Ανήμερα την Πρωτομαγιά είδα μια πολύ ωραία ταινία στην ΕΡΤ2, το «Δύο ημέρες, μία νύχτα». Στην ταινία, η Σαντρά η πρωταγωνίστρια, είναι μια νέα κοπέλα, εργαζόμενη σύζυγος και μητέρα. Λόγω ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπισε, έλλειψε για ένα χρονικό διάστημα από την δουλειά της. Στο διάστημα αυτό οι 16 συνάδελφοί της βγάζουν και την δική της δουλειά, κάνοντας λίγες υπερωρίες και παίρνοντας γι’ αυτό πριμ, 1000 € ο καθένας.

Ads

Το αφεντικό, βλέποντας πως βγαίνει κι έτσι η δουλειά, τους θέτει το δίλλημα πως, αν θέλουν μπορούν να συνεχίσουν έτσι, βγάζοντας και την δουλειά της Σαντρά και παίρνοντας τα 1000 €, ή συμφωνούν να επιστρέψει η Σαντρά στην δουλειά της και να συνεχίσουν όπως πριν. Στην 2η επιλογή θα έχαναν τα 1000 €. Η απόφαση είναι δική τους, των 16, κατά πλειοψηφία.

Η Σαντρά, που θέλει να ξανακερδίσει την δουλειά και την ζωή της (σε οριακή ψυχολογική κατάσταση, καθώς δεν έχει συνέλθει ακόμη από την καταθλιπτική περίοδο) αγωνίζεται να πείσει τους συναδέλφους της να συμφωνήσουν να επιστρέψει στην δουλειά της, αποποιούμενοι στην ουσία το πριμ των 1000 € για τον εαυτό τους.

Σ’ αυτήν την προσπάθεια παρακολουθούμε να ξετυλίγεται μια ακτινογραφία του σύγχρονου Ευρωπαίου με την στάση του απέναντι σε κοινωνικά θέματα, όπως η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα, σε αντιδιαστολή με τον εγωισμό και την καταναλωτική μανία.

Ads

Όταν έρχεται η ώρα της απόφασης οι συνάδελφοί της μοιράζονται μισοί-μισοί. Οι 8 ψηφίζουν υπέρ της παραμονής της Σαντρά και οι 8 υπέρ της αποπομπής της και υπέρ -βεβαίως- των 1000 € για την πάρτη τους. Μετά το αποτέλεσμα, το αφεντικό καλεί στο γραφείο του τη Σαντρά και της προτείνει να την κρατήσει, αν απολύσει έναν συνάδελφό της που ήταν με σύμβαση, ο οποίος είχε ψηφίσει υπέρ της. Η Σαντρά το αρνείται και αποχωρεί.

Η ταινία, πέρα από την καθαυτή αξία της για τα ζητήματα που αναδεικνύει και τον τρόπο που τα διαπραγματεύεται, δημιουργεί ανάλογες σκέψεις πάνω στο επίκαιρο θέμα της πανδημίας και της γενικότερης στάσης και της συμπεριφοράς μας απέναντι στην φύση.
 
Ο άνθρωπος στην ζωή του επιλέγει το προσωπικό οικονομικό του συμφέρον αδιαφορώντας για την καταστροφή της φύσης και της ίδιας της ζωής του, σε τελευταία ανάλυση.

Δεν θέλει να θυσιάσει το ανήθικο οικονομικό όφελος ή την ευκολία του, προκειμένου να προστατέψει την φύση, τον εαυτό του, τα παιδιά του και την συνέχεια της ζωής πάνω στον πλανήτη.

Προτιμά να καταναλώνει φτηνό κρέας βιομηχανικής παραγωγής, που όμως είναι υποβαθμισμένο και οι συνθήκες της παραγωγής του δημιουργούν αρρώστιες και πανδημίες.

Προτιμά να έχει πολύ φτηνή ενέργεια (ρεύμα, πετρέλαιο, κλπ), υιοθετώντας καταστροφικές μεθόδους παραγωγής (εξορύξεις, πυρηνικά εργοστάσια, κλπ) και εξαντλώντας εγωιστικά τους φυσικούς πόρους, σαν να μην υπάρξουν άνθρωποι μετά απ’ αυτόν στον πλανήτη.

