Μπορεί η πρόσφατη εμφάνιση φασιστικών ταγμάτων εφόδου στην Ιρλανδία να προκάλεσε έκπληξη, τόσο στο εξωτερικό, όσο ακόμη και στο εσωτερικό της, αλλά δεν ήταν όλοι ανυποψίαστοι.

Ads

Με αφορμή μια, επίσης σπάνια στο είδος της για τη χώρα, επίθεση με μαχαίρι στο Δουβλίνο, που προκάλεσε τον τραυματισμό πέντε ανθρώπων, ανάμεσά τους τριών παιδιών, ακροδεξιές – φασιστικές ομάδες ξεχύθηκαν στους δρόμους και σε ένα παραληρηματικό κρεσέντο βίας, έκαψαν, έσπασαν, έβρισαν και έθεσαν, αντικειμενικά, το πολιτικό σύστημα προ των ευθυνών του.

Προς το παρόν, αυτό το τελευταίο είναι μια ευχή, την οποία έκανε από τους πρώτους στον Guardian, ο δημοσιογράφος, Stephen McDermott, γράφοντας ότι «ίσως το χάος στο κέντρο της πόλης την περασμένη εβδομάδα να βάλει επιτέλους τέλος στον εφησυχασμό των πολιτικών απέναντι στις βίαιες αντιμεταναστευτικές ομάδες».

Τα επεισόδια ξέσπασαν όταν την μέρα της επίθεσης διαδόθηκαν ανεπιβεβαίωτες αναφορές ότι ο δράστης ήταν μετανάστης.

Ads

Αργότερα έγινε γνωστό ότι αν και ο ύποπτος είναι αλγερινής καταγωγής, είναι πολιτογραφημένος Ιρλανδός πολίτης που  ζει στη χώρα εδώ και δύο δεκαετίες.

Αν και η επίθεση ουδέποτε χαρακτηρίστηκε ως «τρομοκρατική», η ταυτότητα των αυτουργών των επεισοδίων ήταν απολύτως ξεκάθαρη ακόμη και στην αστυνομία:

Ο επικεφαλής της ιρλανδικής αστυνομίας, Ντρου Χάρις, δήλωσε ότι πρόκειται για μια «τρελή συμμορία που καθοδηγείται από την ακροδεξιά ιδεολογία».

«Αυτές είναι ντροπιαστικές σκηνές» πρόσθεσε, μιλώντας σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.

Σίγουρα είναι ντροπή, αν και η «τρέλα» μακράν δεν αρκεί για να εξηγήσει τη φασιστική ρελάνς.

Όπως αναφέρει σχετικά ο McDermott, «μια παράξενη δυαδικότητα χαρακτήρισε τις ταραχές της Πέμπτης στο Δουβλίνο: το επίπεδο της βίας αιφνιδίασε τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά υπήρχε και μια αίσθηση αναπόφευκτου».

Και συνεχίζει: «Ο Ιρλανδός συγγραφέας Paul Lynch, βραβευμένος με το βραβείο Booker, αποτύπωσε το κλίμα στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου την Κυριακή, όταν είπε ότι “έμεινε έκπληκτος” από τις ταραχές, αλλά ότι η πιθανότητα να ξεσπάσουν τέτοιες ταραχές υπάρχει “πάντα κάτω από την επιφάνεια”».

Ποια είναι αυτή η επιφάνεια;

«Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να αγοράσουν σπίτια ως αποτέλεσμα της στεγαστικής κρίσης- οι γονείς αγωνίζονται να βρουν επαρκή φροντίδα για τα παιδιά- οι γιατροί δεν μπορούν να δεχτούν νέους ασθενείς- οι αγρότες ανησυχούν για τις περιβαλλοντικές πολιτικές. Αυτά τα προβλήματα προϋπήρχαν της σημερινής κυβέρνησης, αλλά καθώς παρασιτούν, δημιούργησαν γόνιμες συνθήκες για την κινδυνολογία γύρω από ένα νεότερο ζήτημα: τη μετανάστευση», σχολιάζει ο McDermott.

