Όταν στις 19 Δεκεμβρίου ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία, αιφνιδιάστηκε ακόμη και το αμερικανικό πολιτικό σκηνικό, φιλικό και μη στον πρόεδρο.

Ads

«Ήρθε η ώρα να φύγουμε (…) Τα αγόρια μας, οι νεαρές γυναίκες μας, οι άνδρες μας επιστρέφουν όλοι και θα επιστρέψουν όλοι τώρα» είχε πει, μετατρέποντας μέσα σε μερικά λεπτά τη δημόσια σφαίρα σε μια «αρένα» αναλύσεων, προβλέψεων και αντεγκλήσεων μέχρι τελικής πτώσεως. Η παραίτηση του Τζέιμς Μάτις από το υπουργείο Άμυνας, μόλις ένα 24ωρο μετά την ανακοίνωση, συνοψίζει το βάθος και τη σοβαρότητα των διαφωνιών στην απόφαση του Τραμπ. Το κοινό πεδίο των φόβων είναι κοινό: Η Συρία «αφήνεται» στη Ρωσία και, συνεπώς, κατ’ επέκταση, στον πλέον εμβληματικό εχθρό των ΗΠΑ, στο Ιράν.

Αρχικά ο Τραμπ υποστήριξε ότι οδηγήθηκε σε αυτήν την απόφαση διότι το Ισλαμικό Κράτος νικήθηκε, συνεπώς η δουλειά των ΗΠΑ εκεί έχει τελειώσει. Λίγες μέρες μετά, μιλώντας στους πεζοναύτες στην αεροπορική βάση Αλ-Άσαντ, στο Ιράκ, ο Αμερικανός πρόεδρος εμπλούτισε τις εξηγήσεις του δηλώνοντας ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να συνεχίσουν να είναι ο χωροφύλακας του κόσμου». Αμέσως μετά, ωστόσο, έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι δεν σκοπεύει «καθόλου» να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ και βλέπει «αντιθέτως» τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το Ιράκ «ως βάση, αν χρειαστεί να επέμβουμε στη Συρία».

Παραμονή Χριστουγέννων, ο Τραμπ επανήλθε, βάζοντας στο «κάδρο» και την Τουρκία. Μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Αμερικανός πρόεδρος έγραψε στο Twitter: «Ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν με πληροφόρησε με έντονο τρόπο ότι θα εξαλείψει ό,τι έχει απομείνει από το ISIS στη Συρία. Και είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να το κάνει. Η Τουρκία βρίσκεται στη “δίπλα πόρτα”. Οι στρατιώτες μας επιστρέφουν στα σπίτια τους!».

Ads

Η τουρκική εκδοχή του παραπάνω τηλεφωνήματος τέθηκε από την τουρκική προεδρία ως εξής: «Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να διασφαλιστεί ο συντονισμός μεταξύ των στρατιωτικών, των διπλωματών και άλλων υπευθύνων των χωρών τους με στόχο να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ενός κενού εξουσίας, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην εκμετάλλευση της αποχώρησης (των Αμερικανών) και της μεταβατικής φάσης στη Συρία». Ο Ερντογάν επιβεβαίωσε επίσης ότι η χώρα του είναι «έτοιμη να προσφέρει στήριξη στον σύμμαχό μας στο ΝΑΤΟ στο πλαίσιο αυτής της απόφασης» απόσυρσης.

Οι πλευρές μιας «απόψυξης»

Αυτό το «άρωμα» Άγκυρας στην αμερικανική πολιτική στη Συρία προκάλεσε νέο κύμα συζητήσεων. Η Τουρκία και οι ΗΠΑ, μέχρι και εκείνο το τηλεφώνημα, βρίσκονταν σε ανοιχτή αντιπαράθεση, στην οποία μάλιστα καμία από τς δύο πλευρές δεν φαινόταν να θέλει να κρατήσει τα προσχήματα. Ποιος δεν θυμάται τον Ερντογάν να απειλεί, με τη χαρακτηριστική του «αβρότητα» την αμερικανική στρατιωτική μηχανή… με ένα «οθωμανικό χαστούκι»; Αιτία εκείνης της αντιπαράθεσης ήταν η επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με τη Μόσχα η οποία έχει εξοργίσει την Ουάσιγκτον, καθώς και η συμμαχία των Αμερικανών με τους Κούρδους της Συρίας και ειδικά με το πλέον μαχητικό κομμάτι τους, το YPG («Μονάδες Προστασίας του Λαού») το οποίο η Τουρκία θεωρεί ουσιαστικά ως τη συριακή εκδοχή του PKK.

