Όντας σημαδεμένος από την εξορία, σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μου, το θέμα της νοσταλγίας με απασχολεί, γιατί η εξορία υπαινίσσεται τη μετακίνηση και το ταξίδι. Έχοντας πειστεί πως ‘ένας μικρός Οδυσσέας’ κοιμάται μέσα στον καθένα από εμάς, αρχίζω παραθέτοντας κάποια αποσπάσματα από την Οδύσσεια. Πρόκειται για ένα απόσπασμα της ραψωδίας V (στίχοι 151-220), που ανακαλεί την παραμονή του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς.

Ads

151
Τον βρήκε καθισμένο δίπλα στη θάλασσα
Τα μάτια του πάντα θολωμένα από τα δάκρυα
Η γλυκιά του ζωή σβησμένη από τον πόνο
Η καρδιά του μακριά από τη ζωή του με τη νύμφη.
Τη νύχτα, πλάγιαζε μαζί της μέσα στη βαθιά σπηλιά
Χωρίς επιθυμία για εκείνην, μολονότι εκείνη τον ποθούσε.
Αντί γι’ αυτό, ξημεροβραδιαζόταν πάνω στα βράχια, στην άκρη της θάλασσας
Μέσα στα δάκρυα, μέσα στην οδύνη, με τους αναστεναγμούς να σκίζουν το στήθος του,
Και ατένιζε μέσα στα δάκρυα τις έρημες θάλασσες.

208
Αν ήθελες να μείνεις μαζί μου στο σπίτι
Θα σε έκανα αθάνατο και θα φύλαγες τον πόνο σου
Λαχταρώντας αιώνια ν’ αντικρίσεις την αγαπημένη σου
Δεν πιστεύω πως είμαι λιγότερο όμορφη από εκείνη.

215
Συγχώρεσέ με, Θεά λατρευτή. Το ξέρω πολύ καλά
πόσο η Πηνελόπη φαίνεται άσχημη μπροστά στη θωριά σου,
στην εμφάνιση και στη μορφή της,
για οποιονδήποτε κι αν σας συγκρίνει.
Είναι θνητή κι εσύ αθάνατη κι αιώνια νέα.
Όμως λαχταρώ ατέρμονα να επιστρέψω στην πατρίδα μου
Για να δουν τα μάτια μου τη γλυκιά ημέρα της επιστροφής (‘νόστιμον ήμαρ’).

Ads

Συνεχίζω με ένα απόσπασμα από τη ραψωδία ΙΙΙ όταν ο Οδυσσέας, υποδεχόμενος από τους Φαίακες μετά το ναυάγιό του, διηγείται, μπροστά στο βασιλιά Αλκίνοο και την αυλή του, την ίδια ιστορία:

253
Εννιά μέρες με κουβάλαγαν τα κύματα. Τη δέκατη νύχτα
Οι αθάνατοι Θεοί με αποθέσαν στην Ωγυγία
Κατοικημένη από μια πανέμορφη θεά
Την Καλυψώ, που με έθρεψε λέγοντάς μου
Πως θέλει να με μεταμορφώσει σε αθάνατο και αιώνια νέο.

258
Αλλά ποτέ δεν έπεισε την καρδιά μέσα στα στήθη μου.
Για εφτά χρόνια έμεινα μαζί της ακίνητος
Βρέχοντας κάθε μέρα που περνούσε από τα δάκρυά μου
Τα άφθαρτα ρούχα που μου είχε δώσει.

Παρατηρούμε, εδώ, πως ο Οδυσσέας συνοψίζει το πέρασμα της ζωής του που διήρκεσε εφτά χρόνια στα συνολικά δέκα χρόνια του περίπλου του· δεν αναφέρει τίποτα το σπουδαίο για τη γλυκιά ζωή του με την Καλυψώ, για το δισταγμό του να καταστεί αθάνατος και για τα δύο αγόρια που γεννήθηκαν από αυτή την ένωση: τον Ναυσίνοο και τον Ναυσίθοο (ονόματα που σχετίζονται με την πλοήγηση και το ταξίδι).

