Η νίκη των Σοσιαλιστών στην Πορτογαλία θα μπορούσε να έχει μια θετική επίπτωση και στον προσυνεδριακό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ: Να μετατοπίσει τη συζήτηση από το -σημαντικό μεν, αλλά αδιάφορο για τους πολίτες και εσωστερεφές- ζήτημα του αρχηγισμού όπου την οδήγησε η λαθεμένη κατά τη γνώμη μου πρόταση του προέδρου του, σε ένα επίκαιρο και πολύ ουσιαστικό πολιτικό θέμα.

Ads

Αυτό τουλάχιστον μου επιτρέπει να ελπίζω η δημοσίευση στην ΕφΣυν (1/2) και το Tvxs.gr δύο άρθρων φίλων και συντρόφων μου στη «Γέφυρα», του Νίκου Μπίστη («Ποια Αριστερά κερδίζει;») και του Αντώνη Λιάκου («Τι νέα από την Πορτογαλία;»).

Και για τους δύο αρθρογράφους το μάθημα από την Πορτογαλία είναι πως η Αριστερά κερδίζει όταν επιδιώκει την «αλλαγή με κυβερνητική σταθερότητα», «μεταρρυθμίσεις και όχι ρήξεις». «Η κανονικότητα και η δημοκρατική ομαλότητα είναι το έδαφος της σύγχρονης Αριστεράς», γράφει ο Μπίστης, ενώ το «φτάνει πια» της ριζοσπαστικής Αριστεράς οδηγεί στον ακροδεξιό «αντισυστημισμό».

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Λιάκος που πάντως αναφέρει και θετικά στοιχεία του αριστερού ριζοσπαστισμού (σε παρελθόντα χρόνο όμως, που θυμίζει λίγο τα καλά λόγια που λέμε σε έναν επικήδειο).

Ads

Διαβάστε επίσης, το άρθρο του Νίκου Μπίστη: Ποια Αριστερά κερδίζει;

Κατά τη γνώμη μου, η ανάγνωση αυτή είναι κάπως απλουστευτική και μονόπλευρη. Είναι φανερό πως οι δύο αρθρογράφοι άρπαξαν την ευκαιρία για να ενισχύσουν την εσωκομματική επιχειρηματολογία τους, νομίζω όμως πως έτσι φτωχαίνουν την ανάλυση και βαθαίνουν περιττά διαφορές που αναμφίβολα υπάρχουν στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ας αρχίσω από εκεί που συμφωνούμε. Το εκλογικό αποτέλεσμα της Πορτογαλίας αποτελεί μεγάλη νίκη της Αριστεράς, γιατί το Σοσιαλιστικό Κόμμα εκεί, όπως και παντού στην Ευρώπη, είναι μέρος της Αριστεράς και μάλιστα, σχεδόν παντού, η κύρια συνιστώσα της.

Τα δύο πέραν των Σοσιαλιστών αριστερά κόμματα, έπαιξαν και έχασαν χοντρά, προτάσσοντας μαξιμαλιστικά αιτήματα και υποτιμώντας την επιθυμία του κόσμου για σταθερότητα. Προφανώς λοιπόν είμαι αντίθετος στις «αντι-σοσιαλδημοκρατικές» οριοθετήσεις και καταγγελίες που κυκλοφορούν πλατιά στο ΣΥΡΙΖΑ και σε όσους αυτοανακηρύσσονται σε ιδιοκτήτες και κλειδοκράτορες της Αριστεράς.

Τούτων λεχθέντων, είναι πολλές και οι διαφωνίες μου:

Κατ’ αρχάς, η εικόνα μιας ανερχόμενης Σοσιαλδημοκρατίας και μιας καταρρέουσας ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν είναι εντελώς ακριβής. Ισχύει σε μερικές χώρες, όπως στη Γερμανία και την Πορτογαλία, όχι όμως παντού.

Στη Γαλλία, έχουν καταρρεύσει και οι δύο και μάλλον περισσότερο οι Σοσιαλιστές. Στην Ισπανία πηγαίνει πολύ άσχημα το Podemos, αλλά δεν φαίνεται να ευημερούν και οι Σοσιαλιστές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Εργατικοί ήσαν στην αφάνεια, ώσπου ίσως να τους σώζουν τα κορονοπάρτι του Τζόνσον.

Στην Ιταλία, το Δημοκρατικό Κόμμα πηγαίνει μεν καλά, αλλά η χώρα κυβερνάται από τεχνοκράτες σε ένα συνασπισμό με τους φασίστες της Λέγκας και οι προοπτικές είναι σκοτεινές με τα δύο ακροδεξιά κόμματα και τον Μπερλουσκόνι να συγκεντρώνουν σχεδόν 50% στις δημοσκοπήσεις.

Στον Βορρά (Σουηδία, Δανία, Νορβηγία, Φινλανδία), όπου κυβερνούν οι Σοσιαλδημοκράτες, όπως και στην Ιρλανδία η ριζοσπαστική Αριστερά πηγαίνει καλύτερα εκλογικά από τη Σοσιαλδημοκρατία. Το 42% του Κόστα, συνηθισμένο ποσοστό για τους Σοσιαλδημοκράτες παλαιότερα, το βλέπουν σήμερα με τηλεσκόπιο σε όλες σχεδόν τις χώρες.