Η ζωή όμως κινείται αρκετά γρήγορα, όπως εύστοχα σχολιάζει ο ιστότοπος γεωπολιτικών αναλύσεων Foreign Policy. Η Τουρκία μετατράπηκε από αντίπαλο σε εταίρο των ΗΠΑ μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ο Τραμπ, ο άνθρωπος τον οποίο ο Ερντογάν κατηγορούσε ότι διεξάγει «οικονομικό πόλεμο» εναντίον της Τουρκίας, θα επισκεφθεί τη χώρα μέσα στο 2019. Οι δύο ηγέτες επικοινώνησαν τηλεφωνικά δύο φορές μέσα σε 10 μέρες.

Η ξαφνική «απόψυξη» σχετίζεται φυσικά με την απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία, αφήνοντας τον Ερντογάν, να «καθαρίσει» και να «σταθεροποιήσει» την περιοχή. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορεί ο Ερντογάν να ανταποκριθεί στις φερόμενες «δεσμεύσεις» του στη Συρία. Όχι τόσο λόγω αντικειμενικής στρατιωτικής ανικανότητας. Αλλά διότι, αν και ΗΠΑ και Τουρκία φαίνεται να έχουν καλύψει τις διαφορές τους, τα συμφέροντά τους στη Συρία δεν ευθυγραμμίζονται. Ο λόγος δεν είναι μόνο το YPG, αλλά και το Ιράν. Το Foreign Policy υποστηρίζει ότι στην Ουάσιγκτον υπάρχει η άποψη, ότι παραιτούμενες οι ΗΠΑ από τη συμμαχία τους με το YPG και συμφωνώντας να πουλήσουν πυραύλους Patriot στην Τουρκία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα «τραβήξουν» την Τουρκία πίσω στην «τροχιά» της Ουάσινγκτον. Και ότι αυτή η ανανεωμένη αμερικανο-τουρκική «ευθυγράμμιση» συμφερόντων θα μετατρέψει τον Ερντογάν σε πρόθυμο εταίρο στον περιορισμό του Ιράν.

Όντως, δεν είναι κρυφό – και το παραδέχεται και το Foreign Policy – ότι η αμερικανική επέμβαση στη Συρία ήταν ακριβώς για το «φρενάρισμα» του Ιράν. Αλλά οι Τούρκοι δεν είχαν συμμετάσχει στην προσπάθεια αυτή. Αντίθετα, βοήθησαν το Ιράν να αποφύγει τις κυρώσεις επί προεδρίας Ομπάμα, και ακόμη και τώρα η Άγκυρα απαιτεί την μόνιμη εξαίρεσή της από  το εμπάργκο στην αγορά ιρανικού αργού πετρελαίου.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Τούρκοι αξιωματούχοι δεν θεωρούν το Ιράν απειλή. Γι’ αυτούς, ο γείτονας της Τουρκίας είναι μια οικονομική ευκαιρία και λειτουργεί ως δυνητική διπλωματική πίεση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συχνά, κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, όταν υπήρχε ένταση μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας, ο Ερντογάν ή άλλοι υψηλόβαθμοι Τούρκοι αξιωματούχοι θα εμφανίζονταν στην Τεχεράνη, στάζοντας «μέλι» στη ρητορική τους για την ιρανική ηγεσία, δίνοντας κάλυψη ακόμη και σε αυτό που η Δύση εκλαμβάνει ως στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Όλα αυτά ήταν μια προσπάθεια να αναγκάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχωρήσουν από οποιοδήποτε ζήτημα στρίμωχνε την ‘Αγκυρα. Αυτό το μοτίβο συνεχίζεται, εκτιμά το Foreign Policy. Ήταν μόνο πριν από λίγες εβδομάδες όταν ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, φωτογραφήθηκε χαμογελώντας και κρατώντας τα χέρια του Ιρανού ομόλογό του, Χαβάτ Ζαρίφ, στη Ντόχα.