Προτιμά να δουλεύει και να πληρώνεται (πολλές φορές και να καλοπληρώνεται) σε δραστηριότητες που καταστρέφουν το περιβάλλον, ανυποψίαστος (?) για το ότι -σε τελευταία ανάλυση- δουλεύει και πληρώνεται για να γκρεμίσει το σπίτι του.

Κοντολογίς, ο άνθρωπος εμφανίζει μια ιδιοτέλεια -που είναι και ανόητη και σχιζοφρενική- απέναντι στους άλλους, αλλά και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και στην οικογένειά του, αφού όλοι μαζί εισπράττουμε τα αποτελέσματα αυτής της καταστροφικής συμπεριφοράς. Οι ίδιοι είμαστε και θύτες και θύματα, και δολοφόνοι και αυτόχειρες.

Η συμπεριφορά αυτή του homo sapiens είναι αρχέγονη και επιταχύνεται με τον χρόνο. Η Ιστορία, και μόνον κατά τον τελευταίο αιώνα, δείχνει ότι ο άνθρωπος όσο μεγαλύτερες φυσικές δυνάμεις κρατούσε στα χέρια του, τόσο μεγαλύτερες καταστροφές και εγκλήματα διέπραξε.

Τις μέρες αυτές ψηφίστηκε στην βουλή ένα νομοσχέδιο για το περιβάλλον, το «νομοσχέδιο Χατζηδάκη», που είναι το παράδειγμα, η απόδειξη και η επιτομή, όλων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω για την ανόητη και καταστροφική συμπεριφορά μας, διεκδικώντας παράλληλα και τα πρωτεία της υποκρισίας. Οι ίδιοι πολιτικοί που προσπαθούν να μας σώσουν από την πανδημία, οι ίδιοι ψηφίζουν υπέρ του βιασμού της φύσης και της δημιουργίας των πανδημιών. Οι ίδιοι πολίτες που τρομοκρατημένοι προσπαθούν να προστατευτούν από τις πανδημίες, οι ίδιοι πολίτες επιλέγουν πολιτικούς και κυβερνήσεις που συνεισφέρουν στην δημιουργία τους. Γι’ αυτό και μια τέτοια συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ανόητη και σχιζοφρενική.

Ο Εντγκάρ Μορέν, στο βιβλίο του «Ευρώπη: Πολιτισμός & Βαρβαρότητα», μιλώντας για την συμπεριφορά αυτή, παρομοιάζει την γη με ένα διαστημόπλοιο που μέσα του επιβαίνει η ανθρωπότητα. Το διαστημόπλοιο το κινούν 4 μηχανές: η επιστήμη, η τεχνολογία, η οικονομία και το κέρδος. Όμως οι μηχανές αυτές έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και οδηγούν το διαστημόπλοιο προς τον όλεθρο.

Σ’ αυτήν την καταστροφική πορεία του διαστημόπλοιου, ο άνθρωπος, όπως η Σαντρά της ταινίας, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους να δράσουμε έγκαιρα για την διόρθωση της πορείας και την αποφυγή του ολέθρου. Να αρνηθούμε την ακραία ευκολία και το χυδαίο οικονομικό όφελος προκειμένου να σωθεί το διαστημόπλοιο και όλοι εμείς οι επιβαίνοντες.

Αυτή η προσπάθεια μοιάζει ομολογουμένως σισύφεια και πολύ δύσκολη, αν όχι ακατόρθωτη. Είναι όμως μονόδρομος για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη.

Χρειάζεται να γίνει κυρίαρχη ιδεολογία, να δημιουργηθεί ένα κίνημα παγκόσμιο, παρόμοιο με τα μεγάλα κινήματα που καθόρισαν την ανθρωπότητα, όπως ο χριστιανισμός, η κατάργηση της δουλείας, ο διαφωτισμός. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να υπερβούμε τον εαυτό μας που ρέπει στην ιδιοτελή ευκολία και στο όφελος. Κι είμαστε ακόμα στην αρχή.
 
*  Ο Γιώργος Τσιριγώτης είναι Καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος