Το ακούσαμε στέρεο μετά τις γερμανικές εκλογές και τις (αυτοδιοικητικές) εκλογές στην Ιταλία· το ξανακούμε τώρα, επί τη ευκαιρία της πρόσφατης νίκης του σοσιαλιστικού κόμματος στην Πορτογαλία: οι ευρωπαϊκές κοινωνίες επιβραβεύουν τη μετριοπάθεια της Σοσιαλδημοκρατίας και όχι την αντισυστημική ρητορική της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό ισχυρίζονται όσοι επιδίδονται στον πολιτικό φρονηματισμό των «ακραίων» του ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας βέβαια κάποια ψήγματα κριτικής στο παλαιό και το νέο ΠΑΣΟΚ (προφανώς χάριν συμμετρίας).

Ads

Δεν πρόκειται για μια άποψη σαν όλες τις άλλες. Είναι μια ολόκληρη κατασκευή, της οποίας η βάση δεν βρίσκεται στη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», ούτε στην εμπειρική γνώση. Μιλάμε για γενικεύσεις χωρίς καμιά πραγματολογική βάση, πέρα από το ακαταμάχητο επιχείρημα των «πολιτικών αναλογιών».

Από αναλογίες και παραλληλισμούς γνωρίζουμε όλοι. Η επαγωγή είναι μια δόκιμη (και κομψή) μέθοδος εξαγωγής συμπερασμάτων στις επιστήμες, από τη Φιλοσοφία μέχρι τα Μαθηματικά. Το πρόβλημα προκύπτει όταν προσπαθούμε να βρούμε κοινό παρονομαστή ανάμεσα σε ανόμοια πράγματα και να προβλέψουμε καταστάσεις που είναι εγγενώς ασταθείς ή εξ ορισμού αστάθμητες. Εκεί η χρήση της επαγωγικής λογικής (το λεγόμενο επιχείρημα από αναλογίας) ισοδυναμεί με τσαρλατανισμό.

Όποιος κάνει τον κόπο να ψάξει τις θέσεις και τις εκλογικές επιδόσεις του πορτογαλικού σοσιαλιστικού κόμματος από τότε που δημιουργήθηκε μέχρι τώρα θα αντιληφθεί αμέσως ότι δεν υπάρχει ανάλογό του στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Για τη δε Γερμανία και την Ιταλία δεν τίθεται καν θέμα. Μιλάμε για τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης και για κόμματα (SPD και Δημοκρατικό Κόμμα) τα οποία δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με το πάλαι ποτέ «αντιδεξιό» ΠΑΣΟΚ, ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ads

Όσοι διαβάσουν τα πεπραγμένα του νέου καγκελάριου της Γερμανίας θα διαπιστώσουν ότι κάθε άλλο παρά μετριοπαθής υπήρξε ως πολιτικός. Πρόκειται για το άλτερ έγκο του καγκελάριου Σρέντερ, του σοσιαλδημοκράτη πολιτικού που εισήγαγε ένα από τα πιο ακραιφνή νεοφιλελεύθερα προγράμματα στην Ευρώπη, πριν χάσει τις εκλογές και αναζητήσει καλύτερη τύχη (και μισθό) στη ρωσική Γκαζπρόμ.

Τέλος, όποιος κοιτάξει γιατί διαφώνησε η Αριστερά στην Πορτογαλία με τον προϋπολογισμό της προηγούμενης κυβέρνησης Κόστα (προκαλώντας πρόωρες εκλογές) θα καταλάβει ότι στον πυρήνα της διαφωνίας βρισκόταν η ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, οι αυξήσεις στις συντάξεις και η αύξηση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης. Δεν ονομάζεται μετριοπάθεια η επιμονή στην πολιτική των δημοσιονομικών περιορισμών και δεν έχει σχέση η σταθερότητα (όπως διατείνεται ο Κόστα) με μια πολιτική που αρνείται να ενισχύσει όσο χρειάζεται το κοινωνικό κράτος. Μπορεί η τακτική που ακολούθησαν το Μπλόκο και του ΚΚ να μην ήταν σωστή στον χρονισμό της. Αλλά το δίκιο ήταν σίγουρα με το μέρος τους και η συνέχεια της ιστορίας θα το καταδείξει.

