Η ποίηση, ξεκινάει από τον τίτλο. Και τα δύο θεμελιώδη συστατικά της ποιητικής μυθολογίας της Ειρήνης Παραδεισανού, αναγγέλλονται από το εξώφυλλο.

Ads

Η φλέβα και η πέτρα.

Όταν η Ειρήνη μου εξέφρασε την επιθυμία της να μιλήσω για το καινούργιο της βιβλίο, εκεί στο σχολείο, σε ένα διάλειμμα, από τα πολλά, όπου μοιραζόμαστε ασήμαντα και σημαντικά πράγματα, διανύοντας μαζί μια δύσκολη, όμορφη, επίπονη, ευχάριστη, (όλα τα επίθετα ισχύουν),σχολική καθημερινότητα, είπα ναι χωρίς να το πολυσκεφτώ. Την Ειρήνη την αγαπώ και τη θαυμάζω, εκτιμώ πολύ τον τρόπο που σκέφτεται, τον τρόπο που πράττει, τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το επάγγελμα, λειτούργημα σίγουρα, στην περίπτωσή της, του εκπαιδευτικού, αλλά αυτό που με ώθησε να πω ναι αμέσως (και ελπίζω να μην το,,,,μετανιώσουμε), και μάλιστα με πολλή χαρά, είναι η απόλυτη εκτίμηση, και, θα έλεγα, ευγνωμοσύνη, που αισθάνομαι  προς την ιδιότητά της για την οποία είμαστε εδώ σήμερα. Την ιδιότητα της ποιήτριας.

Το να διαβάζεις ποίηση, τη σήμερον ημέρα, είναι ήδη μια πρόταση ζωής. Το να γράφεις ποίηση, είναι μια ρηξικέλευθη στάση ζωής. Σ ΄έναν καιρό μικρόψυχο, σε μια κοινωνία καταναλωτική και αδηφάγο, μια γυναίκα, μητέρα, εκπαιδευτικός, γράφει ποίηση. Η ποίηση λοιπόν, μάλλον δεν ξεκινάει από τον  τίτλο της συλλογής. Ξεκινάει από πριν. Από τις στιγμές εκείνες, τις άγνωστες σε μας, που η ροή του καθημερινού , συνηθισμένου, παντοδύναμου χρόνου ακινητοποιείται. Και στην ευθύγραμμη, ασταμάτητη πορεία του, δημιουργείται μια καμπύλη. Σα χαμόγελο. Και τότε, δημιουργείται το ποίημα. Και η ποιήτρια , μαγικά, σταματάει συχνά την ανίκητη ευθεία του χρόνου, και τη γεμίζει χαμόγελα.

Ads

Τα χαμόγελα αυτά, είναι καμωμένα από υλικό πολύτιμο. Και σίγουρα έχουν πολύ πόνο, οδύνη, πίκρα, θυμό, σκοτάδια, όμως η αποτύπωσή τους είναι φωτεινή. Γιατί συντελούν  στην κάθαρση, με την έννοια που  χρησιμοποιούμε τον όρο στην αρχαία ελληνική τραγωδία.
Η ίδια η Ειρήνη βέβαια, αρνείται τον τίτλο, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής της, το οποίο επιγράφεται «Ποιητική». Δεν αρνείται όμως την κάθαρση.

Η φλέβα, λοιπόν. Και η πέτρα.

Ένα στοιχείο του σώματος. Κι ένα υλικό του περιβάλλοντος, Στη φλέβα ρέει το αίμα. Και η πέτρα είναι σκληρή, ακίνητη. Και άψυχη. Όμως η φλέβα της δίνει ζωή, Και η άψυχη πέτρα ζωοδοτείται, από το ρέον αίμα μιας αιμάσσουσας ποίησης.

Γιατί η ποίηση της Ειρήνης δεν είναι απαλή και χαριτωμένη. Είναι σκληρή σαν την πέτρα, δημιουργεί εικόνες άγριες, προκαλεί συναισθήματα δύσκολα. Η αλήθεια της είναι γυμνή και αφτιασίδωτη.  Η ποιητική της γλώσσα είναι κοφτερή σαν μαχαίρι. Οι γωνίες δε στρογγυλεύουν,, οι κραυγές δε σιγούν, οι ιδέες δεν κρύβονται, τα συναισθήματα αποκαλύπτονται γυμνά σαν ατσάλι κάτω από ένα ήλιο ανελέητο.  Η ποιητική της μυθολογία  έχει στοιχεία σαφώς αντι-ποιητικά. Σίδερα, πέτρες, λάσπη, σκόνη, σφυρί, καρφιά, βράχια. Και θάλασσα. Μα σε  λειτουργία απειλητική, κραταιά ως θάνατος. Και άμμος, που βυθίζει εντός της .Και φύκια, τρομαχτικά. Αυτή είναι η περιβάλλουσα φύση .Αυτή είναι η πέτρα. Και η φλέβα; Το ανθρώπινο σώμα, στο οποίο μας παραπέμπει η φλέβα, παρουσιάζεται ανελέητα και ανυπόκριτα κατακερματισμένο. Τρύπια στόματα, άδειες κόγχες ματιών, μάτια γεμάτα κίτρινη βροχή, κλεισμένα με αλάτι, με χιόνι, τρυπημένα από ιαχές, αρμυρά πετσιά, διάφανα δέρματα, μέτωπα σχισμένα, στόματα ραμμένα, η φλούδα που ξεκολλάει από το κρανίο, το καρφί που είναι σφηνωμένο στα μάτια.