Οι ιρλανδικές φασιστικές ομάδες χρησιμοποιούν τα ίδια, παλιά, δοκιμασμένα εργαλεία στην προπαγάνδα τους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο διαδικτυακό κάλεσμα συμμετοχής στο πογκρόμ που θα ακολουθούσε, δεν περιορίστηκαν στην επίθεση με το μαχαίρι, αλλά αναφέρθηκαν επίσης στη δασκάλα Άσλινγκ Μέρφι, η δολοφονία της οποίας το 2022 από έναν άνδρα σλοβακικής καταγωγής – που καταδικάστηκε αυτόν τον μήνα – οδήγησε σε δημόσια συζήτηση για την ασφάλεια των γυναικών, ενώ και αναφέρεται τακτικά από την ακροδεξιά ως παράδειγμα της «προφανούς απειλής» που αποτελούν οι αλλοδαποί άνδρες για τις Ιρλανδέζες.

«Η Ιρλανδία γέμισε»

Ο McDermott γράφει ότι «καθώς καίγονταν οχήματα, λεηλατούνταν καταστήματα και επιτίθονταν σε αστυνομικούς, παρακολουθούσα αυτό που έμοιαζε με το τέλος ενός πολυετούς εφησυχασμού απέναντι στην ακροδεξιά στην Ιρλανδία».

Ωστόσο, προσθέτει, «οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ συχνά βλέπουν την ακροδεξιά ως μια ακίνδυνη ομάδα τρελών συνωμοσιολόγων, αντί να την αναγνωρίζουν ως μια αυξανόμενη πολιτική παράταξη».

Αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη του, εν μέρει στο σκεπτικό ότι τα ακροδεξιά κόμματα της Ιρλανδίας εμφανίστηκαν μόλις την τελευταία δεκαετία και κανένας από τους υποψηφίους τους δεν έχει εκλεγεί ποτέ. Στις πιο πρόσφατες γενικές εκλογές του 2020, ο υποψήφιος της ακροδεξιάς με τις καλύτερες επιδόσεις κέρδισε μόλις το 2% των ψήφων.

Εκείνες οι εκλογές έγιναν ένα μήνα πριν από την πανδημία Covid, όταν το ακροδεξιό – φασιστικό κίνημα διόγκωσε τις τάξεις του μέσω ομάδων κατά του lockdown στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσελκύοντας αντιεμβολιαστές και κοινότητες συνωμοσιολόγων. Μετά την πανδημία, η αποτυχία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα συνεχιζόμενα κοινωνικά προβλήματα έδωσε στην ακροδεξιά κι άλλη ευκαιρία να αναπτυχθεί.

Ένα exit poll στις εκλογές του 2020 έδειξε ότι μόλις το 1% των πολιτών έλαβε υπόψη του τη μετανάστευση όταν ψήφισε.

Πλέον, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα πολιτικά θέματα στην Ιρλανδία, μια χώρα που έστειλε τόσους πολλούς ανθρώπους στο εξωτερικό μετά τον Μεγάλο Λιμό, ώστε ο πληθυσμός της εξακολουθεί να είναι μικρότερος από ό,τι ήταν το 1846.

Ο καταλύτης ήταν η άφιξη δεκάδων χιλιάδων Ουκρανών προσφύγων μαζί με έναν αριθμό – ρεκόρ αιτούντων άσυλο από άλλες χώρες το 2022.

Αρχικά, η κυβέρνηση προσπάθησε να βρει καταλύματα για όλο αυτό τον κόσμο και επαναχρησιμοποίησε κοινοτικές εγκαταστάσεις, βιομηχανικά κτίρια και ξενοδοχεία για να διαχειριστεί την μεγάλη εισροή.

Κάποια στιγμή, οι πολιτικοί παραδέχθηκαν ότι δυσκολεύονταν να τους φιλοξενήσουν όλους, γεγονός που οδήγησε ομάδες κατά των μεταναστών να δηλώσουν ότι «η Ιρλανδία γέμισε».

