Δραματική μείωση των εισακτέων θα επιφέρει το σχέδιο της ΝΔ για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ads

Όπως ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τις προγραμματικές δηλώσεις, τα πανεπιστήμια, και όχι το υπουργείο, θα καθορίζουν στο τέλος τον ετήσιο αριθμό των εισακτέων. Τους εν λόγω σχεδιασμούς επιβεβαίωσε από το βήμα της Βουλής και η αρμόδια υπουργός, Νίκη Κεραμέως, η οποία παράλληλα ανέφερε πως επανέρχεται η ελάχιστη βάση του 10 για την είσοδο στα πανεπιστήμια, προσθέτοντας πως θα δοθεί η δυνατότητα και στις σχολές να ορίζουν οι ίδιες ελάχιστη βάση εισαγωγής σεαυτές.

Στην πράξη αυτό σημαίνει πως ότι από του χρόνου ο αριθµός των εισακτέων θα µειωθεί δραµατικά, καθώς είναι γνωστό ότι τα πανεπιστήµια και κυρίως τα κεντρικά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, κάθε έτος προτείνουν στο υπουργείο περιορισµένο αριθµό εισακτέων, µε την αιτιολογία ότι δεν µπορούν να εκπαιδεύσουν µεγάλο αριθµό φοιτητών. Ωστόσο, όλα τα προηγούμενα χρόνια η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ανακοίνωνε έναν τελικό αριθμό, υψηλότερο από αυτόν που πρότειναν τα ιδρύματα.

Αντίθετα, για τους ξένους φοιτητές με δίδακτρα φαίνεται πως υπάρχει χώρος. Συγκεκριμένα, ενώ προδιαγράφεται η μείωση των εισακτέων, ο πρωθυπουργός εκτίμησε πως στα ελληνικά πανεπιστήμια θα μπορέσουν να έρθουν 10.000 ξένοι φοιτητές με δίδακτρα στα υπό ίδρυση πανεπιστημιακά αγγλόφωνα τμήματα.

Ads

Την ίδια στιγμή η νέα κυβέρνηση δεν είπε ούτε λέξη για τις 10.500 προσλήψεις εκπαιδευτικών για τις οποίες η διαδικασία είχε ξεκινήσει επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, και όπως φαίνεται δεν θα προχωρήσουν.

Τέλος, μία από τις εξαγγελίες που «είπε και θα την κάνει» η ΝΔ είναι η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου,  έτσι ώστε  – όπως είπε η Νίκη Κεραμέως – οι δημόσιες αρχές να μπορούν να επεμβαίνουν αυτεπαγγέλτως για κάθε αξιόποινη πράξη που διαπράττεται εντός πανεπιστημίου.

Μερόπη Τζούφη: Λάθος!

Τα γαλάζια σχέδια για την Παιδεία, σχολίασε στο Tvxs.gr η πρώην υφυπουργός Παιδείας, Μερόπη Τζούφη.

Μιλώντας για την επαναφορά της βάσης του 10 και το «μαχαίρι» στον αριθμό των εισακτέων στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, η κ. Τζούφη σημείωσε πως η συζήτηση επί τςη επάρκειας των παιδιών που μπάινουν στα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι μεγάλα και γίνεται εδώ και χρόνια. «Αναγνωρίζοντας αυτή την αναγκαιότητα, είχαμε συζητήσει στο υπουργείο Παιδείας τη δυνατότητα οι ίδιες οι σχολές να μπορούν να διαμορφώνουν ένα πλαίσιο προσόντων των παιδιών, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και για αυτό ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που είχαμε προτείνει ήταν και η διδασκαλία περισσότερων ωρών στα βασικά μαθήματα, τα οποία αποτελούν την απαραίτητη σκεύη και προϋπόθεση για να μπουν τα παιδιά στα πανεπιστημιακά ιδρύματα», λέει. «Ένας τέτοιος διάλογος ήταν χρήσιμος να ξεκινήσει, αλλά θα έπρεπε να είναι ένας διάλογος ανοιχτός, που θα κατέληγε σε κάποια κοινά συμπεράσματα». 