Απολύτως σύγχρονη, με ιδίωμα  μοντέρνο, με πολύ σαρκασμό, αυτοσαρκασμό (δεν είναι τυχαία η αναφορά στον  Κώστα Καρυωτάκη, «….εμείς που δε θα πεθάνουμε ποτέ από αηδία-σε χαιρετούμε –ποιητή-μέσα από το βυθισμένο στη σκόνη-κλουβί μας», η ποίηση της Ειρήνης Παραδεισανού είναι γροθιά στην κόψη του μαχαιριού. Δε χαρίζεται, δε  φοβάται να πει την αλήθεια, τη δική της αλήθεια, όσο κι αν αυτή είναι αποτρόπαια . Μάλλον, ίσως είναι κι ένας από τους στόχους της. Να μας ξυπνήσει. Να μας αφυπνίσει. Να μας ταράξει.

«Κι εγώ θα τρίβω το διάφανο δέρμα στα ρικνά πετσιασμένα μου μέλη-να γίνω αίλουρος δίχως πυξίδα-φανός που αργοσβήνει στο σκοτάδι της θάλασσας-μπουρίνι που λαχταρά να ξεσπάσει δίχως οίκτο-στα αγέλαστα βράχια της θύμησης-Θα ουρλιάζω σκοπούς στα κλειστά σας ματάκια-άοκνοί μου εσείς-υμνητές της ευτυχίας».

Η ποίησή της αντικατοπτρίζει εύστοχα και γλαφυρά την κατακερματισμένη, παράλογη, ανάλγητη και άδικη σύγχρονη πραγματικότητα. Πίσω από τους αιχμηρούς στίχους, συχνά αναδύεται η εικόνα της  μάνας, μιας μάνας που πονάει, που χάνει τα παιδιά της, «Η μάνα έστρεφε το λαιμό-φέγγος βαθύ-μια τρύπα ολάσπρη από καπνό κι ανάσες». Η ποιήτρια δεν είναι αμέτοχη στις τραγωδίες του καιρού της, αντιθέτως, τις φωνάζει, τις πονάει, ορθώνει, με το δικό της τρόπο, ένα κατηγορώ πελώριο στους ισχυρούς, στους βολεμένους, στους αδαείς.. «δέκα χιλιάδες παιδιά πρόσφυγες έχουν εξαφανιστεί στην Ευρώπη». Πέντε φορές  επαναλαμβάνεται ο στίχος, απαράλλαχτος. Μετά, αποσιωπητικά. Και μετά, η παραδοχή . Σε παρένθεση «Δεν έχω πια φωνή να μιλώ-το στόμα μου γίνηκε μια λίμνη χώμα».

Και αλλού «Αθώοι μου χλωμοί συνεπιβάτες-με τα αρμυρά πετσιά-τα γαριασμένα στρείδια των ματιών σας-Ακούτε;»
Ο τρόπος που εικονοποιεί την έμπνευση είναι καθηλωτικός, αλλά και τόσο εύγλωττος. «Και η έμπνευση; Ναι, η έμπνευση…….Αυτή η πομπή από θανατερά μυρμήγκια που φιδοσέρνονται κατάσαρκα στη φλέβα του αλατιού».

Στη φλέβα της πέτρας λοιπόν. Στη φλέβα της σκέψης, της καρδιάς, της διαμαρτυρίας, στη φλέβα της πιο βαθιάς παραδοχής: «Εγώ πάλι του κεφαλιού μου θα κάνω. Κρίμα. Γιατί θα το θελα να υπηρετήσω την ποίηση, Μα-το βρίσκω πιο επείγον να σπάσω την πέτρα που μου βαραίνει το στήθος. Δε βρίσκω άλλο τρόπο να πάρω ανάσα».

Η ποίηση-ανάσα ζωής. Η ειλικρίνειά της Ειρήνης, δεν της επιτρέπει να ονομάζει τον εαυτό της ποιήτρια. Και δεν το λέει για να κάνει την ταπεινή. Γράφει ποιήματα, επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Είναι ο τρόπος της να περνάει από τις συμπληγάδες της ζωής, των συναισθημάτων, των σκέψεων. Συχνά, δημιουργεί ποιητικές εικόνες ανατρεπτικής και πρωτότυπης ομορφιάς «κι εκεί που ολόρθοι στέκονταν-τους βρήκε η σφαίρα στο μεδούλι των οστών-κι άρχισαν να ζαρώνουν από μέσα-η ψίχα της σάρκας τους έγινε δέρμα-το μαύρο του ματιού τους πήρε να λιώνει-και κύματα τους σκέπασαν.»

Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, στην  «Ποιητική», τα  λέει όλα ξεκάθαρα. «Ω είναι ωραίο να σε λένε ποιήτρια. Είναι κι αυτό μια δίκαιη ανταλλαγή. Δίνεις τα σπλάχνα σου, παίρνεις τον τίτλο. Ω ανόητοι εσείς, που θαρρούσατε θα γελάσετε με το αίμα. Μη μου δίνετε συγχαρητήρια. Μονάχα πάρτε το καρφί απ τα μάτια μου. Κι αν δεν μπορείτε, έστω, σταθείτε από κάτω και-βαστάξτε τα καυτά πετράδια που μου καίνε τη γλώσσα».
Και έτσι κάπως, έρχεται η κάθαρση. Για κείνη, την ποιήτρια ή όχι ποιήτρια, αλλά και για μας, που διαβάζουμε αυτά τα καυτά πετράδια που της καίνε τη γλώσσα. Πολύτιμα πετράδια για μας. Και καμπυλώνουμε λίγο την αδυσώπητα ευθύγραμμη ροή του χρόνου.