Αυτό δημιούργησε το σκηνικό για ένα κύμα διαμαρτυριών που ξεκίνησε τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ακροδεξιοί προβοκάτορες υποκίνησαν διαδηλώσεις σε περιοχές της εργατικής τάξης όπου φιλοξενούνταν πρόσφυγες. Συνασπιζόμενοι με ντόπιους κατοίκους, έκαναν πικετοφορίες σε χώρους στέγασης προσφύγων και ρωτούσαν «αθώα» γιατί δεν ζητείται η γνώμη των κοινοτήτων, ενώ προέβαλαν τους απροσχημάτιστα ρατσιστικούς ισχυρισμούς ότι θα ήταν επικίνδυνο για τις γυναίκες και τα παιδιά να ζουν κοντά σε τόσους πολλούς άνδρες από μειονοτικές κοινότητες.

Το Sinn Féin – το οποίο δεν υπήρξε ποτέ κυβέρνηση – αποτέλεσε επίσης στόχο, καθώς ακροδεξιοί παράγοντες προσπάθησαν να αποσπάσουν τις ψήφους της εργατικής τάξης και των εθνικιστών, παρουσιάζοντας το κόμμα ως «αριστερούς προδότες».

Οι διαδηλώσεις αποτέλεσαν τεράστια προπαγανδιστική νίκη για την ακροδεξιά, με βίντεο που μοιράστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έδειχναν πλήθη να φωνάζουν «πετάξτε τους έξω» και να καίνε έναν αυτοσχέδιο καταυλισμό προσφύγων.

Ο Άγγλος ακροδεξιός ηγέτης Τόμι Ρόμπινσον έριξε λάδι στη φωτιά, ταξιδεύοντας στην Ιρλανδία νωρίτερα φέτος για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη μετανάστευση με τίτλο Plantation 2, ένας τίτλος που παραπέμπει στον αποικισμό της Ιρλανδίας τον 16ο αιώνα από προτεστάντες Βρετανούς εποίκους, ο οποίος είχε σημαντικό ρόλο στην υποταγή των Ιρλανδών καθολικών τους επόμενους αιώνες.

Ενθαρυμένη η ακροδεξιά, διεύρυνε έκτοτε τους ορίζοντές της. Μια ομάδα έκλεισε μια δημόσια βιβλιοθήκη στο Κορκ επειδή είχε βιβλία ΛΟΑΤΚΙ+.

Τον Σεπτέμβριο, ακροδεξιοί διαδηλωτές προχώρησαν σε αποκλεισμό του Dáil Éireann, την Κάτω Βουλή του κοινοβουλίου και έστησαν νοσηρό «σόου» με κρεμάλες και εικόνες πολιτικών.

Η αστυνομία ήταν αξιοσημείωτα παθητική στην παρουσία της, δήθεν για να διατηρήσει το δημοκρατικό δικαίωμα στη διαμαρτυρία και για να μην ενισχύσει προπαγανδιστικά το κίνημα, προσέγγιση που φάνηκε να αποτυγχάνει θεαματικά την περασμένη εβδομάδα.

Πάντως, ο McDermott σημειώνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Ιρλανδία έχει υποχρέωση απέναντι στους πρόσφυγες, αλλά η κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι σε θέση να διασκεδάσει τις παρατεταμένες ανησυχίες σχετικά με τον ευρύτερο αντίκτυπο στις κοινωνικές υπηρεσίες.

Όπως και να έχει, διάφορα δημοψηφίσματα θα διεξαχθούν στην Ιρλανδία τους επόμενους 18 μήνες. Αν κάποιο από αυτά φέρει εκλογική επιτυχία για την ακροδεξιά, θα πρέπει να υπάρξει πολύ μικρότερη έκπληξη από ό,τι υπήρξε για τις ταραχές στο Δουβλίνο, καταλήγει ο δημοσιογράφος.