Ο ταξιδευτής των παράδοξων εικόνων Βέρνερ Χέρτζογκ, είναι ένας απρόβλεπτος και πάντα ανήσυχος κινηματογραφιστής. Γεννημένος στις 5 Σεπτεμβρίου του 1942, στο Μόναχο της Γερμανίας, ο σκηνοθέτης, παραμένει ένας εξερευνητής δημιουργός, στρέφοντας την κάμερά του σε ανθρώπινες ιστορίες που ευαισθητοποιούν και ενεργοποιούν συνειδήσεις. Πολυσχιδής και ακούραστος, ο Χέρτζογκ συνεχίζει ακάθεκτος να μεγαλουργεί, να συνθέτει, αποσυνθέτει και ανασυνθέτει τον κινηματογραφικό του εαυτό, μέσα από ταινίες μυθοπλασίας, αλλά και ντοκιμαντέρ. Άλλωστε, το ομολογεί και ο ίδιος: «Είμαι οι ταινίες μου». Διαβάστε επίσης το δεύτερο μέρος του σχετικού Αφιέρωματος: Βέρνερ Χέρτζογκ: Στην αναζήτηση της κινηματογραφικής αλήθειας.

Ads

«Βλέπω πλανήτες που δεν υπάρχουν και τοπία που οι άνθρωποι έχουν μόνο ονειρευτεί» – Βέρνερ Χέρτζογκ / Werner Herzog

Ο Βέρνερ Χέρτζογκ (Werner Herzog) πραγματοποίησε την πρώτη του ταινία όταν ήταν μόλις είκοσι ετών. Από την πρώτη στιγμή, τράβηξε την προσοχή, χάρις στην ανορθόδοξη και ριζοσπαστική στάση του, η οποία τον έσπρωχνε στην αναζήτηση του ορισμού και συγχρόνως των ορίων του οράματος. Οι ταινίες και τα ντοκιμαντέρ του, διαδέχονται το ένα το άλλο με φρενήρεις ρυθμούς.

Πρόκειται για ένα μοναδικό μείγμα εφεύρεσης και αλήθειας στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης, δείγματα ενός κινηματογραφικού ύφους που ξεπερνά τον υπερβολικά εύκολο διαχωρισμό μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, για να ερευνήσει την περιοχή ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία. Κυνηγώντας το όραμά του, ο Χέρτζογκ θα αψηφίσει τους κανόνες της λογικής και θα βρεθεί από το δάσος του Αμαζονίου, μέχρι την έρημο της Σαχάρας, αλλά και στις κορυφές των Ιμαλαΐων, για να κινηματογραφήσει περιοχές και κόσμους, που δεν έχει δει κανείς πριν.

Ads

image
Στα πιο γνωστά του έργα, από το “Φιτσκαράλντο” στο “Αγκίρε, η Οργή του Θεού”, κι από το “Fata Morgana”, στα πιο πρόσφατα “Grizzly Man”, “Άσπρο Διαμάντι” και “The Wild Blue Yonder”, o Χέρτζογκ στρέφει τον φακό του σε ιδιαίτερα χαρισματικές φιγούρες και αφηγείται την επίμονη και ενδόμυχα «θεαματική» αντιπαράθεση ανάμεσα στις βαθύτερες ανάγκες του Ανθρώπου και στην παθητική, αλλά και πεισματική αντίσταση της Μητέρας Φύσης, με φόντο τα συγκλονιστικά τοπία και την συχνά πυκνά σκληρή αδιαφορία των στοιχείων της φύσης και του ζωικού βασιλείου, όταν αυτά βρεθούν ανάμεσα στην κάμερα και στον στόχο της.