Επιπλέον, η μέχρι στιγμής στάση της ´Αγκυρας έναντι του Ισλαμικού Κράτους, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το ότι πράγματι ο Ερντογάν θα «καθαρίσει» αυτούς που πρέπει. Η Τουρκία έχει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και είναι υπεεξοπλισμένη με όπλα σύγχρονης τεχνολογίας. Ωστόσο, η τουρκική κυβέρνηση ήταν «χλιαρή», στην καλύτερη περίπτωση, να συμμετάσχει στη συμμαχία ενάντια στο ΙΚ. Όταν η κυβέρνηση Ομπάμα αναζητούσε συμμάχους ενάντια στο ΙΚ το καλοκαίρι του 2014, οι Τούρκοι δήλωσαν ότι ο καλύτερος τρόπος για την επίλυση του προβλήματος ήταν η αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό. Η Άγκυρα δήλωσε ότι είχε άλλες προτεραιότητες και συγκεκριμένα, τους Κούρδους. Ένα χρόνο αργότερα, συμφώνησε να συμπεριλάβει και το Ισλαμικό Κράτος στους στόχους της αλλά ποτέ δεν το αντιμετώπισε σοβαρά: Στο πεδίο της μάχης κατά των τζιχαντιστών υπήρχε μόνο το YPG με τα αμερικανικά όπλα του.

Συνεπώς, εκτιμά το Foreign Policy, ο Τραμπ ακούει αυτό που θέλει να ακούσει όταν πιστεύει ότι ο Ερντογάν υποτίθεται πως έχει δεσμευτεί να αγωνιστεί μέχρι το τέλος κατά του Ισλαμικού Κράτους. Εκτός αν λένε συνειδητά και οι δύο πρόεδροι ψέματα.

Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος…

Η πρωταρχική ανησυχία της Τουρκίας ήταν και θα συνεχίσει να είναι η αποφυγή μιας αυτόνομης ζώνης των Κούρδων της Συρίας κοντά στα τουρκικά σύνορα. ´Αρα, για τον Ερντογάν, η αμερικανική απόσυρση από τη Συρία αποτελεί την άρση του βασικότερου εμποδίου για την καταστροφή του YPG. «Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι οι Τούρκοι θα στρέψουν την προσοχή τους στο Ισλαμικό Κράτος όταν έχουν επικεντρωθεί τόσο στην κουρδική απειλή για την ασφάλειά τους», διαπιστώνει το Foreign Policy. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι Τούρκοι θα ασχοληθούν με το Ισλαμικό Κράτος μόλις ξεμπερδέψουν με το YPG – πιθανότητα που οι Αμερικανοί δεν βλέπουν και πολύ ισχυρή δεδομένου του αξιόμαχου του YPG – στο Πεντάγωνο δεν τρέφουν και μεγάλη αισιοδοξία για την έκβαση αυτού του πολέμου, υποτιμώντας ακριβώς το αξιόμαχο των τουρκικών δυνάμεων στη Συρία και σε σχέση με τους τζιχαντιστές.

