Θολό τοπίο παραμένει το σχέδιο Μητσοτάκη για το ασφαλιστικό το οποίο εξελίσσεται στο μεγάλο ναρκοπέδιο της κυβερνητικής νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος αναμένεται να ανοίξει μέσα στους επόμενους μήνες σε δύο βασικές κατευθύνσεις: Η πρώτη, η πιο ήπια και μεσοπρόθεσμη αλλά και εξαιρετικά επισφαλής με τα ισχύοντα δημοσιονομικά δεδομένα, είναι εκείνη της μείωσης των εισφορών, ενώ η δεύτερη είναι η ριζική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού για τους νέους εργαζόμενους με στροφή στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα και με την είσοδο στο «παιχνίδι» των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών.

Ads

Πρόκειται για το γνωστό, όσο και αμφιλεγόμενο, σύστημα των «τριών πυλώνων» που έχει εξαγγείλει ήδη πριν από τις εκλογές η ΝΔ, αλλά η δομή και οι βασικοί άξονες της λειτουργίας του παρέμειναν απολύτως ασαφείς και κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.

Στην χθεσινοβραδυνή ομιλία του στην Βουλή, ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης επαναβεβαίωσε την επικείμενη μετάβαση στο σύστημα των τριών πυλώνων αναφέροντας ότι: Στον πρώτο πυλώνα θα διατηρηθεί ο καθολικός, υποχρεωτικός και δημόσιος χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης. Στον δεύτερο πυλώνα θα ενταχθεί η επικουρική σύνταξη. Εδώ, ο υπουργός Εργασίας διαβεβαίωσε πως «κανένας συνταξιούχος δεν θα χάσει ούτε ευρώ», και επανέλαβε πως οι οποίες αλλαγές θα αφορούν μόνον τους νέους εργαζόμενους. Παράλληλα, δε, πρόσθεσε πως θα ενδυναμωθεί ο θεσμός των επαγγελματικών ταμείων. Στον τρίτο πυλώνα θα εισαχθεί ο θεσμός της προαιρετικής ιδιωτικής ασφάλισης με κίνητρα «για να φτάσουμε στο μέσο ευρωπαϊκό όρο».

Πέραν αυτών όμως, ο Γιάννης Βρούτσης δεν έδωσε ούτε αυτή την φορά λεπτομέρειες για το πλαίσιο, το κόστος, και την μετάβαση στο νέο σύστημα, περιοριζόμενος να υποσχεθεί κίνητρα τόσο για τους ασφαλισμένους όσο και για τις ασφαλιστικές εταιρίες προκειμένου να στηριχθεί ο ιδιωτικός πυλώνας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, τα εν λόγω κίνητρα θα είναι φορολογικά με το σενάριο που προκρίνει μέχρι στιγμής η κυβέρνηση  να περιλαμβάνει την εξαίρεση των καταβολών στον τρίτο, ιδιωτικό, πυλώνα από το φορολογητέο εισόδημα. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, οι πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις για το ασφαλιστικό θα έρθουν προς το τέλος του χρόνου και αφού προηγουμένως θα έχει κριθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η συνταγματικότητα του νόμου Κατρούγκαλου. Καμία σαφής απάντηση όμως δεν δίνεται ακόμη, είτε επισήμως είτε ανεπισήμως, για το πώς θα καλυφθεί το κόστος μετάβασης στο νέο σύστημα το οποίο σύμφωνα με ανεξάρτητες μελέτες – όπως αυτή του καθηγητή Σάββα Ρομπόλη – υπολογίζεται στα 55 δισ. ευρώ για τα επόµενα 25 χρόνια, δημιουργώντας ουσιαστικά ανάγκη επιπλέον ετήσιων δαπανών της τάξης του 1% του ΑΕΠ.

Ads

Το επιχείρημα που προβάλλεται κυρίως από κυβερνητικής πλευράς είναι πως το κόστος αυτό θα καλυφθεί από τις αυξημένες εισφορές που θα φέρει η… ανάπτυξη και οι νέες θέσεις εργασίας. Πρόκειται προφανώς για ένα επιχείρημα μηδενικής δημοσιονομικής αξιοπιστίας, με τους ειδικούς στο ασφαλιστικό να θέτουν το αυτονόητο ερώτημα πώς θα χρηματοδοτούνται ταυτόχρονα από τους νέους εργαζόμενους οι – αναδιανεμητικές – επικουρικές συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και οι δικές τους μελλοντικές συντάξεις. «Δεν υπάρχουν υψηλές αμοιβές στους εργαζόμενους, δεν υπάρχει μεγάλος αριθμός εργαζομένων με πλήρη απασχόληση , άρα δεν υπάρχουν και πηγές κάλυψης του κόστους μετάβασης», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Την ίδια ώρα στελέχη της αντιπολίτευσης, με βαθιά γνώση του ασφαλιστικού, τονίζουν ότι το πολυδιαφημισμένο σύστημα των τριών πυλώνων – γνωστό και ως «ασφαλιστικό Πινοσέτ» – μειώνει το ποσοστό της εγγυημένης σύνταξης των μελλοντικών συνταξιούχων από το 70% που είναι σήμερα στο 30%, ενώ αναπάντητο παραμένει και το δομικό ζήτημα του πως θα διασφαλιστεί η απονομή των συντάξεων σε περίπτωση κατάρρευσης κάποιας, ή κάποιων, ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών.

Εξίσου προβληματική, και μη κοστολογημένη, δείχνει και η κυβερνητική εξαγγελία – η οποία επαναβεβαιώθηκε και στις προγραμματικές δηλώσεις – για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 25%, δηλαδή από το σημερινό 20% στο 15%. Η κυβερνητική εξαγγελία προβλέπει σταδιακή εφαρμογή της μείωσης αυτής από το 2020, και εδώ ωστόσο προκύπτουν προφανή κενά χρηματοδότησής της . Ενδεικτική είναι και πάλι η προειδοποίηση του καθηγητή Ρομπόλη ότι η μείωση των εισφορών είναι αδύνατη χωρίς περικοπή των συντάξεων. «Για να εφαρμοστούν αυτές οι μειώσεις χωρίς περικοπές στις συντάξεις», λέει χαρακτηριστικά, «χρειάζονται ρυθμοί ανάπτυξης πάνω από 4% και μείωση της ανεργίας στο 6%» από το 18% που είναι σήμερα.