«Έχοντας αποκτήσει δεξιότητες μπορείς να κάνεις καλές ταινίες, αλλά η ποίηση του κινηματογράφου είναι κάτι που δεν μαθαίνεται. Εάν δεν νιώσεις την ανάγκη ότι έχεις κάτι να πεις σ’ ένα κοινό, ότι έχεις κάτι να εκφράσεις, οι δεξιότητες δεν αρκούν. Η μουσική είναι η τέχνη που βρίσκεται πιο κοντά στον κινηματογράφο απ’ ό,τι το θέατρο και η φωτογραφία. Από τα 13 έως τα 18 μου δεν άκουσα καθόλου μουσική εξαιτίας μιας τραυματικής εμπειρίας που είχα στο σχολείο όταν ένας δάσκαλος με ανάγκασε να τραγουδήσω μπροστά στην τάξη μου. Μετά τα 18 μου, όμως, ένιωσα ότι μου έλειπε πολύ η μουσική και άρχισα να την εξερευνώ […] Θα βιώσουμε μια μεγάλη αλλαγή στον κινηματογράφο, στα μέσα που χρησιμοποιούμε, αλλά υπάρχει ανασφάλεια λόγω του συστήματος διανομής το οποίο μεταβάλλεται, καθώς και λόγω της διαδικτυακής πειρατείας. Όλα αυτά μπορεί να αλλάξουν, αλλά οι αξίες του κινηματογράφου, η μαγεία της αφήγησης, η ποίηση της Έβδομης Τέχνης, δεν μπορεί να αλλάξει ποτέ. Ο αιώνας που διανύουμε, παρ’ όλο που χαρακτηρίζεται από έκρηξη των μέσων ενημέρωσης, θα είναι ο αιώνας της μοναξιάς. Μόνο το Σινεμά μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους.» – Βέρνερ Χέρτζογκ

image
image

Ο Βέρνερ Χέρτζογκ, μεγάλωσε, σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της Βαυαρίας, χωρίς τηλεόραση, κινηματογράφο ή τηλέφωνο. Η απουσία ερεθισμάτων όμως, όχι μόνο δεν απέτρεψε τον μικρό Βέρνερ Χ. Στίπετιτς (Werner Herzog Stipetić), αλλά αντιθέτως ενίσχυσε την επιθυμία του να στραφεί στον κινηματογράφο. Ο απρόβλεπτος λοιπόν και ανήσυχος Γερμανός κινηματογραφιστής, είναι εκ των σημαντικότερων εκφραστών του Νέου Γερμανικού Σινεμά. Καθώς ενσωματώνει στο έργο του στοιχεία της γερμανικής ιστορίας και της πολιτιστικής παράδοσης της χώρας του. Σε αντίθεση όμως με τους σύγχρονους του, Φασμπίντερ και Βέντερς, εκείνος μεγαλούργησε κυρίως εκτός γερμανικών γεωγραφικών συνόρων.

Διαβάστε επίσης:
Ο ασυμβίβαστος Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
Βιμ Βέντερς: Ο «Κάιζερ» του Γερμανικού Κινηματογράφου
Συνέντευξη – Βιμ Βέντερς

image
Η ανήσυχη φύση του, οδηγεί τον Γερμανό σκηνοθέτη σε δύσβατα κινηματογραφικά ταξίδια, που πολλές φορές δοκίμασαν τα όρια όσων συμμετείχαν. Είναι γνωστή εξάλλου η ρήξη του, για αυτούς ακριβώς τους λόγους, με τον αγαπημένο του πρωταγωνιστή Κλάους Κίνσκι. “Γυρίζουμε ασταμάτητα, χωρίς διάλειμμα. Φωνάζω στον Χέρτζογκ, τον χτυπάω, πρέπει να μάχομαι για κάθε σκηνή. Ελπίζω να πάθει πανούκλα!”, θα δηλώσει έξαλλος ο Κίνσκι, σ’ ένα από τα θερμά τους επεισόδια, σε μια σχέση που βάδιζε μονίμως σε τεντωμένο σχοινί.