Διαβάστε επίσης: Με αφορμή την Πορτογαλία: Όταν η επαγωγική λογική γίνεται ψευδοεπιστήμη

Με άλλα λόγια, υπάρχουν σαφώς μερικά ενθαρρυντικά σημάδια στην πορεία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ιδιαίτερα της σοσιαλιστικής, αλλά η συνολική εικόνα κάθε άλλο παρά ρόδινη είναι, ούτε δικαιώνει κάποιο συγκεκριμένο «είδος» Αριστεράς.

Το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή ρήξη» είναι από άλλες εποχές. Αν με ρήξη εννοούμε κάποια «κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων», η στρατηγική αυτή έχει εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες ακόμη και από το ευρωκομμουνιστικό κίνημα που μιλούσε για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».

Από την άλλη, σήμερα στα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα κερδίζει έδαφος η αντίληψη πως, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο χρειάζονται ριζικές μεταρρυθμίσεις, που να υπερβαίνουν τη σημερινή λειτουργία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Συνεπώς ναι, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που να σημάνουν και ρήξεις. Και εμείς με αυτούς τους σοσιαλιστές (πρέπει να) είμαστε. Όπως και με το πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει ο Μπάιντεν και όχι με όσους τον καλούν να απαλλαγεί από τους αριστερούς του.

Μου κάνει εντύπωση πως φωνές που επικρίνουν (και ορθά) τον αριστερισμό, συχνά ελάχιστα λένε για την εξέλιξη της Σοσιαλδημοκρατίας. Η παρακμή της τις τελευταίες δύο δεκαετίες οφείλεται μήπως σε «αριστερή» γραμμή και όχι στον εναγκαλισμό της με τον νεοφιλελευθερισμό;

Έχω παρατηρήσει πως όταν επισημαίνεται πως βασική αιτία είναι το δεύτερο, δυσανασχετούν, βρίσκουν την εκτίμηση αυτή «κλισέ». Χρειάζεται να θυμηθούμε τον Μπλαιρισμό (και την εγκληματική εξωτερική πολιτική του); Τη συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία και ότι την απέκλεισε εκ προοιμίου ο Σόλτς πέρσι;

Τη διάλυση του κράτους προνοίας στη Σουηδία από τον σοσιαλδημοκράτη Πέρσον; Τους επαίνους στη λιτότητα από «ρεαλιστές» Σοσιαλδημοκράτες, που τώρα την ξέχασαν; Τους Σοσιαλδημοκράτες όπως ο Ντάιζελμπλουμ και ο Σούλτς για τα καθ’ ημάς;

Τα θυμίζω αυτά όχι για να καταγγείλω τη Σοσιαλδημοκρατία, αλλά για να μετριάσω την αγιοποίησή της και να υποστηρίξω πως το δίλημμα σήμερα δεν είναι Σοσιαλδημοκρατία ή ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά το είδος της πληθυντικής Αριστεράς με επίκεντρο τη Σοσιαλδημοκρατία που επιδιώκουμε.

Το ζήτημα δεν αφορά το παρελθόν. Κατά τη γνώμη μου, οι πολίτες που φέρνουν τους σοσιαλιστές στην εξουσία ασφαλώς θέλουν σταθερότητα και όχι περιπέτειες, αλλά και δεν θέλουν λιτότητα, ακραίες ανισότητες και ανασφάλεια, πράγματα που δεν πέτυχε κατά κανόνα η Σοσιαλδημοκρατία κατά την προηγούμενη περίοδο. Γι’ αυτό και οι σοσιαλιστές κατεβαίνουν σήμερα (και στη Γερμανία και την Πορτογαλία) με αριστερά προγράμματα, γι’ αυτό παντού στους σοσιαλιστές στην Ευρώπη γίνεται λόγος για αριστερή στροφή.

Σε πολλές χώρες, ο προσανατολισμός των κυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών δεν έχει κριθεί ή εξελίσσεται ανησυχητικά. Στη Γερμανία λ.χ. δεν έχει ακόμη φανεί αν ο Σολτς θα μπορέσει να περάσει τις αναγκαίες εθνικές και ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις στους φιλελεύθερους εταίρους του. Στην Ιταλία, η συγκυβέρνηση με φασίστες εγκυμονεί κινδύνους. Στη Δανία οι Σοσιαλδημοκράτες, με τη στήριξη αριστερών κομμάτων, έχουν την πλέον ξενοφοβική πολιτική στη δημοκρατική Ευρώπη. Στη Σουηδία, υλοποιούν τον προϋπολογισμό του συνασπισμού Δεξιάς-Ακροδεξιάς.

Λίγοι είναι οι πολίτες που θέλουν περιπέτειες, αντί για σταθερότητα. Όταν όμως η ζωή τους γίνεται αφόρητη από την ισχύουσα «κανονικότητα», συμβαίνει να εξεγείρονται και ζητούν βαθιές αλλαγές. Τότε τα κατεστημένα και η συντήρηση υπερασπίζονται τη σταθερότητα και επικαλούνται τον ρεαλισμό.