Νανούρισμα

Μπορούμε να συγκρατήσουμε τη λειτουργία της νοσταλγίας ως νανουρίσματος: τον συντροφεύει στις πολυάριθμες νύχτες του με την Καλυψώ· τον συντροφεύει επίσης κατά την εσωτερική του μάχη ενάντια στον πειρασμό να γίνει αθάνατος! Αυτή η λειτουργία της νοσταλγίας ως νανουρίσματος εμφανίζεται ακόμη πιο καθαρά σε δύο άλλες στιγμές του περίπλου του, όπως μας τις διηγείται ο Όμηρος:

– Η πρώτη λαμβάνει χώρα δύο χρόνια μετά την αναχώρησή του από την Τροία, όταν πλησιάζει την Ιθάκη: ο Οδυσσέας κρατάει το πηδάλιο, εννιά μέρες και εννιά νύχτες, αφού έχει κατορθώσει να διαφύγει, με ένα μέρος των συντρόφων του, από το νησί των Κυκλώπων· το να συστηθεί ως ‘Κανένας’ (‘ούτις’) τον βοήθησε πολύ να σωθεί και ο Αίολος, ο βασιλιάς των ανέμων, τον προστάτεψε ενάντια στο θυμό του Ποσειδώνα, του πατέρα των Κυκλώπων, κλείνοντας τους αέρηδες μέσα σε ένα ασκί για να αφήσει το Ζέφυρο να φυσήξει τα πανιά του μέχρι την Ιθάκη.

Ο Οδυσσέας αναγνωρίζει από μακριά το νησί του και πλησιάζοντας αποκοιμιέται! Οι σύντροφοί του, περίεργοι να μάθουν τι περιέχει το ασκί του Αιόλου, επωφελούνται από τη νάρκη του και το ανοίγουν: βρυχώμενοι οι άνεμοι εξαπολύονται, η Ιθάκη έχει πλέον χαθεί και η περιπέτειά τους θα συνεχιστεί για οκτώ χρόνια ακόμη· όλοι του οι σύντροφοι χάνονται σταδιακά στη θάλασσα, οι τελευταίοι πριν την άφιξη του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς. Το πέρασμα από τους Λαιστρυγόνες, την Κίρκη, τον Άδη, τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, το νησί του Ήλιου και την Καλυψώ θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί χωρίς εκείνον τον απροσδόκητο ύπνο τη στιγμή της άφιξης!

– Η δεύτερη στιγμή που η νοσταλγία γίνεται ακόμη πιο έκδηλα νανούρισμα, είναι όταν ο Οδυσσέας συνοδεύεται από τους Φαίακες που τον οδηγούν πίσω στο νησί του με το στόλο τους. Η δυνατή νοσταλγία της επιστροφής που επίκειται τον βυθίζει σε ύπνο λίγο πριν από την αποβίβαση· οι Φαίακες τον αφήνουν ενώ κοιμάται βαθιά στο νησί του και ξαναφεύγουν!

Αυτή η βαθιά διαίσθηση του Ομήρου για τις λειτουργίες της νοσταλγίας παρατείνεται από εκείνες που αφορούν τις έννοιες του οικείου και του ξένου· η ιδιοφυΐα του Freud τις ξαναβρίσκει λίγες χιλιετίες αργότερα· ο Οδυσσέας, καθώς ξυπνάει στο νησί του, δεν το αναγνωρίζει αμέσως! Έπειτα παρουσιάζεται σαν κάποιος ξένος, με κουρέλια, στους οικείους της πόλης του και του παλατιού του, που δεν τον αναγνωρίζουν (Ραψωδία ΧΙΙΙ, 187-191).

Βλέπουμε, ακολούθως, κατά πόσο αυτές οι έννοιες του οικείου και του ξένου είναι βαθύτατα συνδεδεμένες με την έννοια της νοσταλγίας. Αυτή η τελευταία υποδεικνύει, σε πρώτη φάση, την αναζήτηση της επιστροφής στο οικείο από εκείνον που ζει σαν ξένος, ή που βρίσκεται στην ξενιτιά.

Γνωρίζουμε την περιπέτεια του Freud (1919), όταν αδυνατεί να αναγνωρίσει, για μια στιγμή, ‘τον ηλικιωμένο’ που είναι ο ίδιος μέσα στην αντανάκλαση της καμπίνας του τρένου. ‘Η ταυτόχρονη δυσφορία δεν ήταν άλλωστε… ένα κατάλοιπο αυτής της αρχαϊκής αντίδρασης που καθιστούσε το δίπολο οικείο/ξένο τρομακτικό;’

Αναρωτιέται ο ίδιος (σελ. 183) εγκαινιάζοντας έτσι τον προβληματισμό σχετικά με την εγγύτητα των εννοιών του οικείου και του ξένου, προβληματισμό που θα ξαναδούμε στη συνέχεια επιστρέφοντας στην έννοια της ‘σπιτικής φωλιάς’. Συγκρατούμε εδώ τις ‘ανακαλύψεις’ του για αυτές τις έννοιες: ‘Το τρομακτικό (Unheimlich) είναι λοιπόν το οικείο (das Heimische) των αλλοτινών καιρών, ό,τι δηλαδή ήταν πρωτύτερα γνώριμο. Όσο για το πρόθεμα ‘Un’ (Unheimlich) σε αυτή τη λέξη, είναι το στίγμα της απώθησης… το τρομακτικό (Unheimlich) είναι το τρομακτικό-οικείο (Unheimlich-Heimisch) που γνώρισε μια απώθηση και επέστρεψε μέσω αυτής’ (σελ. 180).