Το 1961, κι ενώ ήταν ακόμη μαθητής, ο Χέρτζογκ εργάστηκε σε χαλυβουργείο, για να συγκεντρώσει το ποσό που θα χρηματοδοτούσε την πρώτη του ταινία, το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ “Herakles” του 1962. Το οποίο αποτελείται από ένα μοντάζ φαινομενικά ασύμβατων μεταξύ τους εικόνων, όπως αυθεντικές λήψεις από την προετοιμασία bodybuilder, αρχειακό υλικό από ένα τρομακτικό ατύχημα στην διάρκεια ενός αγώνα αυτοκινήτων ταχύτητας, αλλά και εικόνες μιας κατεστραμμένης από σεισμό πόλης.

Οι πρώτες περιπλανήσεις του σκηνοθέτη τον έφεραν το 1968 στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κω, όπου γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο “Signs of life – Σημάδια της ζωής”. Εδώ ουσιαστικά, παρακολουθούμε τον Γερμανό αλεξιπτωτιστή Στρότσεκ, ο οποίος μετά τον τραυματισμό του, στέλνεται ν’ αναρρώσει σ’ ένα απομονωμένο ελληνικό νησί. Μένει σ’ ένα οχυρό, που χρησιμοποιείται και ως αποθήκη πυρομαχικών, μαζί με τη σύζυγό του Νόρα και δύο συναδέλφους του: τους στρατιώτες Μάινχαρντ, χαρακτήρα άξεστο και βίαιο, και τον Μπέκερ, σιωπηλό και εσωστρεφή, γοητευμένο από τον αρχαιολογικό πολιτισμό. Το φιλμ, απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και ο Χέρτζογκ, σε ηλικία 26 ετών, συστήθηκε έτσι στο παγκόσμιο κοινό.

«Όταν ήμουν 15 ετών, είχα ξεκινήσει να επισκεφτώ την Ελλάδα για να ακολουθήσω τα χνάρια του παππού μου, που ήταν αρχαιολόγος στην Κω. Έφτασα στη Θεσσαλονίκη έπειτα από ολονύχτιο ταξίδι με οτοστόπ, ωστόσο ενώ βρισκόμουν περίπου 100 μέτρα από την προκυμαία, ξαφνικά άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου. Μια κυρία που έμενε σ’ ένα κοντινό διαμέρισμα με είδε, μου έφερε μια πετσέτα για να σταματήσει η ρινορραγία, με περιέθαλψε και μου πρόσφερε καφέ. Αυτή ήταν η πρώτη μου εντύπωση από την Ελλάδα και από τη Θεσσαλονίκη. Γύρισα την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου, το “Σημάδια Ζωής”, στην Κω και στην Κρήτη, ενώ επίσης έχω κάνει και μια ταινία μικρού μήκους στα ελληνικά.» – Βέρνερ Χέρτζογκ

Η ταινία “Ακόμα και οι Νάνοι Ξεκίνησαν Μικροί” (Even Dwarfs Started Small – 1970), μας μεταφέρει στην γυμνή αίθουσα ενός αστυνομικού τμήματος. Ένας νάνος είναι καθισμένος σε μια καρέκλα, κρατώντας μια καρτέλα αναγνώρισης στο χέρι. Φωτογραφίζεται και ανακρίνεται σχετικά με τις βιαιοπραγίες που ξέσπασαν στη διάρκεια μιας εξέγερσης. Έτσι επιστρέφουμε πίσω στο χρόνο, όταν οι έγκλειστοι νάνοι σ’ ένα αναμορφωτήριο εκμεταλλεύονται την απουσία του διευθυντή για να στασιάσουν. Κρατώντας όμηρο τον επικεφαλής δάσκαλο, που γελάει και ουρλιάζει τις εκδικητικές του διαθέσεις, η ομάδα είναι ελεύθερη να δράσει. Ο περιβάλλων χώρος είναι άχαρος και παράξενος και ακολουθούν, το ένα μετά το άλλο, περιστατικά όλο και πιο σουρεαλιστικά, στα οποία οι νάνοι επιδίδονται σε απίστευτους βανδαλισμούς και ωμότητες, σε μια παραληρηματική και φρενιτική κορύφωση…