Αυτό έγινε στην Ελλάδα την εποχή των μνημονίων. Πολλοί μεταρρυθμιστές και οι σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ τα υπερψήφισαν και συγκυβερνούσαν με τον Σαμαρά. Μερικοί έφτασαν και να τα υπερασπίζονται. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε ευτυχώς άλλο δρόμο και, μεταξύ άλλων, έγινε φραγμός στη γιγάντωση των ναζί. Και όταν οι συσχετισμοί το επέβαλαν, φέρθηκε υπεύθυνα και υποχώρησε.

Σήμερα, που οι πάντες στην Ευρώπη επικαλούνται τη συμπεριφορά προς την Ελλάδα ως παράδειγμα προς αποφυγή, σήμερα που τα όσα διεκδικούσε ο ΣΥΡΙΖΑ την κρίσιμη στιγμή υιοθετούνται διεθνώς, στην Ελλάδα υπάρχουν φωνές και στην Αριστερά που αναδεικνύουν τις υπερβολές του ΣΥΡΙΖΑ και όχι την αντίστασή του και την εγκληματική πολιτική της τρόικα. Σεβαστές βέβαια και πρέπει να κοιτάζουμε μπροστά. Όμως υπάρχει και η αντίθετη άποψη και δεν είναι νομίζω παραγωγικό ο «ρεαλισμός» των μνημονιακών να προβάλλεται ως υπόδειγμα ρεαλισμού για τη σημερινή Αριστερά.

Υπάρχει και κάτι ακόμη: ο φόβος της αλλαγής ήταν πάντα τροφοδότης του συντηρητισμού. Είναι εντελώς φυσικό πολύς κόσμος να προτιμά την πεπατημένη, ιδίως όταν έχει ταλαιπωρηθεί πολύ και αισθάνεται ανασφαλής. Στις συνθήκες αυτές, σκέφτεται την ησυχία του και όχι πως η «ησυχία» αυτή μπορεί να φέρει αύριο χειρότερα δεινά.

Η Αριστερά πρέπει ασφαλώς να παίρνει υπόψη το λαϊκό αίσθημα και τους συσχετισμούς, αλλά ταυτόχρονα να εξηγεί πως η ακινησία δεν διασφαλίζει την ησυχία όλων, ούτε την αυριανή ησυχία όλων μας, πως τα αργά βήματα συχνά δεν αρκούν.

Αν το μήνυμα που εκπέμπει η Αριστερά είναι λιγότερο η αλλαγή και περισσότερο η σταθερότητα, πολύ φοβάμαι πως πιο πειστική θα είναι η Δεξιά. Αλλά και αν η επιστροφή της Αριστεράς στην εξουσία συνοψισθεί μόνο με την απαλλαγή από τον αντίπαλο και την εναλλαγή προσώπων, γρήγορα θα απογοητεύσει και θα ξαναχάσει, αυτή τη φορά ίσως τελειωτικά.

Ας συνοψίσω: Νομίζω πως όλοι οι αριστεροί πρέπει να γιορτάσουμε τη νίκη των σοσιαλιστών στην Πορτογαλία. Είναι όμως λάθος να την εργαλειοποιούμε ως επιχείρημα υπέρ της Σοσιαλδημοκρατίας, και μάλιστα της «μετριοπαθούς», και κατά της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα το ζητούμενο είναι το είδος των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και πολιτικών που πρέπει να επιδιώκει η πληθυντική Αριστερά και φυσικά η Σοσιαλδημοκρατία. Στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μια τέτοια προσέγγιση θα συνέβαλε συν τοις άλλοις στη σύνθεση που μου φαίνεται απολύτως δυνατή στο βαθμό που οι διαφορές δεν υπεριδεολογικοποιούνται και αποφεύγονται οι ακραίες πολώσεις.

Υστερόγραφο: Η νίκη του Κόστα είναι και νίκη της ενισχυμένης αναλογικής. Με την απλή δεν θα έβγαινε αυτοδύναμος. Είναι και νίκη των μονοκομματικών κυβερνήσεων, αφού ως γνωστόν σημαντική αιτία για την οποία τον ανέτρεψαν οι αριστεροί, ήταν η άρνησή του για κάθε προεκλογική συνεννόηση.

Συνεπώς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η επίτευξη μιας σταθερής αριστερής κυβέρνησης εξυπηρετείται καλύτερα χωρίς απλή αναλογική και συμμαχίες. Τι λέμε επ’ αυτού; Όσον με αφορά, δεν πιστεύω πως η απλή αναλογική είναι ταμπού, το εκλογικό σύστημα δεν είναι άσχετο με συγκεκριμένες καταστάσεις και, για τη σημερινή Ελλάδα, μάλλον προκρίνω ένα σύστημα ηπίας ενισχυμένης. Αντίθετα, θεωρώ ιδιαίτερα αρνητική την -ακόμη κυρίαρχη- τάση της Σοσιαλδημοκρατίας να αρνείται τη συνεργασία με την πέραν αυτής Αριστερά.

* O Σωτήρης Βαλντέν, είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.