Οι σκέψεις του Freud τον οδηγούν προς άλλα ανοίγματα: ‘το δίπολο (προβεβλημένο έξω από Εμένα ως κάτι ξένο) είναι μια μορφή που ανήκει στις εποχές της αρχικής ψυχικής ζωής που ξεπεράστηκαν… το δίπολο έγινε μια εικόνα τρόμου, όπως ακριβώς οι θεοί’. Αλλά εάν πούμε πως αυτό το δίπολο είναι συνδεδεμένο με τα ιδεατά τμήματα του Εγώ (οι Θεοί), όπως το αναλύει ο Guy Rosolato (1970), μπορούμε να πούμε πως το Εγώ ‘το γνώριμο’ είναι καθοδόν, ταξιδεύει προς την επανένωσή του με αυτό το ‘ξένο-Ιδεατό’ που είναι στις ρίζες του. Μήπως λοιπόν το Εγώ χαράζει μ’ αυτόν τον τρόπο το δικό του γίγνεσθαι;

Νόστος ή Νόστιμον;

Παρατηρήσαμε πως ο Όμηρος δεν χρησιμοποιεί τον όρο νοσταλγία αλλά τον όρο ‘νόστιμον ήμαρ’ που μπορεί να μεταφραστεί ως ‘η νόστιμη μέρα του γυρισμού’ (στη σπιτική φωλιά εννοείται). Δεν συμπεριλαμβάνει λοιπόν το άλγος (τον πόνο) σε αυτόν τον σφόδρα ποθούμενο γυρισμό παρόλο που περιγράφει με λεπτομέρειες τα δάκρυα του Οδυσσέα.

Η ιστορία της περιγραφής του πόνου του γυρισμού (‘mal du pays’) αρχίζει με την παρατήρηση του Théodore Zwinger το 1710 ο οποίος επισημαίνει την ‘έντονη θλίψη’ των Ελβετών στρατιωτών, που υπηρετούσαν στη Γαλλία ή στο Βέλγιο, όταν άκουγαν ‘κάποιο χωριάτικο σκοπό, υπό τους ήχους του οποίου οι Ελβετοί χωρικοί συνηθίζουν να βόσκουν το κοπάδι τους στις Άλπεις…’,· εξηγούσε μετά πως ‘μπροστά στον καταστροφικό αντίκτυπο αυτών των μελωδιών πάνω στους στρατιώτες, οι αξιωματικοί αναγκάστηκαν να τις απαγορεύσουν’. Οι στρατιώτες που δεν κατόρθωναν να πάρουν άδεια για να επιστρέψουν στο σπίτι τους και να γιατρευτούν έτσι από το ‘νόστο’ δραπέτευαν ή διέπρατταν αυτοκτονία (J. Starobinski, 2012). Ο όρος Νοσταλγία επινοήθηκε από τον γιατρό Jean-Jacques Harder, για να περιγράψει τα ίδια φαινόμενα· κατέστη ‘επίσημος’ όρος  με το διδακτορικό του αλσατού γιατρού Jonas Hofer.

Αυτοί οι γιατροί προέβησαν, όπως και για άλλους ιατρικούς όρους, στο συσχετισμό της ασθένειας με τις ελληνικές λέξεις που ανταποκρίνονταν σε αυτήν: η σύνδεση του νόστου (επιστροφή) και του άλγους (οδύνη) δίνει τη νοσταλγία. Είναι όμοια με άλλους ιατρικούς όρους όπως η γαστραλγία, η οσφυαλγία, κλπ. που υποδεικνύουν την περιοχή του πόνου, και αυτό εξηγεί γιατί ο όρος αυτός διατηρήθηκε. Άλλοι όροι είχαν προταθεί για να περιγράψουν το ίδιο φαινόμενο όπως: ποθοπατριδαλγία (οδυνηρή επιθυμία για την πατρίδα), φιλοπατριδομανία, ή ακόμα εκείνος τους Heimsehnucht (heim > οίκος, Sehnucht > λαχταρά), αλλά περιέπεσαν όλοι σε λήθη.