To 1972 η ταινία “Aguirre, the Wrath of God – Αγκίρε, η Οργή του Θεού”, σηματοδοτεί την αρχή της σχέσης του Χέρτζογκ με τον Κλάους Κίνσκι. Φημολογείται μάλιστα, ότι όταν ο Κίνσκι απείλησε να παραιτηθεί, ο Χέρτζογκ τον σημάδεψε με όπλο, αναγκάζοντας τον να ολοκληρώσει τα γυρίσματα! Στην αυτοβιογραφία του ο Κίνσκι, που φέρει τον τίτλο “Χρειάζομαι Αγάπη”, αρνείται το περιστατικό, λέγοντας ότι το όπλο το κρατούσε ο ίδιος.

image
image

Στην ταινία, παρακολουθούμε αρχικά τον Γκονσάλο Πιζάρο, να ξεκινά μια αποστολή ανακάλυψης στις αρχές του 1560, της περιοχής πέρα από τις Άνδεις, με το όνομα Ελδοράδο, που φημολογείται ότι είναι γεμάτη από χρυσό. Αναγκασμένος όμως να σταματήσει την πορεία του, ο Πιζάρο αποφασίζει να στείλει μια αποστολή εξερεύνησης κατά μήκος του ποταμού, με αρχηγό τον Δον Πέδρο ντε Ούρσουα και υπαρχηγό τον Λόπε ντε Αγκίρε. Η βιαιότητα του ποταμού, δυσκολεύει αφάνταστα την κατάβαση με τις σχεδίες και όταν ο Δον Πέδρο αποφασίζει να επιστρέψει στην βάση, ο Αγκίρε παίρνει την κατάσταση στα χέρια του και χρίζεται αρχηγός της αποστολής. Όμως λόγω της πείνας, των συνεχών επιθέσεων των ιθαγενών και των ανυπέρβλητων εμποδίων του ποταμού, το Φεβρουάριο του 1561 ο Άγκίρε, επονομαζόμενος και «Οργή του θεού», πεθαίνει μαζί με το άπιαστο όνειρό του.

Διαβάστε επίσης:
«Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού» του Βέρνερ Χέρτζογκ με τον Κλάους Κίνσκι

Το 1978 γυρίζεται το φιλμ “Nosferatu” με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο του Γερμανό ηθοποιό Κλάους Κίνσκι (και την υπέροχη Ιζαμπέλ Ατζανί), ο οποίος θα τον ακολουθήσει και στο “Woyzeck” το 1979.

«Δεν ήθελα να κάνω ένα ριμέικ της βωβής ομώνυμης ταινίας. Στο πρωτότυπο φιλμ ο βρικόλακας δεν διαθέτει καθόλου αισθήματα, είναι ένα έντομο που πεθαίνει. Εγώ ήθελα να δείξω τον βρικόλακα ως μια ψυχή που υποφέρει. Το φιλμ του Φ.Β. Μουρνάου ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και συμβόλιζε πως κάτι σκοτεινό πλανάται πάνω από τη Γερμανία – κατά τη γνώμη μου εννοούσε τον ναζισμό. Με τη δική μου ταινία, νιώθω ότι δημιούργησα μια νοητή συνέχεια με τους κινηματογραφιστές του παρελθόντος, των οποίων το όραμα και η σκέψη διεκόπη από τον κινηματογράφο την περίοδο του ναζισμού.» – Βέρνερ Χέρτζογκ