Η πρώην υφυπουργός Παιδείας εκτιμά πως είναι λάθος το να καθορίζουν οι σχολές τον αριθμό των εισακτέων που θα δεχτούν. «Πρόκειται για εκχώρηση μιας βασικής αρμοδιότητας του ελληνικού κράτους», υπογραμμίζει και υπενθυμίζει ότι πάντοτε οι σχολές, ζητούσαν μικρότερο αριθμό εισακτέων λέγοντας ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν, διότι δεν έχουν το απαραίτητο εκπαιδευτικό προσωπικό και πόρους. «Ανταποκρινόμενοι σε αυτό το αίτημα ως ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αυξήσαμε τους πόρους για το σύνολο της δημόσιας Παιδείας, αλλά και συγκεκριμένα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, νομοθετήσαμε για κάθε ένα αποχωρούν μέλος ΔΕΠ να προκηρύσσεται η θέση του και να καταλαμβάνεται από άλλον συνάδελφο, και δώσαμε και πολλές εκατοντάδες θέσεις για τους νέους επιστήμονες, για να μπορέσουν ακριβώς να ανταποκριθούν σε αυτές τις ανάγκες», σημειώνει. «Η πρόκριση οι ίδιες οι σχολές να καθορίζουν τον αριθμό των φοιτούντων θα οδηγήσει σε συνολική μείωση του συνολικού αριθμού των εισακτέων», προειδοποιεί και τονίζει ότι αυτό θα συμβεί «όταν μία από τις βασικές προσδοκίες της ελληνικής οικογένειας είναι η εισαγωγή των παιδιών τους στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα». Τονίζει επίσης ότι «τα ελληνικά πανεπιστήμια χαίρουν ιδιαίτερου κύρους παρά την προσπάθεια αμαύρωσής τους που γίνεται από διάφορες πλευρές» και σημειώνει πως «απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι οι απόφοιτοι του ελληνικού πανεπιστημίου γίνονται δεκτοί στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου». «Υπάρχει μια πολύ μεγάλη επένδυση από την ελληνική οικογένεια και θεωρούμε ότι η Πολιτεία είναι εκείνη που πρέπει να νομοθετεί για αυτά τα θέματα, καθώς είναι εκείνη που λαμβάνει υπόψη και τα κοινωνικά αιτήματα αλλά και τις αναγκαιότητες που υπάρχουν μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε μία διαδικασία συναντίληψης, αλλά κι ενίσχυσης του ενιαίου χώρου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να ανταποκριθεί σε αυτές τις ανάγκες», τονίζει η κ. Τζούφη.

Η κ. Τζούφη εντάσσει και την απόφαση να ανασταλεί η ίδρυση Νομικής Σχολής στην Πάτρα σε αυτή την κατεύθυνση και υπενθυμίζει πως η ίδρυση του συγκεκριμένου τμήματος αποτελούσε αίτημα της πανεπιστημιακής κοινότητας και είχε υπάρξει μελέτη αναδιανομής των φοιτούντων. «Η προσπάθεια για τη μη ίδρυσή της Νομικής στην Πάτρα πρέπει να εκληφθεί ως μία βαθιά υποκρισία της ΝΔ, η οποία την ίδια στιγμή έχει ασκήσει πιέσεις για την αναγνώριση των πτυχίων της Νομικής από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Κύπρου», σημειώνει.