Η ‘νοσταλγία’ εξαφανίστηκε, ως ιατρικός όρος, κατά τους αιώνες που διαδέχθηκαν την επινόησή του· το γεγονός της αποϊατρικοποίησής της οφείλεται πολύ πιθανά στην εμβέλεια και το βάθος που της προσέδωσε ο ρομαντισμός. Ο ιατρικός όρος δεν έχασε ωστόσο ποτέ εντελώς αυτή του την αναφορά που τοποθετείται τόσο κοντά στην επιστήμη της ψυχοπαθολογίας. Με αυτή τη διατύπωση τον ξαναβρίσκουμε στα ψυχαναλυτικά κείμενα, από τα οποία κάποια είναι πρόσφατα.

Αυτοί οι πρόσφατοι συγγραφείς μελετούν και ερευνούν σε βάθος την κατανόηση των κλινικών περιπτώσεων μιας αδυναμίας ψυχικής διεργασίας του πένθους που εκφράζεται χωρίς την κατάσταση της μελαγχολίας. Oι συγγραφείς περιγράφουν τις ψυχικές διαδικασίες εκείνων των ‘καταθλιπτικών περιπτώσεων’ που ‘προσμένουν το παρελθόν’, ως μια αναβίωση των σχέσεων συμβίωσης (επιθυμία συμβιωτική με το πρωταρχικό αντικείμενο). Απεναντίας οι ασθενείς δεν βυθίζονται μέσα στον πρωταρχικό ναρκισσισμό παρά την ελκυστικότητα που αυτός ασκεί σταθερά και για καθέναν από αυτούς (Freud, 1914). Το γεγονός ότι κάποιοι ασθενείς βυθίζονται στη μελαγχολία θα ήταν συνδεδεμένο, σύμφωνα με τον Freud (1917) ‘με την αδυναμία της σχέσης του αντικειμένου και την κυριαρχία της ναρκισσιστικής σχέσης με το ίδιο αυτό αντικείμενο’. Οι συγγραφείς αυτοί εξηγούν πως αυτοί οι ‘νοσταλγικοί’ ασθενείς  δεν πέφτουν σε μελαγχολία εξαιτίας του γεγονότος ότι oι ιδανικές διαστάσεις του Εγώ έχουν ήδη σχηματιστεί μέσα τους.

Όντας σύμφωνος με αυτές τις μελέτες, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω μια κάποια ομοιότητα αυτών των ‘δυσκολιών ψυχικού αποχωρισμού-αυτονόμησης’, που η νοσταλγία υπαινίσσεται, με αυτές των παιδιών που επιστρέφουν στο κρεβάτι των γονιών τους τη νύχτα γιατί δεν μπορούν να κοιμηθούν∙ η δυσκολία αυτή υποδηλώνει πως η εσωτερίκευση των σχέσεων γονέων-παιδιού δεν είναι αρκετή για να συνοδεύσει τα παιδιά να διαχειριστούν τα άγχη του αποχωρισμού που ζωντανεύουν με το να κοιμηθούν πιο μακριά από τη φυσική παρουσία των γονιών.

Επιστρέφω τώρα στο θέμα της ελάττωσης της έννοιας του ‘νόστου’, όταν είναι συνδεδεμένος με το άλγος, σε σχέση με το ‘νόστιμον ήμαρ’ του Ομήρου.

Αυτό που το ‘νόστιμον’ εκφράζει, πιο πολύ ακόμα και από τον ‘νόστο’, είναι ο επιθυμία του γλυκού ξανασμιξίματος με τα ‘γνώριμα αντικείμενα και πρόσωπα’∙ αυτή η επιθυμία αφορά, εννοείται, το γεγονός πως αναβιώνει κανείς ό,τι η μνήμη διαφύλαξε σαν ανάμνηση των περασμένων όμορφων στιγμών μέσα από αυτά τα ‘αντικείμενα-πρόσωπα’∙ αυτά είναι τοποθετημένα μέσα στο ‘οικείο’ που επιθυμεί ο γυρισμός. Όμως, το ‘νόστιμον’ υποδηλώνει πιο συγκεκριμένα την αναζήτηση, στο βαθμό που είναι ταξίδι, εκείνου που ήταν ασύνειδα ευκταίο στο εσωτερικό εκείνου που η συνειδητή ανάμνηση διατήρησε∙ δεν είναι επομένως εκείνο που βιώθηκε αλλά η προσμονή μιας εκπλήρωσης που παραμένει εκκρεμής.