Το θέμα της ταινίας “Woyzeck” του 1979, μας μεταφέρει σε μια γερμανική κωμόπολη, στα μέσα του 1800, εκεί όπου ζει ο στρατιώτης Woyzeck. Άνθρωπος καλοσυνάτος μα αφελής, προικισμένος με μια βαθιά ευαισθησία και αφοσιωμένος στη Μαρί, με την οποία έχει αποκτήσει κι έναν γιο. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις οικογενειακές υποχρεώσεις, κάνει περιστασιακά τον κουρέα για τους συναδέλφους του και διαθέτει τον εαυτό του ως πειραματόζωο στις περίεργες έρευνες ενός γιατρού. Οι συνάδελφοί του όμως, τον κοροϊδεύουν και τον αντιμετωπίζουν υποτιμητικά.

Η συνεργασία Χέρτζογκ – Κίνσκι, συνεχίζεται και στο θρυλικό “Fitzcarraldo” του 1982. Εκεί όπου, για να υλοποιήσει το παράτολμο σχέδιο του παρανοϊκού ήρωα, ενός Ιρλανδού τυχοδιώκτη που ονειρεύεται να φτιάξει μια όπερα στη ζούγκλα του Αμαζονίου, ο Χέρτζογκ έσυρε ένα ολόκληρο πλοίο από τη μια πλαγιά ενός βουνού, στην άλλη. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, οι σχέσεις σκηνοθέτη, ηθοποιού, έφτασαν γι’ ακόμη μια φορά στα άκρα, με τον Κίνσκι να βρίσκεται στα πρόθυρα της νευρικής κατάρρευσης. Μάλιστα, είναι κοινό μυστικό το γεγονός ότι οι Ινδιάνοι που συμμετέχουν στην ταινία είχαν προσφερθεί να δολοφονήσουν τον “δύσκολο” ηθοποιό για χάρη του σκηνοθέτη. “Μερικές φορές ευχόμουν να το είχαν κάνει”, θα αστειευτεί χρόνια αργότερα ο δημιουργός

Με τον Κίνσκι θα ξανασυναντηθεί ξανά ο Χέρτζογκ το 1987 στο “Cobra Verde”. Ταινία, η οποία μας μεταφέρει στη Βραζιλία εκεί όπου ο Φρανσίσκο Μανοέλ ντα Σίλβα, δολοφονεί το αφεντικό του ορυχείου όπου εργάζεται. Περιπλανώμενος, στη συνέχεια ως ληστής, με το προσωνύμιο Cobra Verde, σκορπίζει γύρω του τον φόβο. Μια μέρα, πιάνει κάποιον σκλάβο που το ‘σκασε και ο ιδιοκτήτης του, Δον Οκτάβιο Κουτίνιο, τον προσλαμβάνει ως επιστάτη στην απέραντη φυτεία του. Όταν όμως, αφήνει έγκυες και τις τρεις κόρες του αφεντικού, εκείνος για εκδίκηση τον στέλνει στην Αφρική με την πρόφαση να εμπορευθεί σκλάβους.

Στη δεκαετία του ’50, ο έφηβος τότε Βέρνερ Χέρτζογκ, συγκατοικούσε με τον Κλάους Κίνσκι, έναν εγωπαθή και με μανιακές κρίσεις φιλόδοξο καλλιτέχνη. Στην διάρκεια μιας τέτοιας κρίσης, ο Κίνκσι, σε κατάσταση τυφλής οργής, κατέστρεψε κυριολεκτικά το διαμέρισμα όπου διέμενε και κάπου εκεί, ξεκινά μια συνεργασία και μια μεγάλη, όσο και προβληματική, φιλία. Αυτό είναι το θέμα του ντοκιμαντέρ “My best friend”, που το 1999, οχτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κλάους Κίνσκι, ο Χέρτζογκ θα γυρίσει, αποτίοντας έναν ανορθόδοξο φόρο τιμής στον ηθοποιό και φίλο του.

