Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1981 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως δάσκαλος κιθάρας. Ξοδεύει τον χρόνο και την ενέργειά του ανάμεσα στις δύο μεγάλες του αγάπες: τη μουσική και το γράψιμο. Οι «Δύο ιστορίες για ένα πρόσωπο» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Ads

Τι είναι εκείνο που σε ωθεί να γράφεις;

Η ανάγκη μου να βάλω σε μια τάξη τον κόσμο, να νικήσω το χάος, μέσα μου και έξω μου, να συμμαζέψω τα πράγματα που με περιβάλλουν και να βρω μια θέση ανάμεσα τους. Κινητήρια ανάγκη, νομίζω, κάθε καλλιτέχνη.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσένα να καταφέρεις να “εκφράσεις” τη σκέψη σου πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί;

Ads

Αρκετά δύσκολο, με την έννοια πως το γράψιμο, και γενικότερα η δημιουργία, είναι μια άσκηση, συνεχής αναμέτρηση με τον εαυτό σου, τις εμμονές σου, τους προβληματισμούς σου, την τεχνική σου, το ύφος σου. Οι προκλήσεις είναι πολλές, από το πως θα αναπτύξεις την ιστορία σου μέχρι την σύνταξη μιας πρότασης. Από την άλλη, βέβαια, είναι κάτι που με ευχαριστεί, και υπάρχουν φορές που οι σκέψεις και τα αισθήματα πετάνε στο χαρτί. Αυτές οι στιγμές είναι οι καλύτερες. Αλλά και οι πιο σπάνιες. Συνήθως απαιτείται μια διαύγεια που δεν είναι πάντα στη διάθεση σου και προϋποθέτει την μέγιστη συγκέντρωση. Ο αυθορμητισμός στην δημιουργική έκφραση είναι πάντα ένας ευσεβής όσο και ανικανοποίητος πόθος. Άλλωστε, το να θέλουμε να λειτουργούμε αυθόρμητα ακυρώνει τον αυθορμητισμό μέσα μας.

Ποιες οι επιρροές σου;

Σε φιλοσοφικό επίπεδο, αναμφισβήτητα το έργο του Ρενέ Ζιράρ και η θεωρία του περί μιμητικής επιθυμίας. Μου άλλαξε τη ζωή. Σε καθαρά μυθιστορηματικό επίπεδο, αγαπημένοι μου συγγραφείς, μεταξύ άλλων, είναι ο Σαλμάν Ρούσντι, ο Μίλαν Κούντερα κι ο Ρόμπερτ Μούζιλ. Δεν μπορώ όμως να πω με σαφήνεια ως ποιο βαθμό με έχουν επηρεάσει και πως εκδηλώνεται η επιρροή τους στη δουλειά μου. Φαντάζομαι πως κάποιος εξωτερικός παρατηρητής, ένας αναγνώστης με γνώση του
αντικειμένου, θα μπορούσε να πει καλύτερα.

Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σου; Συναίσθημα ή λογική και γιατί;

Το μυθιστόρημα αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ως πρόβλημα προς επίλυση, ως ένα διαρκές ερώτημα το οποίο δεν απαιτεί μια τελειωτική απάντηση αλλά μια ανεξάντλητη διερεύνηση που θα διευρύνει και θα εμπλουτίσει με νέες προκλήσεις το πάθος για γνώση. Είναι το κατεξοχήν πεδίο της σχετικότητας, της άρσης των ηθικών αποτιμήσεων, της πολυπλοκότητας των απαντήσεων, ο χώρος όπου, μέσω επινοήσεων, φανταστικών προσώπων, ο συγγραφέας προσπαθεί να αγγίξει κάτι από τα μυστήρια της ύπαρξης και να εξηγήσει μέρος από την αλήθεια τους. Η ηθική του μυθιστορήματος, όπως λέει ο Μπροχ, είναι να πει αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να πει. Απ’ αυτή την άποψη, δεν είναι ζητούμενο να ξεχωρίσουμε τη λογική από το συναίσθημα και να αποφασίσουμε ποιο από τα δύο έχει την πρωτοκαθεδρία. Κάθε καλλιτέχνης επιχειρεί μια μίξη, μια σύζευξη των πρώτων υλών πάνω στις οποίες εργάζεται και τις οποίες επιθυμεί να κοινωνήσει στους αποδέκτες του έργου του με τρόπο που θα προκαλέσει την περιέργεια τους, το ενδιαφέρον τους. Αναζητάει «συνενόχους», όχι μόνο στο επίπεδο της νόησης ούτε μόνο στο επίπεδο του θυμικού αλλά στο σύνολο της προσωπικότητας τους. Κάθε σοβαρό έργο προτείνει μια συνολική θεώρηση των πραγμάτων, πέρα από το καθαρό συναίσθημα και πέρα από την καθαρή λογική, κάπου στο ενδιάμεσο.

Πες μας λίγα λόγια για το βιβλίο σου.. Πώς γεννήθηκε η ιδέα, ο τίτλος, η υπόθεση;