Να σημειώσουμε πως η λέξη ‘νόστος’ προέρχεται από το ρήμα ‘νέομαι’ που θα πει: ανοίγω πιανιά, πλοηγούμαι, ταξιδεύω. Άλλωστε πολλοί δημιουργοί αντιλήφθηκαν τη νοσταλγία ως μια εκπλήρωση σε αναμονή και προς την οποία το υποκείμενο οδεύει τοποθετώντας την αναχώρηση στο παρελθόν! Κατά τον ίδιο τρόπο, πολυάριθμοι ποιητές ύμνησαν ή στοχάστηκαν πάνω σε αυτή την έννοια. Ιδού ένας εξ αυτών που μου φαίνεται πως βρίσκεται στην καρδιά του θέματος:

Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε
Κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…
Τάσος Λειβαδίτης
Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2010, σελ. 4.

Μπορούμε έτσι να κατανοήσουμε πως ο ρομαντισμός (1770-1850) βρήκε πολύ περιορισμένο το νόημα της ιατρικής σημασίας της λέξης Νοσταλγία. Πρωτύτερα, ο Goethe και ο Schelling είχαν ήδη μιλήσει αρκετά για την αναζήτηση μέσα στην οποία βρίσκεται κάθε άνθρωπος, εν αγνοία του, την αναζήτηση μιας βαθιάς ένωσης, που υπήρξε και που χάθηκε, με τη φύση. Ο Victor Schlegel, αυτός ο μεγάλος πυλώνας του ρομαντισμού, θεωρεί την ουσία της φιλοσοφίας σαν την νοσταλγία του ατελεύτητου, με τον άνθρωπο να μοιάζει με ένα ‘σκεπτόμενο δέντρο’ που βουτάει τις ρίζες του μέσα στη γενέθλια γη (Heimat). Ομοίως, ο Friedrich von Schiller αναφέρεται αρκετά στο Sehnsucht (λαχτάρα) αυτής της χαμένης από χέρι ένωσης. Τη διακρίνουμε στο πέρασμα που ο Freud επαναλαμβάνει, στις σκέψεις του για το τρομακτικό και το οικείο (Un-heimlich) επαναλαμβάνοντας τη φράση του Schiller (την οποία παραθέτει ο Joseph Körner, 1888-1950):

Η παλίρροια και η άμπωτη των κυμάτων
Ονειροπόλες και οικείες  σαν ένα λίκνο

Είδαμε ήδη την μεγάλη εγγύτητα, που ο Freud επισήμανε, των λέξεων Heimlich και Unheimlich, που κι οι δυο πηγάζουν από το ‘oίκος-οικείο’ (Heim):∙ να σημειώσουμε πως αυτή η τελευταία έννοια, Heim, απαντάται και στη φράση ‘anheim stellen’ που σημαίνει: να απελευθερώνεις κάποιον∙ αυτή υπονοεί πως αν κάποιος παρέμενε στον Οίκο (anheim), σπίτι του, θα ήταν ένας φυλακισμένος! Είδαμε το έκτροπο που απέδωσε ο ναζισμός στον όρο Heimat (πατρίδα-ρίζα-φυλή), σε ευθυγράμμιση με την φυλακή της ‘καθαρής ρίζας της Αρίας φυλής’.

Είναι η δουλειά των J. L. Nancy και Ph. Lacoue-Labarthe που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε αυτό το έκτροπο μέσα από την εξέλιξη του λογοτεχνικού απόλυτου της ‘Φύσης Φιλοσοφίας’ του ρομαντισμού: αυτή έγινε πολιτικό μήνυμα μέσα στις συνθήκες πολιτικού κενού της τότε εποχής∙ και επανερχόμενη αργότερα στις αναλύσεις του Heidegger, η Πατρίδα (Heimat) ήταν έτοιμη για την ανάπτυξη της ‘Αρίας φυλής’ του ναζισμού (Nassikas 2011).

Εξορία και Νοσταλγία (Νοσταλγία του πρώην εαυτού : ex-il)

Η προσδοκία του ‘νόστιμον ήμαρ’, της νοστιμότατης  ημέρας της επιστροφής κοντά στους οικείους ή στην «σπιτική φωλιά», θέτει ερωτήματα σχετικά με αυτή την έννοια της ‘σπιτικής φωλιάς’: πού και πότε είμαστε στη «σπιτική φωλιά μας»; Είδαμε λίγο πριν, και με αναφορά στον Λειβαδίτη, πως δεν είμαστε ποτέ εκεί, πως είμαστε πάντα ‘εξόριστοι’ κάπου και σε αναζήτηση αυτής της «φωλιάς».

