Τον Απρίλιο του 2021 παρουσιάστηκε αιφνιδιαστικά από την κυβέρνηση το σχέδιο μεταφοράς υπουργείων και της προεδρίας της κυβέρνησης στο συνολικής έκτασης 80 στρεμμάτων εργοστάσιο της ΠΥΡΚΑΛ, στο Δήμο Δάφνης-Υμηττού.

Ads

Μάλιστα το εγχείρημα ανακοινώθηκε από τα πλέον επίσημα χείλη, αυτά του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επίσκεψής του στην περιοχή, όπου προτάθηκε η ονομασία του Κυβερνητικού Πάρκου σε «Ανδρέας Λεντάκης», κάνοντας άμεση αναφορά στον πρωτοπόρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώην δήμαρχο της περιοχής. Ανάμεσα σε άλλα, ο διακηρυγμένος σκοπός είναι η εξοικονόμηση χρημάτων από μισθώματα που πληρώνουν σήμερα οι υπηρεσίες, η δημιουργία πρασίνου και πάρκου αναψυχής για τους κατοίκους της περιοχής αλλά και η χρήση με κοινωνικό πρόσημο των κτιρίων που θα αδειάσουν στο κέντρο της Αθήνας, για παράδειγμα για κατοικία. Οι συνθήκες διαβίωσης στην Αθήνα εύκολα μπορούν να χαρακτηριστούν ασφυκτικές και ανθυγιεινές και σίγουρα κάθε τετραγωνικό μέτρο πρασίνου μετράει. Όμως το σχέδιο για το «Κυβερνητικό Πάρκο» κάθε άλλο παρά αυτό πετυχαίνει.

Αρχικά τίθεται το ζήτημα της μεταφοράς 14.000 περίπου εργαζομένων και 1.000 συναλλασσόμενων πολιτών καθημερινά, όπως υπολογίζονται στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, που σίγουρα ο σημερινός πλησιέστερος και μοναδικός σταθμός του μετρό Δάφνης δεν δύναται να εξυπηρετήσει. Όλες οι υποδομές που προτείνονται να δημιουργηθούν για την ομαλή και βιώσιμη συγκοινωνία των κατοίκων της περιοχής και των εργαζομένων παραπέμπονται σε ένα αόριστο χρονικά σημείο του μέλλοντος που έπεται της μετεγκατάστασης. Στην ουσία, το αυτοκίνητο γίνεται μονόδρομος για όσους καθημερινά θα μετακινούνται από και προς το «Κυβερνητικό Πάρκο», καταναλώνοντας πολλές ώρες στην κίνηση και αντίστοιχα απελευθερώνοντας πολλούς τόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ενώ οι πέριξ γειτονιές θα επιβαρύνονται πολλαπλώς από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα.

Έπειτα, τίθεται το ζήτημα του πρασίνου. Η έως τώρα υλοποίηση της αρχικής εξαγγελίας περί «πνεύμονα πρασίνου» δείχνει ότι τελικά το έργο κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κι αυτό διότι σύμφωνα με σχετική τροπολογία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο μέσος συντελεστής δόμησης στην ΠΥΡΚΑΛ ορίστηκε σε 1,80 με μέγιστο ποσοστό κάλυψης 60% και μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος τα 28 μέτρα, ενώ σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, ο τελικός συντελεστής υπολογίζεται επί του συνόλου του ακινήτου, με αποτέλεσμα ο συντελεστής τελικά να φθάνει το 3,6. Αυτό σημαίνει ότι ο «πράσινος πνεύμονας» του Κυβερνητικού Πάρκου της ΠΥΡΚΑΛ αποδεικνύεται να είναι πιο κοντά στην γκρι απόχρωση του τσιμέντου.

Ads

Εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι η Αθήνα έχει από τις χειρότερες αναλογίες πρασίνου ανά κάτοικο στην Ευρώπη και έχουν χαθεί πολλές ευκαιρίες στον ευρύτερο πολεοδομικό ιστό της πόλης για υπερτοπικά πάρκα που θα αναστρέψουν αυτήν την κατάσταση.