Είναι γεγονός ότι η ταχύτατη και ενθουσιώδης ανάκαμψη στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας έχει ανακουφίσει τους αναλυτές, γραφειοκράτες και διπλωμάτες στην Ουάσινγκτον που υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σώσουν τη στρατηγική εταιρική σχέση με την Τουρκία, δεδομένου ότι διακυβεύονταν ευρύτερα γεωπολιτικά αμερικανικά συμφέροντα: Οι χαμογελαστές φωτογραφίες του Πούτιν, του Ερντογάν και του Ρουχανί κατά τη συνάντησή τους στη Μόσχα ήταν σίγουρα εφιαλτικές για τον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την προσέγγιση, οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών είναι σαφείς. Ο Τραμπ θέλει να φέρει τα στρατεύματά του πίσω γιατί πιστεύει ότι είναι καλύτερο οι Ηνωμένες Πολιτείες να μη δεσμεύονται σε μια ξένη γη χωρίς σαφείς στόχους. Ο Ερντογάν θέλει τα αμερικανικά στρατεύματα να πάνε στο σπίτι τους για να μπορέσει να εξυπηρετήσει τα τουρκικά συμφέροντα στη Συρία.

Η ανησυχία που εκφράζεται, και επισημαίνεται μέσω του Foreign Policy, έγκειται στο γεγονός ότι το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο: Η αποχώρηση των Αμερικανών από τη Συρία θα έδινε ανάσα στο Ισλαμικό Κράτος.

Ιδού οι λόγοι:

  • Καταρχήν, τα σύνορα της Τουρκίας παραμένουν μακράν μη αδιαπέραστα και οι ηγέτες του Ισλαμικού Κράτους ξέρουν πολύ καλά τη σημασία του γρήγορου ανεφοδιασμού. Η Τουρκία, με τις σύγχρονες επικοινωνίες, τις μεταφορές και τις διασυνδέσεις με την παγκόσμια οικονομία είναι η ιδανική χώρα για μια τρομοκρατική ομάδα που ψάχνει μια τέτοια βάση.
  • Επιπλέον, ο κατασταλτικός μηχανισμός της Τουρκίας, οι υπηρεσίες ασφαλείας, οι μυστικές υπηρεσίες, αφενός έχουν πεπερασμένους πόρους, αφετέρου παραμένουν προσανατολισμένοι στην εξόντωση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK).
  • Οι συνέπειες της επίθεσης εναντίον των Κούρδων της Συρίας και του Ισλαμικού Κράτους θα μπορούσαν να είναι διπλά τραγικές για τους Τούρκους στο εσωτερικό. Εάν ο Ερντογάν πραγματοποιήσει μια ευρείας κλίμακας επίθεση εναντίον των Κούρδων στη βόρεια Συρία, θα κρατήσει τον στρατό της Τουρκίας εγκλωβισμένο σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων και θα μπορούσε να προκαλέσει αντίποινα από Κούρδους μαχητές στην Τουρκία.
  • Ο πυρήνας των δυνάμεων που απέμειναν στο ΙΚ είναι πάνω από 300 χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα της Τουρκίας. Συνεπώς, είναι σχεδόν αδύνατο για τον τουρκικό στρατό και τους τοπικούς συμμάχους του να φτάσουν σε αυτές τις περιοχές για να πολεμήσουν αποτελεσματικά εναντίον του και να ασκήσουν πλήρη έλεγχο σε αυτό το έδαφος.
  • Θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καταπολεμηθεί το Ισλαμικό Κράτος σε μια εποχή κατά την οποία η ηγεσία των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας έχει εξοντωθεί. Στα τέλη του 2013, η Τουρκία ξεκίνησε μια έρευνα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η οποία επιταχύνθηκε μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016. Η τουρκική κυβέρνηση εκκαθάρισε – απολύοντας ή φυλακίζοντας – εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων αστυνομικών, των στρατιωτικών αξιωματικών, εισαγγελέων και των δικαστών. Ως αποτέλεσμα, το κράτος έμεινε με ένα άπειρο και ανεπαρκώς εκπαιδευμένο προσωπικό αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και πληροφοριών, το οποίο συχνά υποφέρει από σοβαρές λειτουργικές αδυναμίες και είναι επιρρεπές στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η έλλειψη βούλησης της Άγκυρας στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους δεν τη γλίτωσε από την κτηνωδία του. Η επίθεση στο αεροδρόμιο Ατατούρκ του Ιουνίου του 2016 στην Κωνσταντινούπολη και η επίθεση στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης Reina τον Ιανουάριο του 2017 είναι οι αιματηρές υπομνήσεις αυτής της διαπίστωσης. Μετά από αυτά θα φάνταζε φυσικό για την Τουρκία να έχει συμφέρον να ξεριζώσει μια τρομοκρατική ομάδα από την επικράτειά της. Αλλά στη Μέση Ανατολή, ο εχθρός του εχθρού εξακολουθεί να θεωρείται πολύ συχνά φίλος, επομένως το Ισλαμικό Κράτος θεωρήθηκε ως πηγή «στρατηγικού βάθους» ενάντια στους Κούρδους. Αυτό θεωρείται απλά ως το κόστος όταν κάνεις «μπίζνες» σε μια επικίνδυνη περιοχή. ´Ετσι, η Άγκυρα δεν έχει κανένα πρόβλημα που το ISIS πολεμά κατά του Ασαντ, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αυτή η στρατευμένη «ουδετερότητα» δημιουργει, και είναι ενοχλητική για τις σχέσεις της με τη Μόσχα, η οποία στηρίζει σταθερά τη Δαμασκό.