Η επικαιρότητα μας προσφέρει αφθονία περιπτώσεων εξόριστων, ανθρώπων που υποχρεώθηκαν να αποκοπούν από το οικογενειακό τους περιβάλλον γιατί αυτό είχε γίνει αφιλόξενο κι ακόμη διωκτικό (κλιματικές καταστροφές, πόλεμοι, δικτατορίες και βασανιστήρια των αντιφρονούντων, κλπ.). Αυτοί οι εξόριστοι αναζητούν φιλόξενους τόπους που θα μπορούν να τους προσφέρουν προστατευτικά ‘ψυχικά περιβλήματα’ για την επιβίωσή τους. Zουν όμως συχνά μέσα στη νοσταλγία της επιστροφής ‘στο σπίτι τους’.

Υπάρχουν άλλοι εξόριστοι που απορρέουν όχι από εξωτερικό αναγκασμό μα από μια εσωτερική ‘ώθηση’, από ένα ‘όνειρο άνθησης’ του Εγώ μέσα σε ένα ‘αλλού’. Και όπως πολλές φορές συμβαίνει, οι δύο ‘ωθήσεις, η μία προς το ‘αλλού’ και η άλλη προς το «οικείο» συνυπάρχουν σε έναν συνεχή ανταγωνισμό.

Αυτό το ‘αλλού’ παρουσιάζεται, σε πρώτο πλάνο και τις περισσότερες φορές, γεωγραφικά. Θα αφορούσε, στην πραγματικότητα, μια προβληματική πιο βαθιά στο εσωτερικό του Εγώ του καθενός: το Εγώ δεν θα ήταν ποτέ απόλυτα ευτυχισμένο με τον εαυτό του (εκτός από την περίπτωση των ναρκισσιστικών παθολογιών)∙ είναι περισσότερο μέσα σε μια διαρκή ένταση ανάμεσα σε δύο πόλους:

– Εκείνον που ωθεί προς το ξανασμίξιμο με το Ιδανικό-Εγώ του πρωτογενούς ναρκισσισμού προς τον «πρώην-εαυτό» (ex-il): ο πρώτος «εαυτός» (πρωταρχικό Εγώ) διαμορφώνεται μέσα στην προλεκτική ‘πρωτόγλωσσα’ (κωδικοποιημένος από τα τοπικά πολιτισμικά στοιχεία) των πρώτων σχέσεων του παιδιού.

– Εκείνον που ωθεί το Εγώ προς το δικό του γίγνεσθαι: είναι ο «εαυτός» που απορρέει από την ενστικτώδη του αναζήτηση για να ξαναβρεί τα ίχνη της πρώτης συνάντησης με το αντικείμενο και μέ αυτή την κίνηση ταυτίζεται το Εγώ-ηδονή (Freud, 1925). Οι ταυτοποιήσεις του Εγώ, με το ίδιο αντικείμενο των ορμών, το οδηγούν στο να απομακρυνθεί από το Iδανικό-Εγώ, που αυτοϊκανοποιείται στον πρωτογενή ναρκισσισμό, και στο να μπει σε κίνηση (σε ταξίδι;) με προορισμό τις πραγματώσεις αυτών των ιδανικών (του Εγώ). Αυτά τα ιδανικά εγγράφουν το Εγώ, από τις απαρχές του, μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι∙ πρόκειται για τα κοινωνικά ιδανικά που είναι οι κινητήριες δυνάμεις της μετουσίωσης (Laplanche, 2008).

Το λίκνο του Εγώ (χωρίς άλγος)

Γνωρίζουμε πως το Εγώ οπισθοδρομεί κάθε νύχτα καθώς κινείται, μέσα στο όνειρο, στην αναζήτηση  της ‘αισθητηριακής ταυτότητας’, της πρώτης συνάντησης με το αντικείμενο της ικανοποίησης των ορμών (Freud, 1900). Αυτή η αναζήτηση είναι εννοείται ασύμπτωτη γιατί αυτό το αισθητηριακό ίχνος έχει χαθεί για πάντα. Αυτό βρίσκεται στη βάση της ‘παραισθητικής ικανοποίησης της επιθυμίας’, που το όνειρο πραγματοποιεί, αναπαράγοντας έτσι, κάθε νύχτα, την αυτό-ερωτική κίνηση. Δημιουργός του ψυχισμού, ιδιαίτερα στις απαρχές του, ο Aυτοερωτισμός παραμένει διακριτικά παρών σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας μέσω των πολλαπλών ηδονών που απολαμβάνουμε. Γίνεται εξάλλου ένα σύστημα αυτο-κατευνασμού, κάποιες φορές, το οποίο το υποκείμενο αναπαράγει συνεχώς, όταν αδυνατεί να καταλαγιάσει τους φόβους του, τις αγωνίες και τα άγχη του μέσα από τις εσωτερικευμένες παρουσίες των γονεϊκών σχέσεων (η ξακουστή ‘αγκαλιά του Μορφέα’).

Είναι αυτό που συμβαίνει μέσα στην αυτό-αιώρηση των μωρών τη στιγμή που αποκοιμιούνται, αλλά και όταν πιπιλούν το δάκτυλό τους, ή όταν χρειάζονται φως, μουσική ή να αγγίξουν κάποιον για να μπορέσουν να βρουν τον ύπνο τους. Το μωρό αναπαράγει έτσι ολομόναχο το ‘νόστο’, την επιστροφή του οικείου στο επίπεδο της αντιληπτικής αισθητηριακής παρουσίας, ανακουφίζοντας έτσι την ανεπαρκή λειτουργία της ‘αγκαλιάς του Μορφέα’ μέσα του.

Μπορούμε να διαπιστώσουμε πως αυτή η λειτουργία του ‘λίκνου’, του αυτοερωτισμού που οπισθοδρομεί, δεν περιέχει πόνο∙ μπορούμε έτσι να πούμε πως υπάρχει ‘νόστος’, ξανασμίξιμο, χωρίς άλγος (πόνο). Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όταν ο πόνος είναι το ζητούμενο (μέσα από τους αυτοτραυματισμούς των εφήβων ή όταν το λίκνισμα των μωρών είναι τόσο έντονο που καταλήγουν να χτυπήσουν το κεφάλι τους στις ράβδους του κρεβατιού για να καταφέρουν να βρουν ύπνο) τότε δεν βρισκόμαστε πια στο πεδίο του αυτοερωτισμού.

Το να εξηγήσουμε αυτές τις εκδηλώσεις ως μαζοχιστικές δεν φαίνεται αρκετά ικανοποιητικό. Η εμπειρία μου στο βρεφοκομείο της Lyon με οδήγησε σε μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων: για να θεραπευτούν τα μωρά, που αυτοχτυπιούνται για να κοιμηθούν, χρειάστηκε να αναπτυχθούν θεραπευτικές τεχνικές που περνούσαν από τη μεσολάβηση και το μοίρασμα των αισθήσεων και τη χαρά του παιχνιδιού μέσα στο νερό∙ αρχίζοντας τη διάκριση μεταξύ ευχάριστου-ασφαλούς περιεχομένου και διαπροσωπικού περιεχομένου επέτρεπε στα βρέφη να κατανοήσουν λίγο λίγο τα βιώματά τους∙ αυτό το άνοιγμα στην σχέση, αίσθηση κατανόησης από τον άνθρωπο με τον οποίο άρχιζε να μοιράζεται βιώματα, καθιστούσε σιγά σιγά λιγότερο απαραίτητη για το βρέφος τη χρήση των βίαιων αυτοχτυπημάτων προς τον ίδιο τον εαυτό του την ώρα του αποκοιμίσματος. 

Η «σπιτική φωλιά» υπάρχει;

Μετά από τις σκέψεις που προηγούνται, επανερχόμαστε στο  ζήτημα της ‘σπιτικής φωλιάς’, που θα ήταν η κινητήρια δύναμη του νόστου. Προς την κατεύθυνση (της γλώσσας) η Barbara Cassin (2013) προσανατολίζει τη σκέψη της σχετικά με τη «σπιτική φωλιά». Διαπιστώνει τη χρήση σημαδιών που επιτρέπουν την αναγνώριση του Οδυσσέα από την Πηνελόπη. Μεταθέτει έτσι τα γεωγραφικά σημεία αναφοράς  της «σπιτικής φωλιάς» προς την κατεύθυνση της μητρική γλώσσας που περιέχει και τα σημάδια της πρωτογλώσσας. Θεωρεί λοιπόν πως η μητρική γλώσσα αποτελεί μέρος της «σπιτικής φωλιάς». Για να το αποδείξει στηρίζεται στις αναφορές της Hannah Arendt η οποία έβρισκε ξανά, μετά την εξορία της στις Η.Π.Α., μια σπιτική φωλιά μέσα στη μητρική γλώσσα (τα γερμανικά), ενώ δεν έβρισκε το ίδιο μέσα στην Heimat (τη γενέθλια γη).