Τέλος, πρέπει να αναρωτηθούμε τι θα συμβεί στη θέση των υπουργείων που εγκαταλείπουν το κέντρο της Αθήνας. Χωρίς κάποια υποστηρικτική υποδομή όπως σχολεία, κοινόχρηστοι χώροι κλπ, είναι τελείως ανεδαφικό να μιλήσουμε για χρήσεις κατοικίας. Άλλωστε το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας ορίζει ρητά ότι στο κέντρο της πόλης φιλοξενείται και το διοικητικό κέντρο της χώρας, ενώ και η πολεοδομική εμπειρία χρόνων το έχει αναδείξει ως τέτοιο. Σε αυτές τις χρήσεις έχει προσαρμοστεί η μικροοικονομία της περιοχής, ο συγκοινωνιακός σχεδιασμός με όλους τους οδικούς άξονες και τις γραμμές των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς να συναντώνται εκεί, αλλά και η κοινωνική συνοχή της πόλης.

Η μόνη χρήση που φαίνεται να ευνοείται από την ενδεχόμενη μετεγκατάσταση είναι ο τουρισμός, ενδεχομένως όμως και η μικροεγκληματικότητα, καθώς εκεί που δεν θα φτάσουν οι βαλίτσες των τουριστών, τα πρώην υπουργεία δύναται να αποτελούν «τρύπες» στον πολεοδομικό ιστό της πόλης. Όμως, η πολυλειτουργικότητα των πόλεων και οι μεικτές χρήσεις που συναντάμε στην Αθήνα, είναι το συστατικό εκείνο στοιχείο που την κάνει πιο ανθεκτική σε εποχές αλλεπάλληλων κρίσεων.

Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να είχαν ήδη αναδειχθεί στο πλαίσιο ενός συμμετοχικού αναπτυξιακού σχεδιασμού της πόλης. Εν προκειμένω ούτε καν οι δημοτικές αρχές των περιοχών που επηρεάζονται άμεσα από τη μετεγκατάσταση στην ΠΥΡΚΑΛ, δεν γνώριζαν τα σχέδια της κυβέρνησης. Η δημοκρατική διαβούλευση στη φάση του σχεδιασμού με επιστημονικούς φορείς αλλά και την τοπική κοινωνία, πέρα από τη διαφάνεια στην λήψη αποφάσεων, διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα του ίδιου του σχεδιασμού. Στην περίπτωση της ΠΥΡΚΑΛ, μια τέτοια διαβούλευση θα είχε αναδείξει ότι η μετεγκατάσταση είναι αδύνατη, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί πρώτα οι κατάλληλες συγκοινωνιακές και άλλες υποδομές.

Από έναν τέτοιο διάλογο όμως θα μπορούσε να είχε προκύψει ένα ορθολογικό σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης της Αθήνας, με τη δημιουργία ενός υπερτοπικού πάρκου πρασίνου -με χρήσεις αναψυχής και πολιτισμού- στην ΠΥΡΚΑΛ.

Ταυτόχρονα, θα μπορούσε να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης εγκαταλελειμμένων κτιρίων που ανήκουν στο Δημόσιο, με αστικές αναπλάσεις πέριξ αυτών για την αναβάθμιση του κέντρου της Αθήνας, με σκοπό την μετεγκατάσταση σε αυτά των δημόσιων υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση ο ανορθολογικός «από τα πάνω» σχεδιασμός οδηγεί σε στρεβλά αποτελέσματα πολύ διαφορετικά από τις διακηρυγμένες αρχικές του θέσεις, όπου «οι από κάτω» υποφέρουν και χάνουν την εμπιστοσύνη τους σε μια ανάπτυξη που δεν τους χωράει.

*Ο Βασίλης Δελής είναι γενικός γραμματέας της Ένωσης Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης