Η Βραζιλία κατάργησε τη σκλαβιά πριν από 130 χρόνια, αλλά η κοινωνία της δεν κατάφερε να κλείσει τους λογαριασμούς με τα εγκλήματα που έλαβαν χώρα. Πολλοί Αφρο-Βραζιλιάνοι παραμένουν παγιδευμένοι σε έναν κύκλο βίας και σκλαβιάς, κληρονομιά του τεράστιας κλίμακας δουλεμπορίου της Βραζιλίας.

Ads

Τα αποδεικτικά στοιχεία για το μαζικό έγκλημα παρέμειναν κρυμμένα για πολύ καιρό. Πριν φτάσει η Ιταλίδα νύφη του τον Σεπτέμβριο του 1843, ο αυτοκράτορας Πέδρο ΙΙ της Βραζιλίας διέταξε να καταστραφεί η αποβάθρα στο παλιό λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο και να κατασκευαστεί νέα στην θέση της. Σε αυτήν την αποβάθρα, μεταξύ του 1774 και του 1831 αποβιβάστηκαν περίπου 700.000 σκλάβοι, περισσότεροι από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτό το γεγονός.

Αφρικανοί που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στην Βραζιλία, κυριολεκτικά στοιβαγμένοι σε άθλια αμπάρια, ο ένας πάνω στον άλλον, πετάγονταν στους κοντινούς λόφους της πόλης, ούτε καν σε μαζικούς τάφους, αλλά σε πρόχειρους λάκκους, ανάμεσα σε σκουπίδια και νεκρές αγελάδες. Το 1996, μια οικογένεια ανακάλυψε τα υπολείμματα αυτού του νεκροταφείου στα θεμέλια του σπιτιού της και αποφάσισε να δημιουργήσει έναν χώρο μνήμης για εκείνους τους ανθρώπους. Αλλά, όπως αναφέρει η Deutsche Welle, αυτός ο χώρος πρόκειται τώρα να κλείσει, αφού η κυβέρνηση της Βραζιλίας δεν τους έδωσε την παραμικρή οικονομική βοήθεια όλα αυτά τα χρόνια.

Η αποβάθρα Valongo του Ρίο, από την άλλη, ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO πριν από ένα χρόνο. Η περιοχή γύρω από τους κάβους στους οποίους έδεναν τα δουλεμπορικά είναι σήμερα η καρδιά μιας γειτονιάς γνωστής με το όνομα «Μικρή Αφρική», η οποία είναι τουριστικός μαγνήτης. Ωστόσο, οι υπενθυμίσεις της δουλείας φαίνεται να είναι ανεπιθύμητες σε επίσημο επίπεδο στη Βραζιλία, ακόμη και σήμερα.

Ads

«Χρυσός νόμος», μαύρη ζωή

Ο Χρυσός Νόμος της αυτοκρατορικής πριγκίπισσας της Βραζιλίας Ισαβέλας, στις 13 Μαΐου του 1888, επισήμως έβαλε τέλος στο καθεστώς της δουλείας στην Βραζιλία. Η κατάργησή της έλαβε χώρα χωρίς αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες (1861-1865) ή εξέγερση σκλάβων όπως στην Αϊτή (1794). Όταν η Αγγλία απαγόρευσε το διατλαντικό εμπόριο σκλάβων της Βραζιλίας περνώντας το Νόμο του Αμπερντιν (Aberdeen) το 1845, οι βραζιλιάνικες φυτείες αντιμετώπιζαν έλλειψη εργατικού δυναμικού. Αυτή η έλλειψη αντισταθμίστηκε από Ευρωπαίους μετανάστες, οι οποίοι δεν χρειαζόταν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους, όπως συχνά έκαναν οι δούλοι. Και, εν πολλοίς, δεν κόστιζαν και πάρα πολύ ακριβότερα από αυτούς…

Η Βραζιλία δεν τερμάτισε τη δουλεία παρά μόνο όταν έπαψε να υπάρχει το οικονομικό σύστημα στο οποίο βασίστηκε. Οταν, δηλαδή, δεν την χρειαζόταν άλλο. Ήταν η τελευταία χώρα στην Αμερική που το έπραξε. Και η κληρονομιά των 350 χρόνων δουλείας ήταν συγκλονιστική: Οι μισοί από τους σκλάβους που διέσχισαν με την βία τον Ατλαντικό κατέληξαν στην Βραζιλία. Δύο εκατομμύρια από αυτούς έφτασαν μόνο στο Ρίο, άλλοι 5,8 εκατομμύρια στις φυτείες κατά μήκος της ακτής.