Παρακολουθώντας τις ταινίες του Βέρνερ Χέρτζογκ, αισθάνεται κανείς κάπως παράξενα. Όταν πρόκειται για μυθοπλαστική ταινία, έχει την αίσθηση ότι κυριαρχεί η αληθοφάνεια και όταν είναι ντοκιμαντέρ, διακρίνεται μια υψηλή δόση στυλιζαρίσματος. Ο ίδιος μάλιστα, σε συνεντεύξεις του, ομολογεί πως δυσκολεύεται να εντάξει το πάθος του για σινεμά, μέσα στις εγνωσμένες νόρμες και φόρμες, που αυτό καθορίζει. Αδιαμφισβήτητη πάντως, είναι η αγάπη του για τη φύση, η οποία φαίνεται να συμμετέχει συχνά πυκνά στις ταινίες του και μάλιστα, σαν ισότιμο μέλος των δρώντων προσώπων.

Ο Χέρτζογκ, δεν αγαπά απλά τη φύση, συνδιαλέγεται διαμέσου των ταινιών του μαζί της και υπογραμμίζει την ευθύνη του ανθρώπου για την περιβαλλοντική υποβάθμιση του πλανήτη. “Η κλιματολογική καταστροφή δεν οφείλεται στη βιομηχανία και στα εργοστάσια ατομικής ενέργειας, αλλά σε όλους εμάς”, θα πει ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Είτε η θεματολογία των ταινιών του έχει το στοιχείο του αλλόκοτου, του παράξενου, του πρωτότυπου, είτε η οπτική με την οποία προσεγγίζει τα θέματά του διαφοροποιείται από τις συνήθεις οπτικές, τα κεντρικά πρόσωπα των φιλμ του Χέρτζογκ, είναι εγωκεντρικές φυσιογνωμίες, συχνά μάλιστα με ακραία συμπεριφορά.

image
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η “Αυγή της Απόδρασης – Rescue Dawn” του 2006, που σε μια πρώτη ανάγνωση θα λέγαμε ότι ασχολείται με τον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου ένας αιχμάλωτος πολέμου διαφεύγει στη ζούγκλα, στην ουσία όμως η ταινία μετρά τα ανθρώπινα όρια. Το φιλμ, αφηγείται την περιπέτεια του Dieter Dengler (τον οποίο εδώ ενσαρκώνει μοναδικά, ο Christian Bale) και που παλιότερα ο Χέρτζογκ είχε παρουσιάσει στο ντοκιμαντέρ “Ο μικρός Ντίτερ θέλει να πετάξει – Little Dieter Needs to Fly” το 1997.

Ο Dieter, πιλότος της αμερικανικής αεροπορίας, στέλνεται σε αποστολή στο Βιετνάμ λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος. Όταν καταρρίπτεται το αεροπλάνο του, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και φυλακίζεται μαζί με άλλους Αμερικανούς. Καταφέρνει να δραπετεύσει από το στρατόπεδο όπου κρατείται, αλλά για να επιβιώσει θα πρέπει να αντιμετωπίσει, εκτός από το ανελέητο κυνηγητό των εχθρών του και την επικίνδυνη ζούγκλα.

Παρότι τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Χέρτζογκ δηλώνει Γερμανός με επιρροές από τη Βαυαρία. Παράλληλα, διαχωρίζει τη θέση του στον κόσμο του σινεμά σε σχέση με τους συμπατριώτες του, αλλά και με το Hollywood γενικότερα, που αναπαριστά τον κόσμο σαν ένα είδος συλλογικού ονείρου. Σ’ ένα σύντομο “μανιφέστο” του, που δημοσιεύθηκε στην Αμερική, προβάλλει ως στόχο του σινεμά, την επιδίωξη μιας ποιητικής κι εκστατικής αλήθειας. Υποστηρίζει το σινεμά, εκείνο που θέτει ερωτήματα, προσπαθώντας ωστόσο να δώσει απαντήσεις δια της βαθιάς διερεύνησης του εαυτού μας κι όχι με την εύκολη χρήση των κατευθυντήριων εντολών.

