Το «revenge porn», η «εκδικητική πορνογραφία», δηλαδή, επανήλθε στην επικαιρότητα, αυτή τη φορά με, καθ’ ομολογία, θύτη ένα προβεβλημένο πρόσωπο της showbiz, το πρώην, πλέον, μέλος της τηλεοπτικής ομάδας του «Ράδιο Αρβύλα», Στάθη Παναγιωτόπουλο και θύμα την πρώην σύντροφό του.

Ads

Όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε δημοσίως, διακίνησε υλικό σεξουαλικού περιεχομένου, από την εποχή που είχε σχέση με την κοπέλα, σε πορνογραφικό ιστότοπο, χωρίς την συγκατάθεσή της, όπως ακριβώς είναι και ο ορισμός της «εκδικητικής πορνογραφίας». 

Σύμφωνα με τον ορισμό από Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), η μη συναινετική πορνογραφία (που συχνότερα αναφέρεται ως «εκδικητική πορνογραφία») περιλαμβάνει τη διανομή στο διαδίκτυο φωτογραφιών ή βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου χωρίς τη συγκατάθεση του ατόμου που εμφανίζεται στις εικόνες. Συμβαίνει συχνά δράστης να είναι ο πρώην σύντροφος που στόχο έχει την διαπόμευση ως αντίποινα για τον τερματισμό μιας σχέσης. Ωστόσο, οι δράστες δεν είναι απαραίτητα σύντροφοι ή πρώην σύντροφοι και το κίνητρο δεν είναι πάντα η εκδίκηση.

Αυτή τη φορά, ευτυχώς, η διακίνηση του πορνογραφικού δεν κατέληξε σε τραγωδία όπως έχει συμβεί στο παρελθόν με αυτοκτονίες γυναικών που πέφτουν θύματα αυτής της νοσηρής πρακτικής και δεν έχουν βοήθεια από πουθενά ώστε να μπορούν να το διαχειριστούν και να αντιδράσουν. Όμως, οι συνέπειές στην ψυχική υγεία των θυμάτων και, κατ’ επέκταση, την κοινωνική ζωή των γυναικών παραμένουν οδυνηρές.

Ads

Το συγκεκριμένο φαινόμενο, στην ψηφιακή μορφή του, προέκυψε μέσα στα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την εξάπλωση  του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και αφορά τη δημοσιοποίηση και διασπορά φωτογραφιών και βίντεο, που κυρίως απεικονίζουν γυναίκες, σε διάφορες ιστοσελίδες, δίχως τη συγκατάθεση τους. Ωστόσο, ως πρακτική είναι διαχρονική, με τις ίδιες συνέπειες, άσχετα από το εάν ο διασυρμός του θύματος γινόταν σε τοπική κλίμακα.

Η εκδικητική πορνογραφία αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο διογκώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του lockdown. Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ιρλανδία, η υπουργός Δικαιοσύνης Helen McEntee κατέθεσε πέρυσι νέα νομοθετική διάταξη που αφορούσε αποκλειστικά τις προσπάθειες να περιοριστεί το φαινόμενο του revenge porn.

Αρκετά περιστατικά εκδικητικής πορνογραφίας εντοπίζονται και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με πολλά εξ’ αυτών να έχουν φτάσει στις δικαστικές αίθουσες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η υπόθεση του David Elam II, που κλήθηκε να πληρώσει αποζημίωση 6 εκατομμυρίων ευρώ στην πρώην σύντροφο του, λόγω της δημοσιοποίησης γυμνών φωτογραφιών και βίντεο της, έπειτα από απόφαση δικαστικού σώματος της Καλιφόρνια το 2019.

Πώς μπορεί να προστατευτεί νομικά ένα θύμα της εκδικητικής πορνογραφίας;

Νομικοί υπογραμμίζουν πως υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των θυμάτων. «Το πρώτο που πρέπει να κάνει ένα θύμα του revenge porn είναι να ζητήσει αρχικά νομική συμβουλή και παράλληλα να επιδιώξει να κατέβει το υλικό από την εκάστοτε ιστοσελίδα», αναφέρει ο δικηγόρος, Βασίλης Σωτηρόπουλος στο tvxs.gr, επισημαίνοντας πως «είναι καλύτερο το θύμα να ζητήσει νομική συμβουλή αρχικά, καθότι, υπάρχουν κίνδυνοι, εάν πράξει μεμονωμένα, πηγαίνοντας απλώς στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος».

Αφού λοιπόν το θύμα φτάσει στο «δεύτερο βήμα» και απευθυνθεί στη Δίωξη, εκεί «υποβάλλει μήνυση, είτε κατά αγνώστου, είτε κατά συγκεκριμένου προσώπου, εάν γνωρίζει ποιος είναι ο δράστης», σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, ο οποίος τονίζει πως «στην περίπτωση που ο δράστης βγει κατηγορούμενος και δικαστεί σε ένα ποινικό δικαστήριο, υπάρχει και η δυνατότητα αποζημίωσης, μέσω αγωγής, λόγω ηθικής βλάβης», ξεκαθαρίζοντας βέβαια πως «η αγωγή βέβαια και η μήνυση είναι δύο διαφορές δικαστικές ενέργειες».

«Το θύμα πρέπει να βοηθήσει τις Αρχές, και να τους πει ποιος πιστεύει ότι προέβη στη συγκεκριμένη ανάρτηση. Αρκετές φορές, είναι εύκολο να εντοπιστεί ο δράστης. Βέβαια, αυτό δεν είναι απολύτως σίγουρο. Ενδέχεται δηλαδή ο δράστης να μεταβιβάσει το υλικό σε κάποιον και μετά να υπάρξει διασπορά. Τότε, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί το ποιος έκανε την ανάρτηση και, εάν κατηγορηθεί το λάθος άτομο, υπάρχει κίνδυνος ακόμη και για να υπάρξει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση προς το θύμα», δηλώνει παράλληλα ο δικηγόρος.

Σχετικά με τις νομικές ευθύνες του παρόχου, δηλαδή της ιστοσελίδας στην οποία δημοσιεύεται το υλικό, ο κ. Σωτηρόπουλος δηλώνει πως: «Ο νόμος για την ανάρτηση περιεχομένου από τους χρήστες, που είναι ένα προεδρικό διάταγμα του 2003, υποστηρίζει πως ο πάροχος της πλατφόρμας στην οποία δημοσιεύεται το υλικό, δεν είναι υποχρεωμένος να ερευνήσει από μόνος του το κατά πόσο το υλικό δημοσιοποιήθηκε νόμιμα ή παράνομα. Ο νόμος, επί της ουσίας λέει ότι, μόνο αν ενημερωθεί ο πάροχος ότι το υλικό είναι παράνομο και δεν το αποσύρει άμεσα, έχει νομική ευθύνη και μπορεί να στραφεί το θύμα εναντίον του παρόχου».

Όπως επισημαίνει ο δικηγόρος, «πρέπει αρχικά να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει συγκατάθεση», τονίζοντας πως «το δικαστήριο, πάντα κινείται στη λογική να προστατευθεί το θύμα, ενώ, είναι ιδιαίτερα δύσκολο, κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει συγκατάθεση, ενώ δεν υπάρχει».