Βεβαίως, η πολιτική που ακολούθησε ο Κόστα στην Πορτογαλία και ο Σάντσεθ στην Ισπανία είχαν όντως πολλά θετικά σε σχέση με ό,τι υπήρξε πριν απ’ αυτούς, εξ ου και η σημερινή δημοφιλία τους. Αλλά το παράδειγμά τους εξωραΐστηκε και εξιδανικεύθηκε στην Ελλάδα για πολύ συγκεκριμένους λόγους: ήταν αυτό που λέμε «proof of principle», η απόδειξη ότι η ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να συγκυβερνήσει (άμεσα ή δια της ανοχής) με τους σοσιαλδημοκράτες. Αν λοιπόν βάζαμε στη θέση της πρώτης τον ΣΥΡΙΖΑ και στη θέση της δεύτερης το ΠΑΣΟΚ, οι αδαείς θα έσπευδαν να αναφωνήσουν «όπερ έδει δείξαι»!

Άχαρο πράγμα οι αυτοαναφορές, αλλά οι πιο ψύχραιμοι εξ ημών είχαμε προβλέψει το πεπερασμένο των συνεργασιών Σοσιαλδημοκρατίας-Αριστεράς στις χώρες της Ιβηρικής (και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο). Όμως ο βολονταρισμός που ταλαιπωρεί τον προοδευτικό χώρο από δημιουργίας του μεταμορφώνει διαρκώς το κρέας σε ψάρι. Ενδεικτικό αυτής της νοοτροπίας είναι το εξής.

Η ίδια πλευρά που επιχειρεί τώρα να μας φρονηματίσει επικαλούμενη το πορτογαλικό παράδειγμα επικαλείται επίσης ως υπόδειγμα «ωρίμανσης» του ΣΥΡΙΖΑ τη στροφή (κατ’ άλλους κωλοτούμπα) που έκανε το κόμμα το 2015, για να καταδείξει ότι σιγά-σιγά ερχόμαστε στα λόγια του «Μένουμε Ευρώπη». Ως εάν η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ να μην ήταν προϊόν ενός ωμού εκβιασμού, αλλά μια συνειδητή αλλαγή πορείας που αποφασίστηκε με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της, μία εκ των οποίων ήταν η ακύρωση του ίδιου του προεκλογικού του προγράμματος και η αυτο-υπονόμευση της φερεγγυότητάς του (την οποία ακόμα πληρώνει).

Ας μη βαυκαλιζόμαστε. Το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δεν θα σπάσει με επικλήσεις μετριοπάθειας και προσαρμογής σε όσα συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το μέτωπο αυτό θα διαρραγεί όταν η Αριστερά εφεύρει μια ενοποιητική και κοινωνικά δραστική ατζέντα, που αφορά το καθημέραν της κοινωνίας. Ήδη επισημάνθηκε από αυτό το βήμα το μείζον πρόβλημα της στέγης που αντιμετωπίζουν οι νέοι. Αλλά, πέραν αυτού, καλό θα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι καμιά από τις πληγές που άφησαν τα μνημόνια δεν έχει επουλωθεί.

Η συζήτηση περί διαγραμμάτων, όταν ο κόσμος δεν μπορεί να πληρώσει το ηλεκτρικό και τα καύσιμα, όταν το ΕΣΥ αγκομαχεί και τα δημόσια Πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν μια υπαρξιακή κρίση είναι καθαρός παραλογισμός. Για αυτό ακριβώς και δεν με ενθουσιάζει μια προοπτική α λα Πορτογαλία και μια αυτοδύναμη κυβέρνηση α λα Κόστα. Γιατί η σταθερότητα που προοιωνίζονται δεν αφορά το σώμα της κοινωνίας, αλλά κάποιους άλλους.

Συνηθίσαμε τόσα χρόνια τα άτοπα και τα ανόητα· κι αρχίσαμε έτσι να τα αντιμετωπίζουμε με μια δόση επιείκειας, ειρωνείας, αδιαφορίας. Όμως έρχεται η στιγμή που αρχίζουμε να αισθανόμαστε το πυκνό νέφος ιδεολογικής αιθαλομίχλης που μας περιβάλλει. Μέσα σ’ αυτό το νέφος δεν μπορούμε πλέον να διακρίνουμε καθαρά ανάμεσα σε φίλο και σε εχθρό. Όταν φτάνουμε σε αυτό το σημείο, δεν υπάρχει άλλη λύση: όσοι δεν βαυκαλίζονται με ψευδώνυμα θα πρέπει να αναζητήσουν τον αέρα και το οξυγόνο που χρειάζονται, όχι στη σφαίρα του φανταστικού, αλλά στο ωμά και επώδυνα συγκεκριμένο.

Μας χρειάζεται ένα νέο είδος κριτικής. Μιας κριτικής που δεν μπορεί παρά να βασίζεται σ’ αυτό που λέμε «επιστημονικό» όταν αναφερόμαστε στη Θεωρία που μας καθοδηγεί.