Η συμπερίληψη της διάστασης του φύλου στη διεθνή Ατζέντα για την Eιρήνη και την Aσφάλεια υπήρξε μια μακρά διαδικασία που έχει πλέον ιστορία πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Τα Ηνωμένα Έθνη, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι Διεθνείς Οργανισμοί εισήγαγαν σταδιακά Οδηγίες, Αποφάσεις και Ψηφίσματα που δημιούργησαν ένα επαρκές κανονιστικό πλαίσιο αναφορικά με τις γυναίκες, τις συγκρούσεις και την οικοδόμηση της ειρήνης.

Ads

Το 2000 αποτελεί ιστορικό ορόσημο, όταν το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με την απόφαση 1325, UNSCR1325 (2000), αναγνώρισε επισήμως, για πρώτη φορά, τη μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου, στο πλαίσιο του οποίου οι άμαχοι αποτελούν στόχο όλο και περισσότερο, και οι γυναίκες εξακολουθούν να αποκλείονται από τη συμμετοχή σε ειρηνευτικές διαδικασίες.

Η απόφαση αυτή ήταν το αποκορύφωμα αρκετών δεκαετιών συνηγορίας, από το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών και από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, το αποτέλεσμα της συνεχώς αυξανόμενης αναγνώρισης ότι οι γυναίκες βιώνουν συγκρούσεις διαφορετικά από τους άνδρες και πως μια τέτοια διαφοροποίηση απαιτεί προσαρμοσμένη προσοχή και εμπειρογνωμοσύνη.

Το ψήφισμα αποτελείται από τέσσερις πυλώνες: 1) Ο ρόλος των γυναικών στην πρόληψη των συγκρούσεων, 2) η συμμετοχή τους στην οικοδόμηση της ειρήνης, 3) η προστασία των δικαιωμάτων τους κατά τη διάρκεια και μετά τη σύγκρουση, και 4) οι ειδικές ανάγκες τους κατά τον επαναπατρισμό, την επανεγκατάσταση και την αποκατάσταση, επανένταξη και ανασυγκρότηση μετά τη σύγκρουση.

Ads

Από το 2000, έχουν περάσει οκτώ ακόμη ψηφίσματα, στο πλαίσιο της Ατζέντας για την Γυναίκα, WPS, ενώ το 2008, εγκρίθηκε το πρώτο ψήφισμα (1820) σχετικά με τη σεξουαλική βία που σχετίζεται με συγκρούσεις (CRSV), αναγνωρίζοντας ότι η σεξουαλική βία όταν χρησιμοποιείται ως τακτική πολέμου αποτελεί απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Ο βιασμός και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας δεν θεωρούνται πλέον αναπόφευκτες παρενέργειες της ένοπλης σύγκρουσης, αλλά αντιμετωπίζονται ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και οι διαμεσολαβητές και τα κράτη μέλη καλούνται να μεριμνήσουν ώστε το CRSV να συμπεριληφθεί ως απαγορευμένη πράξη σε διατάξεις εκεχειρίας και ειρηνευτικών συμφωνιών.

Μόλις το 1998, ο βιασμός άρχισε να διώκεται ως έγκλημα Πολέμου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, με αφορμή την πρώην Γιουγκοσλαβία, αφότου έγινε αντιληπτό ότι, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία, Σέρβοι στρατιώτες είχαν στήσει στρατόπεδα βιασμών. Την ίδια περίοδο, αξιωματικοί της Ρουάντα κατηγορήθηκαν επίσης για βιασμό ως έγκλημα πολέμου, κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του 1994.

Η εκτενής κάλυψη των δύο δικών από τα ΜΜΕ προκάλεσε διεθνή κατακραυγή. Μέχρι τότε ο βιασμός θεωρούνταν μία κοινή τακτική πολέμου, βασισμένη στην πατριαρχική αντίληψη ότι η γυναίκα είναι κτήμα του άντρα και η μήτρα των παιδιών του, άρα η σωματική ατίμωση και κακοποίησή της είναι το ιδανικό μέσο ταπείνωσης του αντιπάλου. Όπως σημειώνει η σχετική Έκθεση του ΟΗΕ, ο βιασμός είναι ένα από τα πλέον υπο-αναφερόμενα εγκλήματα πολέμου. Οι γυναίκες, αν επιβιώσουν από την επίθεση, σπάνια μιλούν γι αυτήν σε οποιονδήποτε. Ενώπιον της Δικαιοσύνης φτάνουν μόνο τα πιο ειδεχθή περιστατικά ή τα δημόσια, που τα βλέπει όλη η κοινότητα.

Μια παγκόσμια μελέτη του 2015, για την εφαρμογή της UNSCR1325, διαπίστωσε ότι οι κοινότητες που πλήττονται από συγκρούσεις και γνώρισαν την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη και μείωση της φτώχειας είναι αυτές που είχαν περισσότερες γυναίκες με υψηλότερα επίπεδα ενδυνάμωσης.

Παρόλα αυτά, οι γυναίκες σε όλο το κόσμο παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αόρατες εξακολουθώντας  να αποκλείονται από τις ειρηνευτικές και τις πολιτικές διαδικασίες και διαπραγματεύσεις  λόγω θεσμικών διακρίσεων και εμποδίων, καθώς και κοινωνικών στερεοτύπων. Ακόμα και όταν συμβάλλουν στη διαμεσολάβηση και στη διατήρηση της ειρήνης, η συνεισφορά τους είναι σπάνια ορατή. Η ουσιαστική συμμετοχή σημαίνει ότι οι γυναίκες βρίσκονται στο τραπέζι όταν διεξάγονται διαπραγματεύσεις  και ότι τα συμφέροντα και οι εμπειρίες των γυναικών αντικατοπτρίζονται πλήρως στις ειρηνευτικές διαδικασίες και ότι οι γυναίκες λαμβάνονται εξίσου υπόψη στις προσπάθειες ανάκαμψης μετά τις συγκρούσεις.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κύπρου, όπου τα τελευταία 62 χρόνια μονάχα τρεις Ελληνοκύπριες γυναίκες και μία Τουρκοκύπρια είχαν ενεργό συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις, ενώ σήμερα συνδιαλέγονται δύο ηγέτες, δύο επικεφαλής διαπραγματευτές και δύο εκπρόσωποι, όλοι άνδρες.

Φυσικά, όταν σημειώνουμε την αναγκαιότητα συμμετοχής γυναικών, εννοούμε γυναίκες που εκφέρουν φεμινιστικό λόγο και όχι γυναίκες, που έχοντας ενστερνιστεί πλήρως τα πατριαρχικά πρότυπα, διαιωνίζουν αντιλήψεις και στερεότυπα, και με την εργαλειοποίησή τους από το σύστημα λειτουργούν ανασταλτικά στους γυναικείες αγώνες.

Βάσει των στοιχείων των Ηνωμένων Εθνών, τα 24 τελευταία χρόνια έγιναν παγκοσμίως 36 ειρηνευτικές αποστολές, το 98% αυτών που μετείχαν ήταν άνδρες, ενώ τα επτά τελευταία χρόνια το 50% των αποστολών αυτών απέτυχαν. Σημειώνεται ότι οι συμφωνίες ειρήνης, που διαρκούν περισσότερο, είναι αυτές που εξασφαλίζουν την ανθρώπινη ασφάλεια, το περιβάλλον, την οικονομία, δηλαδή οι συμφωνίες που σέβονται και διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, βασικός πυλώνας των οποίων είναι η πλήρης και ουσιαστική Ισότητα των Φύλων.

Η ενεργός συμμετοχή των γυναικών στις θέσεις λήψης πολιτικών αποφάσεων είναι ο πιο σημαντικός και κρίσιμος πυλώνας στην επιτυχή εφαρμογή της απόφασης του 2000.

Απαιτείται να καταβληθούν προσπάθειες έτσι ώστε οι γυναίκες να συμπεριληφθούν πλήρως και να συμμετέχουν κατ’ ίση αναλογία στην πρόληψη των συγκρούσεων, στην οικοδόμηση αλλά και στη διατήρηση της ειρήνης. Η ενδυνάμωση των γυναικών τόσο οικονομικά-πολιτικά όσο και κοινωνικά, είναι απαραίτητη προκειμένου να οικοδομήσουμε σταθερές αξίες στην κοινωνία.

Απαιτείται η σταθερή προώθηση της πλήρους συμμετοχής των γυναικών σε διαδικασίες πρόληψης των συγκρούσεων, οικοδόμησης και διατήρησης της ειρήνης αλλά και στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και η υποστήριξη γυναικών υποψηφίων στις εκλογές, πολιτικές και συνδικαλιστικές, με προγράμματα κατάρτισης και  καθοδήγησης, όπως και η ενδυνάμωση και συμμετοχή των γυναικών έτσι ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις με τους άνδρες θέσεις στα κέντρα λήψης αποφάσεων.