Η γενέθλια γη τροφοδότησε την εξιδανίκευση των ριζών και την αναζήτηση του ‘καθαρόαιμου’ από το ναζισμό, με τις συνέπειες που μας είναι γνωστές. Η νοσταλγία των ρομαντικών περιορίστηκε έτσι σε μια επιδερμική στεναχώρια ενώ αντίθετα σήμαινε, σύμφωνα με τα λόγια του Novalis, το ότι είναι κανείς οπουδήποτε σπίτι του, διαμέσου της βαθιάς σύνδεσης με τη φύση, και όχι διαμέσου της εξιδανίκευσης μιας ρίζας. Η Barbara Cassin μένει με την απορία του ζητήματος της «σπιτικής φωλιάς» διατυπώνοντας πως ο Οδυσσέας ξαναφεύγει την επαύριο της μοναδικής νύχτας που πέρασε στο πλευρό της Πηνελόπης μετά από είκοσι χρόνια ‘νόστου’∙ είναι άραγε αυτό σημάδι πως η «σπιτική φωλιά» είναι πάντοτε αλλού και μέσα σε άλλες εκπληρώσεις;

Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδηγούν στην ψυχαναλυτική σκοπιά του ζητήματος που θέτει η Barbara Cassin: πώς και πού το Εγώ μπορεί να νοιώσει ‘σπίτι του’; Εννοούμε αυτό το ερώτημα ως την αναζήτηση της αναγνώρισης από τους άλλους (τα οικογενειακά πρόσωπα) αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό. Αυτή η αναζήτηση του Εγώ με σκοπό να εντοπίσει ξανά τον εαυτό του εκτυλίσσεται πολύ πιθανά μέσα στην ένταση ανάμεσα

– Από τη μία, στην επιθυμία της επιστροφής προς τον πρώην-εαυτό (ex-il) ενός αυτοϊκανοποιητικού και πρωτογενούς ναρκισσισμού και,
– Από την άλλη, στο γίγνεσθαι, προσχεδιασμένο από τις απαρχές, από τον Ιδανικό του Εγώ∙ τα ιδανικά που απαρτίζουν το γίγνεσθαι πηγάζουν από τους γονείς, από τη γενεαλογία και από την κοινωνική ομάδα. Οι πρωτογενείς ταυτοποιήσεις είναι οι κύριοι ‘τροφοδότες’ αυτών των ιδανικών. Tο γεγονός αυτό κάνει τον άνθρωπο να είναι μια ύπαρξη που δεν μπορεί να εκπληρωθεί και να νοιώσει αναγνώριση έξω από τον κοινωνικό του χώρο. Αυτά τα ιδανικά βρίσκονται επίσης στις καταβολές του κινήματος της μετουσίωσης, που παρορμάται από το Υπερεγώ από τις απαρχές της ψυχικής ζωής και με κατεύθυνση τις επιστημονικές ή καλλιτεχνικές δημιουργίες αλλά και με κατεύθυνση όλα όσα είναι πηγές του ωραίου στην καθημερινή ζωή. Το Εγώ βρίσκεται στη στη δυναμική να πλησιάσει την «σπιτική φωλιά» του μέσα στη διαδρομή πραγματοποιήσεων αυτών των ιδανικών του. Ξαναβρίσκει έτσι, καθοδόν, τη σημαντική διάσταση, που συχνά διέφευγε της προσοχής, της λέξης νόστος που σημαίνει ταξίδι.

Ο Rainer Maria Rilke είχε εντρυφήσει στη βαθιά σημασία της «σπιτικής φωλιάς» , ας τον ακούσουμε:

Γεννιόμαστε, as το πούμε έτσι, προσωρινά κάπου, και σιγά σιγά αναδομούμε μέσα μας τον τόπο καταγωγής μας. Ξαναγεννιόμαστε έτσι, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο καθοριστικά.
Lettre milanaise, 23 janvier 1923

*Μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά: Καλλιόπη Γερωνυμάκη.

**Ο Κώστας Νασίκας είναι ψυχαναλυτής, μέλος της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (APF), Τ. Προσκεκλημένος Διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Lyon-1 και Iατρικός Yπεύθυνος του “Οίκου Εφήβου” της Lyon. Έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθρα και βιβλία. Οργανώνει τα τελευταία χρόνια ένα ερευνητικό εργαστήρι με τίτλο “Χώροι (ανα)δημιουργίας της γλώσσας (Fabriques de la langue)”, όπου συμμετέχουν γλωσσολόγοι, λογοτέχνες και ψυχαναλυτές. Ένα βιβλίο με τον αντίστοιχο τίτλο κυκλοφόρησε από τις Presses Universitaires de France (PUF) το 2012, en allo me titlo : Autorité et force du dire, στις ίδιες εκδόσεις το 2016, κι ένα με τίτλο: L’ABSENCE, aux origines du signe et du transfert, βγείκε στις βελγικές εκδόσεις ΕΜΕ το 2021. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τα βιβλία του «Σωματική και ονειρική μνήμη» Εκδόσεις Αρμός – 2020, και «Εξορίες γλώσσας» Εκδόσεις Αρμός – 2020.