image
Είναι αλήθεια πως διακρίνει κανείς τον γερμανικό προβληματισμό του εξπρεσιονισμού (γι’ αυτό και το remake της κλασσικής ταινίας του Μουρνάου, “Nosferatu”), αλλά και τη συναισθηματική φόρτιση μέσα από το αλλόκοτο και παράξενο, χαρακτηριστικό παράδειγμα του οποίου αποτελεί η ταινία “Jeder für sich und Gott gegen alle – Το αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ”, το 1974.

O Kaspar Hauser ζει αλυσοδεμένος σ’ ένα είδος στάβλου – φυλακής, χωρίς να μπορεί να δει ούτε να μιλήσει με κανέναν, αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Περνά τον καιρό του στο σκοτάδι, κοιμάται, τρώει και ζει περίπου όπως τα ζώα. Μια μέρα, ένας άγνωστος τον σέρνει έξω, προσπαθεί να του μάθει στα γρήγορα πώς να μιλά, να περπατά και να στέκεται όρθιος, για να τον εγκαταλείψει τελικά στην πλατεία μιας πόλης. Στο χέρι του, φέρει μια επιστολή προς τις αρχές του τόπου που τους λέει να τον φροντίσουν. Μετά από μια πρώτη περίοδο σύγχυσης των κατοίκων που δεν ξέρουν τι να τον κάνουν, τον παίρνει υπό την προστασία του ο δόκτωρ Ντάουμερ. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά κάποιος μυστηριώδης άνδρας, προσπαθεί να τον δολοφονήσει…

Σχετικά με την αλήθεια και την πραγματικότητα, ο Χέρτζογκ επισημαίνει πως “η πραγματικότητα δημιουργεί νόρμες, ενώ η αλήθεια φωτίζει”. Γι’ αυτό το λόγο, δεν περιορίζεται στην απεικόνιση της πραγματικότητας, αλλά στην επιπρόσθετη διερεύνησή της.

Επανερχόμενοι στους χαρακτήρες που προβάλει, διακρίνουμε εκτός από την εκκεντρικότητά τους, έναν ρομαντισμό και μια εγωμανία. Απόρροια αυτών των ιδιοτήτων τους, είναι το γεγονός ότι κινούνται κυριολεκτικά, στα όρια ανάμεσα στην τρέλα και στη λογική, ανάμεσα στην πίστη και στον ορθολογισμό. “Παίζει” έτσι ο δημιουργός με τις ανθρώπινες αντοχές, δοκιμάζοντας τες με κάθε ευκαιρία και υπό σκληρές συνθήκες, τόσο για τους ηθοποιούς του, όσο και για το σύνολο των συνεργατών του, στα γυρίσματα. Ο ίδιος πάντως δηλώνει χαρακτηριστικά: “Αγαπώ ό,τι έχει σχέση με το σινεμά: γράψιμο, μοντάζ, ηθοποιία, παραγωγή και σκηνοθεσία”.

image
Το 2009, κατάφερε να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ της Βενετίας με δύο ταινίες, τη “Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη – Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans” και το “Γιε μου, γιε μου, τι έχεις κάνει; – My son, my son, what have ye done?”. Ταινίες που προβλήθηκαν παρουσία του Χέρτζογκ και στο πλαίσιο του 50ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ένα Φεστιβάλ, που απέδωσε φόρο τιμής σ’ έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Neue Kino, του γερμανικού δηλαδή “νέου κινηματογράφου” της δεκαετίας του ’70, δίνοντας μας τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα τόσο τον ίδιο όσο και το έργο του.

