basterds»), που υποδύονται το αντρόγυνο Νάνσι και Άλαν, αντίστοιχα. Ενώ η βραβευμένη με Όσκαρ, Τζόντι Φόστερ («Panic Room», «The Silence of the Lambs») και ο Τζον Σ. Ράιλι («We need to talk about Kevin», «Magnolia»), ενσαρκώνουν το αντρόγυνο Πενέλοπε και Μάικλ.

Το φιλμ αφορά τη θλιβερά διασκεδαστική ιστορία δύο οικογενειών που εμπλέκονται σε μια επίδειξη δύναμης, εξαιτίας ενός τσακωμού των παιδιών τους. Καθαρά θεατρική ταινία με βάση τόσο στο σενάριο όσο και στις ερμηνείες, εκεί που πολύ εύκολα ξεχωρίζει η Τζόντι Φόστερ. Υπογραμμίζονται δε έξυπνα τόσο οι γελοίες αντιφάσεις όσο και οι γκροτέσκες προκαταλήψεις, τεσσάρων ευκατάστατων Αμερικανών γονέων.

image

Γυρισμένη σε πραγματικό χρόνο, η ταινία «Ο Θεός της Σφαγής», βάζει το αντρόγυνο Νάνσι και Άλαν Κόουαν αντιμέτωπους με τη φιλελεύθερη συγγραφέα και αγωνίστρια Πενέλοπε Λόνγκστριτ και τον έμπορο σύζυγό της, Μάικλ. Απρόβλεπτη και με έντονα διαστήματα υποκριτικών εκρήξεων, η ταινία κυλάει με καλό ρυθμό και αποκαλύπτει έξυπνα την υποκρισία που κρύβεται πίσω από μία ευγενική, αλλά τυπική συμπεριφορά.

Ο Ρομάν Πολάνσκι, που είχε δει το θεατρικό έργο, κατάλαβε αμέσως ότι θα μπορούσε να γίνει μια συναρπαστική ταινία: «Ο ρυθμός του θεατρικού ήταν γρήγορος και καταιγιστικός. Αυτό που κυρίως με τράβηξε ήταν ότι η δράση εξελισσόταν σε πραγματικό χρόνο». Αρχικά ανεβασμένο στο Παρίσι, το θεατρικό έργο «μετακόμισε» στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στο Μπρόντγουεϊ το 2009. Και ήταν στο Μπρούκλιν που ο Πολάνσκι επέλεξε να τοποθετήσει το έργο, όταν το μετέφερε τελικά, στην μεγάλη οθόνη. Ο σκηνοθέτης θέλησε να παραμείνει πιστός και στον πραγματικό χρόνο που εκτυλίσσεται το έργο, παρά τις προκλήσεις που θα σήμαινε αυτό. Η δράση εκτυλίσσεται σε διάστημα μόλις, 80 λεπτών.

«Ήταν μια πρόκληση να κάνω μια ταινία σε πραγματικό χρόνο. Από τότε που ήμουν παιδί, μου άρεσαν οι ταινίες που εξελίσσονταν σε ένα σημείο πολύ περισσότερο απ’ ότι οι ταινίες δράσης. Μου αρέσει η αίσθηση της εγγύτητας που αναπτύσσεται μεταξύ των χαρακτήρων, παρόμοια με το συναίσθημα που έχεις ότι βλέπεις ολλανδικά έργα ζωγραφικής, όπως το «The Wedding Arnolfini» του Van Eyck, όπου ο καλλιτέχνης δίνει στον θεατή την αίσθηση ότι βρίσκεται στο δωμάτιο. Έχω κάνει ταινίες στο παρελθόν που εκτυλίσσονταν σε κλειστό χώρο, αλλά όχι τόσο αυστηρά όπως στο «Carnage», οπότε αυτή ήταν μια νέα εμπειρία για μένα.» – Ρομάν Πολάνσκι

Τον Μάιο του 2013, στο 66ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, προβλήθηκε η ταινία του Ρομάν Πολάνσκι με τίτλο, «Η Αφροδίτη Με Τη Γούνα». Όπως στο «Carnage» έτσι και εδώ, το φιλμ βασίζεται σε θεατρικό έργο και συγκεκριμένα στο «Venus in Fur» του Ντέιβιντ Αϊβς, που πραγματεύεται και εκσυγχρονίζει τη θεωρία του Λέοπολντ φον Ζάχερ Μαζόχ, σχετικά με την ηδονική διάσταση της υποδούλωσης του άντρα στον γυναικείο ερωτισμό. Πρωταγωνίστρια της ταινίας μας, δεν είναι άλλη από την υπέροχη Εμανουέλ Σενιέ, μούσα και σύζυγος του Πολωνού σκηνοθέτη.

image

Στη συνέντευξη τύπου, που ακολούθησε την προβολή της ταινίας στις Κάννες, ο Πολάνσκι, ερωτηθείς γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο θεατρικό έργο ως βάση για τη νέα του ταινία, δήλωσε χαρακτηριστικά:

