Η σχέση της ποίησης με τη φιλοσοφία έχει αναλυθεί πολλές φορές τόσο στην κριτική όσο και στη φιλολογία. Όπως η ποίηση έτσι και η φιλοσοφία δεν περιορίζεται στην εμπειρική και εργαστηριακή διάγνωση, όπως η επιστήμη. ο ποιητής και φιλόσοφος εγκαταλείπουν την εμπειρία και απομακρύνονται από τις δυνατότητες των πραγμάτων.

Ads

Ας μη λησμονούμε πως οι ποιητές ήταν πάντα οι παραγνωρισμένοι νομοθέτες, γιατί η ποίηση εμπλέκει την κατανόηση του κόσμου μέσα από τον ιστό των συναισθημάτων και των αισθήσεων∙ διερευνά το νοητό και το υλικό μέσα από το ψυχικό. Μέχρι να βρεθεί η λέξη και να ανθίσει, έλεγε ο Heidegger, χρειάζεται να αντέξει και να υποφέρει κανείς το βαρύ. Αυτό το βαρύ άγει το ποιητικό λέγειν σε ανάγκη.

Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η ποιητική συλλογή της Κλεοπάτρας Λυμπέρη «το μηδέν σε φωλιά» (Γαβριηλίδης, 2018). Στην πραγματικότητα ο λόγος αφορά μία ενιαία ποιητική σύνθεση, διασπασμένη σε ενότητες και υποενότητες θυμίζοντας τα δομικά μέρη μιας τραγωδίας με κομμούς, επεισόδια και στάσιμα, προσαρμοσμένα στη σκυρόδεση της ποιητικής αγωνίας της Λυμπέρη.

Η δημιουργός ακολουθεί τον δρόμο της στοχαστικής ποίησης με αφορμή έργα της παγκόσμιας τέχνης και λογοτεχνίας. Ρίχνει το βλέμμα της στον κόσμο και αναζητά μία λογική. Μεταμορφώνει φιλοσοφικά δόγματα σε ποίηση αναζητώντας την επικοινωνία ανάμεσα στα δύο είδη. Με την ελευθερία της τέχνης που αφουγκράζεται τον φιλοσοφικό λόγο μέσα στις εκφάνσεις του, θρησκευτικές, αλχημιστικές, επικές και άλλες λογοτεχνικές, σπάζοντας τα δεσμά.

Ads

Μέσα σε ένα έντονα πεζολογικό ύφος η ποιήτρια στοχάζεται για τη ζωή και τον χρόνο. Φιλοσοφεί και εκθέτει ερωτήματα για τη φύση και την κίνηση του χρόνου μες στη ζωή, τον έρωτα, τη φθορά και τον θάνατο. Μολονότι συχνά θέτει τον ποιητή σε αντιδιαστολή με τον φιλόσοφο, στην ουσία τους φέρνει δίπλα δίπλα, επιβεβαιώνοντας το καθόλα που αγγίζει η Ποίηση κατά τον Αριστοτέλη.

Έντονες είναι στο έργο οι επιρροές της ελιοτικής «έρημης γης» με το διακειμενικό και στοχαστικό βάθος της. Με επίκεντρο τη σύγχρονη παρακμή η Λυμπέρη φέρνει σε διάλογο την ποίηση με τη φιλοσοφία. Χωρίς να ωθείται σε μία παρωδία, όπως ο Νάσος Βαγενάς με τον «Απόστολο Γιατρά» ή ο Ηλίας Λάγιος με την «έρημη χώρα» του, πατά στις αξίες και τις αγωνίες του πρωτότυπου έργου με δημιουργική διάθεση.

Ο ποιητής και ο φιλόσοφος, εξάλλου, αποτελούν δύο κεντρικούς υποκριτές στην ποιητική σκηνή της Λυμπέρη. Και όπως θέατρο δίχως σύγκρουση δεν νοείται, έτσι και οι δύο ποιητικοί χαρακτήρες χτίζονται αντιθετικά με τον πρωτοενικό ήρωα στη μέση ως άλλο Χορό που δίνει τον λόγο ή εκθέτει με μηδενική εστίαση τις θέσεις τους.

Ο φιλοσοφικός της λόγος -συχνά αντιλυρικός- άλλοτε γίνεται βαρύς (σελ. 16, 17) και άλλοτε μεταφορικός και φυσιολατρικός. Η συχνή χρήση ερωτήσεων διαθλά τους αναστοχασμούς και τις αγωνίες του πρωτοενικού ποιητικού υποκριτή ενισχύοντας το δραματικό στοιχείο. Στην ίδια κατεύθυνση και τα συχνά παρενθετικά σχόλια που προσγειώνουν ανώμαλα τις αναζητήσεις και τις σκέψεις του. Σε αυτά, βέβαια, ελλοχεύει και η βαθιά ειρωνεία της Λυμπέρη για τον ανθρώπινο βίο μέσα στο φιλοσοφικό πλαίσιο της ποιητικής δράσης.

Ξεχωρίζει ο διακειμενικός διάλογος που ανοίγει συχνά το ποιητικό υποκείμενο. Μα τούτες οι διακειμενικές αναφορές είναι ρυθμικά ενταγμένες με λειτουργικότητα στη στιχουργική της, εντείνοντας τη στοχαστική κίνηση της σύνθεσης. Άλλοτε παρωδώντας (σελ. 12, 15, 31, 32, 59) κι άλλοτε με αναφορές σε έργα τέχνης (σελ. 21, 28, 30, 43, 50, 58) και ανθρώπους του πνεύματος που εντάσσει στην ποιητική πλοκή (σελ. 9, 10, 33, 39, 51, 53, 64) συνδέει την παγκόσμια σκέψη με τις στοχαστικές αναζητήσεις της.

Στην ίδια λογική και τα δάνεια από την εκκλησιαστική παράδοση (σελ. 18, 22) άλλοτε ως οντολογική φιλοσοφία (σελ. 42) και άλλες φορές ως γλωσσικό ιδίωμα (σελ. 52) με τη δική του μελωδικότητα και στριφνότητα. Με την ίδια λειτουργικότητα ενσωματώνει και το φυσιολατρικό στοιχείο, φέρνοντάς την στην καρδιά της «ποίησης της περιφέρειας». Το φυσικό στοιχείο εντάσσεται αβίαστα στη στιχουργική της, λειτουργώντας ως αφορμή ή ως σύμβολο στις στοχαστικές ατραπούς που ακολουθεί (σελ. 22, 24).

Δυνατές εικόνες (σελ. 45  52), εξάλλου, με κίνηση στον μεταφορικό λόγο συχνά διανθίζουν το ποιητικοφιλοσοφικό της καναβάτσο (σελ.  32, 37, 46, 44). Έτσι εικονοποιεί αφηρημένες έννοιες (το μηδέν, το άπειρο, το κακό, το πνεύμα κλπ) και τις εκθέτει στην ποιητική δράση (σελ. 27, 28, 61, 63).

Επιλογικά, η Λυμπέρη ακολουθώντας τον ποιητικό δρόμο που πήρε από καιρό φιλοσοφεί ποιητικά και συνδιαλέγεται με έργα της παγκόσμιας τέχνης και των γραμμάτων. Με σπάνια πυκνότητα λόγου κινείται στο χρονικό βάθος της φιλοσοφικής σκέψης, αναζητώντας απαντήσεις.