Αρχικά όλα είναι κεντρίσματα της φαντασίας μου: μια εικόνα που μου ήρθε τυχαία στο μυαλό, μια φράση που σκέφτηκα, ένας διάλογος που άκουσα κάπου, ένα πρόσωπο που είδα στο δρόμο… Έτσι ξεκινάω. Από το πιο μικρό και ασήμαντο. Στη συνέχεια προσπαθώ να δημιουργήσω ευρύτερες και πιο πολύπλοκες καταστάσεις, τις οποίες θα επεξεργαστώ με τον τρόπο που ανέφερα παραπάνω: θα εξετάσω με γνωσιολογικό τρόπο ζητήματα υπαρξιακής φύσεως. Στόχος μου είναι να πω αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να πει. Από κει και πέρα, τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Όλα εξελίσσονται και εμπλουτίζονται στην πορεία, σκέψεις, ιδέες, εικόνες, καταστάσεις. Αυτό ισχύει και για το συγκεκριμένο βιβλίο, το Δύο ιστορίες για ένα πρόσωπο. Ο τίτλος προέκυψε μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, μου τον ζήτησε η ίδια η ιστορία, τα πρόσωπα της, και πιο συγκεκριμένα οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες της, σαν να τον επινόησαν αυτοί και όχι εγώ. Το θέμα, η πλοκή, όλα όσα περιγράφονται στο μυθιστόρημα, αποτελούν ένα απόσταγμα όλων των θεμάτων που με απασχόλησαν στην πορεία της ζωής μου, και όχι μόνο ως συγγραφέα αλλά γενικότερα ως άνθρωπο: η σχέση του ανθρώπου με την εξουσία, η ενατένιση ενός κόσμου όπου όλες οι αξίες παρακμάζουν και καταργούνται η μία μετά την άλλη και η θέση του ατόμου μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο, τα ηθικά και ψυχολογικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου, ο ερωτάς όχι ως πηγή ευδαιμονίας αλλά ως εμμονή και εγωκεντρικό αίτημα αυτοεπιβεβαίωσης, και πολλά άλλα.

Έχεις όνειρα όσο αφορά τη συγγραφική σου καριέρα; Αν ναι, ποια είναι αυτά;

Κάνω όνειρα συνεχώς. Μόνο έτσι προχωράς. Χωρίς φιλοδοξίες, αλλά και χωρίς μια κάποια ματαιοδοξία, αν θέλετε, δεν γράφει κανείς. Ένα ποσοστό ματαιοδοξίας είναι απαραίτητο εργαλείο στα χέρια του συγγραφέα. Πέρα όμως απ’ αυτό, βασικό μου μέλημα είναι να γίνομαι καλύτερος συγγραφέας, να πλουτίζω τις γνώσεις και τις εμπειρίες μου και να βελτιώνομαι σε ό,τι αφορά την τέχνη μου.

Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;

Νομίζω πως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να αποφανθούμε σχετικά μ’ αυτό. Οι ατομικές και συλλογικές μας ταυτότητες υπάρχουν «εν τω γίγνεσθαι», αποτελούν δηλαδή διαρκείς επινοήσεις. Τα υπόλοιπα αφορούν περισσότερο τον ακαδημαϊκό και λιγότερο τον δημιουργό.

Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι – στον τομέα της λογοτεχνίας – τι θα ήταν αυτό;

Δεν είναι αρμοδιότητα μου αυτό. Σίγουρα πάντως υπάρχει ένα ζήτημα υπεραφθονίας στη λογοτεχνική παραγωγή: όλο και περισσότεροι γράφουν και όλο και λιγότεροι διαβάζουν. Ενδεχομένως να αποτελώ και εγώ μέρος του προβλήματος. Γενικότερα, ωστόσο, πιστεύω πως η ιστορία της λογοτεχνίας γράφεται από τις νίκες της, από τα επιτεύγματα της, από τα σπουδαία έργα της, είναι δηλαδή μια πορεία προς το μπρος, αξία αυθύπαρκτη. Η δημιουργία είναι πάντα θετική, αν βέβαια κανείς είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και δεν κάνει εκπτώσεις. Πεποίθηση μου, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως άνθρωπος, είναι πως πρέπει να μένουμε στα θετικά και όχι να κοιτάμε τα αρνητικά. Ας μην ενδώσουμε στην αλλοτρίωση που μας θέλει προσκολλημένους σε μια άγονη μιζερολατρεία. Ας κρατήσουμε το γεγονός πως η λογοτεχνία είναι εδώ, σε έναν κόσμο που την έχει όλο και λιγότερο ανάγκη, είναι αλήθεια, εντούτοις παραμένει ζωντανή, χρήσιμη, καταφύγιο για όσους θέλουν να δουν τα πράγματα αλλιώς, να αφουγκραστούν διαφορετικές φωνές, απόψεις, ιδέες. Πάντα θα υπάρχουν ευαίσθητες ψυχές που θα δημιουργούν στις σκιές, στο περιθώριο των πραγμάτων, ανεξάρτητα από το αν τις χρειαζόμαστε ή όχι. Η δύναμη της δημιουργίας είναι ισχυρότερη από το οποιοδήποτε κλίμα πεσιμισμού προσπαθούν να καλλιεργήσουν οι διάφοροι επιτήδειοι. Η ελπίδα είναι ένας φάρος που μας οδηγεί και χρέος μας είναι να κρατήσουμε τη φλόγα αναμμένη.

Όλο και νέοι επίδοξοι καλλιτέχνες εμφανίζονται στον ορίζοντα. Αν έπρεπε να τους δώσεις μια συμβουλή, ποια θα ήταν;

Αυτό που είπα και εγώ στον εαυτό μου όταν ξεκινούσα: «πρέπει να το κάνεις, αλλά αν το κάνεις να είσαι έτοιμος για όλα». Δεν υπάρχουν ήττες, μόνο καλύτερη κατανόηση του εαυτού, βαθύτερη και ουσιαστικότερη αυτογνωσία, εφόσον φυσικά είσαι ανοιχτός στην κριτική. Σε κάθε περίπτωση, όλα συνοψίζονται στο κλισέ, το οποίο όλοι μηρυκάζουμε αλλά είναι τόσο μα τόσο αληθινό: δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Αν και καλό είναι να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας και ένα μέρος που θέλουμε να πάμε, έτσι για πυξίδα.

Τι να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον;

Μυθιστορήματα.