Οι βραζιλιάνικες φυτείες είχαν μια ακόρεστη πείνα για ανθρώπινη σάρκα σε όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς. Εκτιμάται ότι ένας στους 10 Αφρικανούς πέθανε κατά τη διάρκεια του διάπλου του Ατλαντικού. Όταν τα πλοία κατέπλεαν στις βραζιλιάνικες ακτές, οι οικογένειες των σκλάβων χωρίζονταν. Οι άνδρες στέλνονταν στις φυτείες των πιο απομακρυσμένων περιοχών της χώρας, ενώ οι γυναίκες, βιασμένες από τους λευκούς αφέντες τους, δούλευαν κυρίως στα σπίτια. Και, όπως συνέβαινε σε όλες τις δουλεμπορικές χώρες, οι λευκοί αφέντες είχαν απόλυτη εξουσία πάνω και στο σώμα και τα κόκαλα των δούλων τους. ‘Ηταν ολοκληρωτική ιδιοκτησία τους.

Παρ ‘όλα αυτά, η πεποίθηση ότι η δουλεία στη Βραζιλία ήταν πιο «ανθρώπινη» από ό,τι αλλού εξακολουθεί να κυριαρχεί σήμερα. Επιλεκτικές και διαστρεβλωμένες εικόνες και αναφορές από εκείνη την εποχή – που σπάνια, εάν όχι καθόλου, μαρτυρούσαν την φρικτή πραγματικότητα της κατάστασης – συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του μύθου. Όταν οι δούλοι της Βραζιλίας τελικά απελευθερώθηκαν το 1888, αντιμετώπισαν την οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση, παρά βίωσαν την επίσημη διακήρυξη της ελευθερίας τους. Αφέθηκαν απλά στην «μοίρα» τους, χωρίς γη, χωρίς χρήματα και χωρίς εκπαίδευση. Και αυτή εξακολουθεί να είναι και η «μοίρα» των απογόνων τους σήμερα.

Εκατομμύρια Αφρο-Βραζιλιάνοι ζουν σήμερα υπό τις ίδιες άθλιες συνθήκες που οι πρόγονοί τους αντιμετώπισαν πριν από 130 χρόνια. Οι φαβέλες στις παρυφές των βραζιλιάνικων μεγαλουπόλεων δεν είναι διαφορετικές από αυτές του 19ου αιώνα. Εκατομμύρια Βραζιλιάνοι παραμένουν αποκλεισμένοι και ανεπιθύμητοι από την κοινωνία. Οι νέοι μαύροι αποτελούν τα δύο τρίτα των 60.000 θυμάτων βίαιων εγκλημάτων της Βραζιλίας κάθε χρόνο. Αποτελούν επίσης τα δύο τρίτα του πληθυσμού των φυλακών της χώρας.

Η Βραζιλία δεν τους προσφέρει άλλη προοπτική εξόδου από τον κύκλο της βίας που έχει τις ρίζες της στην εποχή της δουλείας, δηλαδή την εξέγερση ενάντια σε μια εχθρική κοινωνία και τη βία κατά του «άλλου». Και αυτοί οι «άλλοι» δεν είναι αναγκαστικά λευκοί, οι οποίοι παραμένουν ανέγγιχτοι όπως και τον 19ο αιώνα: Η μαύρη βία, με όλη της την απελπισία και το μίσος της, κατευθύνεται προς άλλους μαύρους.

