Μετά το «άδειασμα» της κυβέρνησης για το σκάνδαλο των υποκλοπών από γνωστούς συνταγματολόγους, όπως ο Νίκος Αλιβιζάτος, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Ξενοφών Κοντιάδης αλλά και ο Γιώργος Σωτηρέλης, η Νέα Δημοκρατία δέχεται ξανά έντονη κριτική, μετά τις αναφορές και τα σενάρια για αλλαγή του εκλογικού νόμου.

Ads

Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου, Ξενοφών Κοντιάδης, αφού είχε ασκήσει έντονη κριτική σχετικά με την συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας για το ζήτημα των υποκλοπών, όπου δεν είχαν δοθεί απαντήσεις από τους αρμόδιους, οι οποίοι είχαν επικαλεστεί το απόρρητο, επανέρχεται με ανάρτησή του αναφορικά με το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου.

«Αν αυτό δεν συνιστά αντιθεσμική συμπεριφορά, τότε τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοια;» αναρωτιέται χαρακτηριστικά και επισημαίνει: «Αν τώρα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 37% που απαιτείται για την αυτοδυναμία δεν είναι εφικτό για το κυβερνών κόμμα ή ότι οι κυβερνητικές συνεργασίες δεν είναι αυτές που θα προσδοκούσε, αποτελεί θεσμική συμπεριφορά να προχωρήσει σε νέα αλλαγή του νόμου;».

Υπενθυμίζεται πως το τελευταίο διάστημα, έπειτα από δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη, του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου, αλλά και του Άκη Σκέρτσου, οι οποίοι τόνισαν την ανάγκη «σταθερότητας στη χώρα», προκύπτει πως η κυβέρνηση σκέφτεται σοβαρά αυτό το ενδεχόμενο, επιβεβαιώνοντας το ρεπορτάζ του Tvxs.gr.

Ads

Αναλυτικά η ανάρτηση του Ξ. Κοντιάδη:

«Σήμερα ο υπουργός Επικρατείας άνοιξε πλαγίως τη συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Είπε στον ΑΝΤ1 ότι «εξαιτίας της τοξικότητας στο πολιτικό κλίμα, καθίστανται δύσκολες οι συνεργασίες» και διερωτήθηκε: «Όταν ένα κόμμα, πολύ σημαντικό στη διαμόρφωση των πλειοψηφιών, όπως είναι το ΚΙΝΑΛ, έχει τη σαφή τοποθέτηση ότι δεν συνεργάζεται με το πρώτο κόμμα, τότε ποια είναι η εναλλακτική;». Και συμπλήρωσε: «Θέλω να παραμείνω θεσμικός, αυτός είναι ο εκλογικός νόμος, όμως δεν μπορεί να ξεφεύγει της προσοχής μας ότι αυτήν τη στιγμή διαμορφώνεται ένα κλίμα, το οποίο υποβαθμίζει την πιθανότητα των συνεργασιών.»

Διερωτώμαι, τι μπορεί να σημαίνουν τα προηγούμενα; Ότι ανάλογα με το «κλίμα» τροποποιείται ο εκλογικός νόμος; Η κυβέρνηση άλλαξε τον εκλογικό νόμο σχετικά πρόσφατα, το 2020, επαναφέροντας το μπόνους για το πρώτο κόμμα προκειμένου να διευκολυνθεί η κυβερνησιμότητα. Αν τώρα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 37% που απαιτείται για την αυτοδυναμία δεν είναι εφικτό για το κυβερνών κόμμα ή ότι οι κυβερνητικές συνεργασίες δεν είναι αυτές που θα προσδοκούσε, αποτελεί θεσμική συμπεριφορά να προχωρήσει σε νέα αλλαγή του νόμου;

Μα αυτή ακριβώς την πρακτική δεν στηλίτευαν συνταγματολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες και η εκάστοτε αντιπολίτευση επί δεκαετίες, μέχρι τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, που προέβλεψε ότι αν ο νέος εκλογικός νόμος δεν συγκεντρώσει ευρύτατη πλειοψηφία 200 βουλευτών, τότε εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές, προκειμένου να μην αλλάζει προεκλογικά η εκάστοτε πλειοψηφία τον εκλογικό νομό ανάλογα με τη συγκυρία; Δεν φτάνει που με τις ήδη εξαγγελθείσες διπλές εκλογές έμμεσα παρακάμπτεται η βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, αλλά η ίδια κυβέρνηση, στην ίδια βουλευτική περίοδο, φέρεται να σκέφτεται δεύτερη τροποποίηση του εκλογικού νόμου με γνώμονα την πολιτική συγκυρία. Αν αυτό δεν συνιστά αντιθεσμική συμπεριφορά, τότε τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοια;

Κατά το Σύνταγμα, η κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί βέβαια να αλλάζει τον εκλογικό νόμο όσες φορές θέλει. Είναι όμως στο χέρι των θεσμικά νοημόνων πολιτικών και πολιτών να αξιολογήσουν αυτή την επιλογή στην κάλπη. Θα πει κάποιος, σιγά μην ψηφίσουν με αυτό το κριτήριο οι πολίτες. Ίσως να είναι κι έτσι, αλλά μην προσδοκούμε μετά να χαρακτηριστεί η χώρα ως ώριμη και ανεπτυγμένη δημοκρατία, ούτε ότι «παραμένουν θεσμικοί», κατά την έκφραση του υπουργού, οι κυβερνώντες».