«Μου έδωσαν αυτό το σενάριο πέρσι, εδώ, στο Φεστιβάλ, που είχα έρθει για την ειδική προβολή της «Τες», το διάβασα και το βρήκα ξεκαρδιστικό. Μου έκανε εντύπωση ότι εκτυλισσόταν σ’ έναν από τους χώρους, στη Νέα Υόρκη, όπου γίνονται οι οντισιόν. Κι αμέσως σκέφτηκα, αν το διασκευάσω θα πρέπει να το τοποθετήσω μέσα σ’ ένα θέατρο, γιατί στη Γαλλία και γενικά στην Ευρώπη εκεί γίνονται οι οντισιόν. Μια και μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, στα 14 μου ήμουν πρωταγωνιστής σε μια παράσταση στην Πολωνία, έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το άδειο θέατρο. Κι έτσι κατασκευάσαμε αυτό το σκηνικό, δεν είναι πραγματικό θέατρο. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να κινούμαστε άνετα μέσα στο χώρο και ο θεατής να μη νιώθει κλειστοφοβικά. Κατά τη δική μου γνώμη θα ήταν τρομερά βαρετό, δε θα μπορούσε καν να διασκευαστεί το έργο, αν ακολουθούσαμε την αρχική ιδέα του δωματίου για τις οντισιόν.»

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην πρώτη του ταινία, «Μαχαίρι στο Νερό» (1962), ο Πολάνσκι σκηνοθέτησε μόνο τρεις ηθοποιούς. Πενήντα χρόνια μετά στο «Carnage» (2011) το καστ αποτελείται από τέσσερις πρωταγωνιστές και στην ταινία «Η Αφροδίτη Με Τη Γούνα» (2013), μόνο από δύο. Την γοητευτική Εμανουέλ Σενιέ και τον χαρισματικό Ματιέ Αμαλρίκ.

«Ήταν όνειρό μου να κάνω μια μέρα μια ταινία με μόνο δύο ηθοποιούς. Η πρώτη μου ταινία ήταν το «Μαχαίρι στο Νερό», με τρεις ήρωες πάνω σε μια βάρκα. Κι από τότε σκεφτόμουν ότι οι δύο θα ήταν αληθινή πρόσκληση. Ξέρετε, προέρχομαι από κινηματογραφική σχολή και οι φοιτητές αγαπούν τις προκλήσεις, προσπαθούν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον. Κι αυτό εμένα μάλλον μου έμεινε. Τώρα προέκυψε το υλικό που μου επέτρεψε να κάνω αυτό το πείραμα και δε διαπίστωσα καμία δυσκολία, κύλησε πολύ ομαλά» – Ρομάν Πολάνσκι

Και ολοκληρώνουμε το συγκεκριμένο αφιέρωμα με το φιλμ «Μια Αληθινή Ιστορία» (D’après une histoire vraie / Based on a True Story) του 2017.

Η Ντελφίν είναι η συγγραφέας ενός best-seller, μιας ιδιαίτερα προσωπικής νουβέλας, αφιερωμένης στην μητέρα της. Εξουθενωμένη από τις αμέτρητες υποχρεώσεις και εύθραυστη εξαιτίας των αναμνήσεων της, η Ντελφίν βασανίζεται από ανώνυμα γράμματα που την κατηγορούν ότι έχει ρίξει την οικογένεια της στα λιοντάρια. H συγγραφέας βρίσκεται σε τέλμα ενώ παραλύει μόνο με την ιδέα ότι θα πρέπει να γράψει ξανά. Μέχρι που στον δρόμο της συναντά την Ελ, μια νέα γοητευτική, έξυπνη και διαισθητική γυναίκα. Την καταλαβαίνει καλύτερα από όλους με αποτέλεσμα η Ντελφίν να αναπτύξει ιδιαιτέρα αισθήματα για την Ελ, να την εμπιστεύεται τυφλά και να της ανοίγεται. Μέχρι που θα φτάσει η Ελ όταν μετακομίσει στο διαμέρισμα της Ντελφίν; Έχει έρθει για να συμπληρώσει ένα κενό ή για να δημιουργήσει ένα νέο; Για να δώσει στην Ντελφίν κίνητρο ή για να της κλέψει την ζωή;

Βασισμένη στη ομώνυμη νουβέλα της Delphine de Vigan – κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Utopia – η νέα ταινία του Ρομάν Πολάνσκι, «Μια Αληθινή Ιστορία», συνδυάζει το δράμα με το μυστήριο και το θρίλερ. Πρωταγωνιστούν: Εμανουέλ Σενιέ, Εύα Γκριν και Βίνσεντ Περέζ. Το υπέροχο μουσικό σκορ υπογράφει ο βραβευμένος με Όσκαρ ελληνικής καταγωγής, Γάλλος συνθέτης, Αλεξάντρ Ντεσπλά.