Η κληρονομιά της δουλείας δεν ανακινείται εύκολα, λέει ο Ιταλός ψυχαναλυτής, Κοντάρντο Καλιγκάρις, ο οποίος ζει στη Βραζιλία από τη δεκαετία του 1980. Όπως σημειώνει κάθε Βραζιλιάνος μεταφέρει την εικόνα του βίαια κυρίαρχου «αποικιοκράτη» και «εκμεταλλευτή». «Κάθε ξεχωριστή σχέση στη εξουσιαστική δομή της Βραζιλίας εμπεριέχει το φάσμα της δουλείας», λέει ο Καλιγκράρις. Η δύναμη, αναφέρει, είναι επίσης αρθρωμένη μέσω της σωματικής κυριαρχίας. Είναι το «θορυβώδες φάντασμα» της δουλείας που αρνείται να φύγει.

Σύγχρονη δουλεία

Και η ίδια η δουλεία αρνείται να φύγει. «Κάποιος εξακολουθεί να σκέφτεται την εκδοχή της δουλείας του Χόλιγουντ, στην οποία τα θέματα δένονται σε πάγκους και τρέχουν κάτω από το μαστίγιο», αναφέρει ο Γάλλος δομινικανός μοναχός Χαβιέ Πλασά και συνεχίζει: «Αλλά σήμερα οι άνθρωποι υποδουλώνονται από την οικονομική εξάρτηση, παρά από τις αλυσίδες». Από τη δεκαετία του 1980, ο Πλασά αγωνίζεται μαζί με άλλους καθολικούς ενάντια σε αυτή τη σύγχρονη μορφή δουλείας. Χάρη στις προσπάθειές τους, η κυβέρνηση της Βραζιλίας ψήφισε ένα νόμο που απαγόρευε μια τέτοια σύγχρονη εκδοχή δουλείας στην εργασία, το 1995. Από τότε, περίπου 54.000 σκλάβοι έχουν απελευθερωθεί. Αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν στους βοσκότοπους του Αμαζονίου, στα παράνομα εργοστάσια ρούχων του Σάο Πάολο και στις περιοχές παραγωγής ξυλοκάρβουνου βράχου της βορειοανατολικής Βραζιλίας, έναντι άθλιων μεροκάματων.

Το 2017, ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Μικέλ Τεμέρ, προσπάθησε να αποβάλει τον όρο «σύγχρονη δουλεία», αφαιρώντας την αναγκαστική οικονομική εξάρτηση ως ένα από τα καθοριστικά κριτήρια. Αναγκάστηκε όμως σε άτακτη υποχώρηση αφού αντιμετώπισε ένα κύμα παγκόσμιας αγανάκτησης.

Ο Celso Athayde, ακτιβιστής στα Αφρο-βραζιλιάνικα κοινωνικά κινήματα, γνωστά ως «Μαύρο Κίνημα», λέει ότι το σύννεφο της δουλείας μπορεί να φύγει μόνο εάν ο πληθυσμός της Βραζιλίας με σκουρόχρωμο δέρμα γίνει τελικά ο πρωταγωνιστής της ιστορίας του. Ο Athayde είναι ο ιδρυτής του πρώτου πολιτικού κόμματος της χώρας για τους μαύρους, του Frente Favela Brasil. Αντιμέτωποι με τον ρατσισμό και τις διακρίσεις των λευκών, ο Athayde φέρνει τις σχολές samba της χώρας ως αρνητικό παράδειγμα του τι συμβαίνει όταν οι μαύρες οργανώσεις ανοίγονται σε λευκούς: Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι λευκοί είχαν πάρει τον έλεγχο των σχολών samba. Δεν θέλει να δει να συμβαίνει το ίδιο στο κόμμα του.

Πιστεύει ότι οι λευκοί δεν θα είναι ποτέ ικανοποιημένοι παίζοντας υποστηρικτικό ρόλο, επειδή θέλουν να βρίσκονται πάντα μέσα στο πλάνο. «Αντίθετα, εμείς οι μαύροι θέλουμε να κρυφτούμε πίσω από τους λευκούς γιατί φοβόμαστε να παίξουμε ηγετικό ρόλο. Αλλά πρέπει τελικά να μάθουμε πώς να περάσουνε μπροστά.».