Όσον αφορά την επιμονή της ΝΔ για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και στη χώρα μας, σημειώνει ότι «γίνεται μια πολυ μεγάλη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, κι όχι μόνο από τη ΝΔ αλλά κι από άλλες πολιτικές δυνάμεις». «Για να επιτευχθεί ο στόχος τους,ς απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απαξίωση των δημόσιων πανεπιστημίων, η υποστελέχωσή τους και βέβαια η υποχρηματοδότησή τους. Αν συμβούν αυτά, σε συνδυασμό με την μείωση του αριθμού των εισακτέων, η ΝΔ θα δημιουργήσει ένα κλίμα, ώστε να έρθει ως ώριμο φρούτο η αναγκαιότητα της δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, στα οποία ιδιωτικά πανεπιστήμια θα μπορούν όμως να πηγαίνουν μόνο εκείνοι που έχουν να πληρώσουν, χωρίς βεβαίως αξιοκρατικά κριτήρια», εξηγεί η Μeρόπη Τζούφη στο Tvxs.gr.

Για τις 10.500 προσλήψεις εκπαιδευτικών που φαίνεται να έπεσαν στις καλένδες, η κ. Τζούφη λέει πως «πράγματι υπάρχει απόλυτη σιωπή της κυβέρνησης για την αναγκαιότητα αυτών των 10.500 διορισμών, που ήδη είχε δρομολογήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας εξασφαλίσει και τους αναγκαίους πόρους». «Ακόμα κι εντός μνημονιακού πλαισίου είχε υπάρξει η αύξηση των δαπανών στον τομέα της Παιδείας και είχαμε προεκλογικά δεσμευτεί ότι στο τέλος της τετραετίας θα φτάναμε στον μέσο όρο της ΕΕ που είναι το 5%. Αντί αυτού το μόνο που έχει κάνει η ΝΔ κι αυτό το θεωρώ θετικό, είναι ότι προχωράει στους 4.500 διορισμούς στην Ειδική Αγωγή, μια διαδικασία η οποία είχε ολοκληρωθεί και στην οποία είχαν βάλει τα χαρτιά τους 43 χιλιάδες άνθρωποι». «Λένε ότι θα μελετήσουν αν υπάρχουν πραγματικές ανάγκες. Οι ανάγκες είναι εκεί, διότι είναι βέβαιο, ότι με βάση τα περσινά στοιχεία, θα απαιτηθούνγια καλυφθούν τα κενά των σχολείων της γενικής κι επαγγελματικής εκπαίδευσης περίπου 37.000 αναπληρωτές, την ίδια στιγμή που ήδη μεταξύ του 2010 και του 2019 είχαμε και 36.000 αποχωρήσεις από τη Δημόσια εκπαίδευση, χωρίς να έχει γίνει καμία μόνιμη πρόσληψη», εξηγεί.  «Άρα οι ανάγκες είναι εκεί, είναι παρούσες, και η ΝΔ επιλέγει να μην προχωρήσει σε αυτούς τους πολύ απαραίτητους διορισμούς. Με ότι αυτό συνεπάγεται», τονίζει η πρώην υφυπουργός Παιδείας.

Τέλος για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, εκτιμά, πως πρόκειται για μια «επίδειξη δύναμης» από την πλευρά της ΝΔ στο πλαίσιο του δόγματος «νόμος και τάξη»,  «η οποία» – όπως λέει – «απαντά στα συντηρητικά ακροατήρια και αποπροσανατολίζει τον κόσμο από τα καυτά προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης». «Προσπαθεί να πλήξει μια δημοκρατική κατάκτηση, η οποία είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη της ακαδημαϊκής κοινότητας κι όχι να αντιμετωπίσει τα μεμονωμένα υπαρκτά προβλήματα παραβατικότητας που είναι σε ένα μικρό αριθμό 3-4 ιδρυμάτων, την ώρα που αυτά τα φαινόμενα είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν με το ήδη υπαρκτό νομοθετικό πλαίσιο», σημειώνει η κ. Τζούφη.

Υπενθυμίζει επίσης ότι όταν το άσυλο καταργήθηκε με τον νόμο Διαμαντοπούλου, τα επίσημα στοιχεία μαρτυρούν ότι δεν μειώθηκε η παραβατικότητα αλλά αντιθέτως αυξήθηκε, σαν απόρροια πολύ πιο σύνθετων κοινωνικών και οικονομικών διεργασιών.