Καλεσμένος του 50ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σ’ ένα υπέροχο αφιέρωμα στο σύνολο του έργου του – προβλήθηκαν συνολικά 53 ταινίες του, μεσαίου και μεγάλου μήκους, τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, αν και στην περίπτωση του Χέρτζογκ, τα όρια μεταξύ των δύο ειδών είναι λίγο δυσδιάκριτα – ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης θα δηλώσει χαρακτηριστικά στη Συνέντευξη Τύπου:

«Ούτε η φιλοσοφία, αλλά ούτε τα μαθηματικά δίνουν σαφή απάντηση για το τι είναι η αλήθεια, γι’ αυτό και προσπαθώ να την προσεγγίσω με κάθε τρόπο. Πιστεύω ότι η βαθιά φωτισμένη αλήθεια εμφανίζεται μόνη της. Την αναγνωρίζεις, νιώθοντας ότι απομακρύνεσαι από τον εαυτό σου και φτάνεις την έκσταση. Εάν πετύχεις αυτό στο σινεμά, έχεις φτάσει στο ανώτατο σημείο, έχεις καταφέρει ό,τι καλύτερο θα μπορούσες να καταφέρεις. Μπορεί να μην βρεις αυτή την αλήθεια, αλλά η αναζήτηση δίνει νόημα στην ύπαρξή σου, σου δίνει αξιοπρέπεια…»

image

Παραλαμβάνοντας το 2009 τον Χρυσό Αλέξανδρο, στην κατάμεστη αίθουσα του Ολύμπιον, από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο Βέρνερ Χέρτζογκ θα δηλώσει συγκινημένος:

«Είναι μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή να παίρνω αυτό το βραβείο από τα χέρια του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η πρώτη φορά που είδα ταινία του ήταν τη δεκαετία του ’60 και τότε αντιλήφθηκα το κουράγιο, το όραμα, την διαφορετικότητα και την έντονη πολιτιστική ταυτότητα που κουβαλούσε το έργο του. Από την άλλη μεριά, κι εγώ από την πλευρά μου δεν ήθελα να έρθω με άδεια χέρια στο φετινό Φεστιβάλ, το οποίο μου κάνει την τιμή και με βραβεύει στην 50η επέτειό του, και έτσι ήρθα με δυο καινούριες ταινίες (Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη / Γιε μου, γιε μου, τι έχεις κάνει;). Μου αρέσει που βλέπω πολλούς νέους ανθρώπους να είναι ενθουσιασμένοι με τον κινηματογράφο, καθώς μέσα από αυτό το γεγονός αναδεικνύονται πολύ καλές ταινίες. Η Θεσσαλονίκη μού έχει συμπεριφερθεί καλά και στο παρελθόν. Σας έχω ήδη διηγηθεί το περιστατικό στο οποίο στα νιάτα μου φτάνοντας με οτοστόπ στην πόλη άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου και μια γυναίκα με πήγε σπίτι της και με περιέθαλψε. Η πρώτη μου, λοιπόν, εντύπωση από τη Θεσσαλονίκη ήταν υπέροχη, ένιωσα μεγάλη ζεστασιά, και αργότερα μάλιστα έκανα και την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία εδώ, το “Σημάδια Ζωής”, καθώς και μια ταινία στα ελληνικά, τα οποία θυμόμουν παλιότερα, αλλά δυστυχώς έχουν “θαφτεί” πια στη μνήμη μου. Οφείλω να πω, επίσης, ότι στην Ελλάδα ο κόσμος βλέπει τις ταινίες μου ίσως περισσότερο και από ότι στη Γερμανία».

image

Στον δεύτερο μέρος του Αφιερώματος στον σπουδαίο Γερμανό σκηνοθέτη, θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε σε επίσης ένα μεγάλο κομμάτι της έτσι κι αλλιώς πλούσιας φιλμογραφίας του. Σκοπός μας; Η διείσδυση στο κινηματογραφικό σύμπαν μια ιδιοφυΐας, μα κυρίως η μυστικιστική εμπειρία του να βλέπεις μια ταινία του Βέρνερ Χέρτζογκ…