Ακόμη ένας λόγος που οι Αμερικανοί αναλυτές δεν πιστεύουν στην «ειλικρίνεια» του Ερντογάν ως προς τους πραγματικούς στόχους του στη Συρία, είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος βασίζεται στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA), οι αξιωματικοί του οποίου προέρχονται από τον τακτικό συριακό στρατό. Ίσως σχεδιάζει να να χρησιμοποιήσει τον FSA στο πλαίσιο της πιθανής επίθεσής του εναντίον του SDF (Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, ουσιαστικά οι Κούρδοι) αλλά υπάρχουν πολλά περίπλοκα ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν. ´Οπως, για παράδειγμα,, ότι ο FSA έχει τεκμηριωμένα επιδοθεί σε πλιάτσικο και βιαιοπραγίες κατά αμάχων.

Περισσότερο ανησυχητική είναι η πιθανή αλληλεπικάλυψη μεταξύ του ισλαμικού κράτους και του FSA. Είναι γνωστό ότι τζιχαντιστές μαχητές που έφυγαν από το ΙΚ πέρασαν στον FSA και ανήλθαν σε ηγετικές θέσεις. Πολλοί μαχητές του Ισλαμικού Κράτους υπηρετούν τώρα στην πολιτοφυλακή που υποστηρίζεται από την Τουρκία ως διοικητές.

Τα πράγματα μπλέχτηκαν ακόμη περισσότερο, με την πρόσφατη έκκληση βοήθειας του YPG προς τη Δαμασκό για την αποστολή στρατευμάτων στο Μανμπίτζ, κοντά στα τουρκικά σύνορα και με τους Αμερικανούς να μην έχουν αποχωρήσει ακόμη. Αυτός είναι και ένας επιπλέον λόγος που στην Ουάσιγκτον προσπαθούν να πείσουν τον Τραμπ να αναβάλει ή να καθυστερήσει την αποχώρηση, αφού, συμμαχία των Κούρδων με τον Ασαντ, με τις πλάτες της Ρωσίας και του Ιράν, θα σήμαινε ουσιαστικά την «ταφόπλακα» των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή.

Δεδομένων όλων αυτών των παραγόντων, είναι σαφές ότι ο Ερντογάν δεν είναι απολύτως ειλικρινής στην υπόσχεσή του να αντισταθεί στο Ισλαμικό Κράτος. Αντίθετα, με τον Τούρκο πρόεδρο επικεντρωμένο στο να βοηθήσει το κόμμα του να κερδίσει περισσότερη επιρροή στις επερχόμενες τοπικές εκλογές, τον Μάρτιο του 2019, η υπόσχεσή του να αντιμετωπίσει το Ισλαμικό Κράτος είναι απλά ένα χρήσιμο εγχώριο εργαλείο για να ενισχύσει τη δημοτικότητά του ως ικανού ηγέτη και στρατιωτικού διοικητή.