Όταν ο Μάριο Βάργκας Λιόσα ήρθε στη Θεσσαλονίκη… και δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί του – Μια ανέκδοτη συνέντευξη του Περουβιανού συγγραφέα ο οποίος παραλαμβάνει σήμερα στη Στοκχόλμη το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2010.

Ads

Συνέντευξη στον Βασίλη Κεχαγιά

Και όμως… Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα (για κάποιους Γιόσα) ο πραγματικά σπουδαίος Περουβιανός συγγραφέας , αρκετά πριν τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2010, είχε περάσει από τη Θεσσαλονίκη και από το Άγιον Όρος. Είχε έρθει ως προσκεκλημένος του διάσημου ψυχαναλυτή Ανδρέα Γιαννακούλα, για να συμμετάσχει στο συνέδριο με θέμα “η τραγωδία τότε και τώρα, από τον Αριστοτέλη στην τρίτη χιλιετία”. Τα βιβλία του δεν περνούσαν απαρατήρητα στην Ελλάδα, βλέπετε ήταν και η διεκδίκηση της προεδρίας του Περού που είχαν προσδώσει έναν περίεργο και αμφιλεγόμενο μύθο στο όνομά του. Η γραφή του πότε έντονα πολιτική, πότε έντονα ερωτική, πάντα όμως “διεγερτική”, θα έλεγε κανείς ότι “μύριζε Νόμπελ”. Με την πίστη αυτής της οσμής κράτησα καλά φυλαγμένη την κασέτα της συνομιλίας μας κρίνοντας ότι θα ερχόταν η μέρα που θα κατακτούσε και την τυπική δικαίωση του Νόμπελ. Δικαιωμένη, πλέον, και η δική μου πράξη συναντά το φως της πρώτης δημοσίευσης, σα να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε…

Μια κλασική ερώτηση για έναν συγγραφέα: από πού αντλείτε έμπνευση και ποια ανάγκη σας ωθεί στη συγγραφή;
Ξεκίνησα, βέβαια, ως αναγνώστης και όχι ως συγγραφέας. Ανακάλυψα τη λογοτεχνία από πολύ πολύ μικρός. Το να διαβάζω ήταν η πρώτη απολαυστική εμπειρία που είχα. Θυμάμαι πολύ καλά τους χαρακτήρες, κυρίως αυτούς των περιπετειών από τα παιδικά μου αναγνώσματα. Νομίζω ότι από τότε, από τη νεότητά μου δημιουργήθηκε μέσα μου η επιθυμία να γράψω. Αρχικά ήταν αδύνατο και σίγουρα ήταν αδύνατο να φανταστώ τη συγγραφή ως εργασία πλήρους απασχόλησης. Έτσι ξεκίνησα να γράφω στα χρόνια που ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο. Οι πρώτες μου προσπάθειες ήταν ποιήματα και μικρές ιστορίες. Ήταν τότε που άρχισαν να σκέφτομαι ότι εάν θα ήθελα να γίνω συγγραφέας θα έπρεπε να αφιερώσω πολύ χρόνο και να οργανώσω τη ζωή μου έτσι που να αφιερώνω το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου στη συγγραφή.

Ads

Ξεκινήσατε χρησιμοποιώντας πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στα βιβλία σας και με το πέρασμα του χρόνου πολλαπλασιάζετε τα μυθοπλαστικά στοιχεία…
Είναι αλήθεια. Όλοι οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τις προσωπικές τους εμπειρίες ως πρώτη ύλη. Στη συνέχεια εφευρίσκουν νέα στοιχεία που εμπλουτίζουν αυτήν την ύλη. Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν πολλές προσωπικές αναμνήσεις στα βιβλία τους, αλλά δεν είναι της αρεσκείας μου. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι όλα τα βιβλία μου αυτοβιογραφικά. Σίγουρα όχι. Η φαντασία είναι αυτή που δίνει ενδιαφέρον σε ένα βιβλίο και όχι η αυτοβιογραφία.

Αυτοβιογραφικές είναι και οι διάφορες “παράξενες” ερωτικές αναφορές στα βιβλία σας;
Μα γιατί τις λέτε “παράξενες” (γέλια). Εγώ τις βρίσκω πολύ φυσιολογικές.

Ακόμη και στο “Μητριάς εγκώμιον”;
Το “Μητριάς εγκώμιον” είναι ένα πολύ ερωτικό βιβλίο. Αναφέρεται στις τελετουργίες οι οποίες παράγουν τις ερωτικές εμπειρίες. Ο ερωτισμός είναι ο εμπλουτισμός της αγάπης και του “φυσικού έρωτα”. Και ο ερωτισμός δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ένα είδος παράβασης, αμαρτίας ας πούμε.

Μοιάζει σαν είδος κατάδυσης στο υποσυνείδητο…
Ναι, νομίζω ότι το υποσυνείδητο είναι το απαραίτητο “εργαλείο” της ηδονής (έντονα γέλια). Ο έρωτας ενοχλείται με συνέχεια και συνέπεια από ό,τι έχουμε κρύψει στο υποσυνείδητο. Δεν έχει άμεση σχέση με τη λογική, έρχεται από τα πιο μυστικά περάσματα του εαυτού μας.

Και πως μετατρέπεται αυτό το υποσυνείδητο σε ερωτική ιστορία στα βιβλία σας;
Είχα αρκετές ερωτικές ιστορίες στη ζωή μου και ελπίζω να έχω περισσότερες ως τη στιγμή που θα πεθάνω. Ωστόσο, δεν χρειάζεται πολύ φαντασία για να περιγράψεις τις ερωτικές τελετουργίες. Τις αναγνωρίζεις αμέσως και έρχονται από μεγάλο βάθος χρόνου. Απλώς στα χρόνια μας δεν συνοδεύονται από δραματοποιήσεις, ενοχές και αμαρτίες.

Αυτό δεν φέρνει περισσότερη βαριεστιμάρα;
Η παράβαση είναι αυτή που προσδίδει την ένταση στον έρωτα.

Είναι πηγή για τα βιβλία σας η ψυχανάλυση;
Δεν νομίζω αν και έχω διαβάσει πολύ ψυχανάλυση και είναι ένας πολύ παραγωγικός τομέας που συνδέεται με την ανθρώπινη δημιουργικότητα.

Αισθανθήκατε ποτέ την ανάγκη να επισκεφθείτε έναν ψυχαναλυτή;
Όχι, όχι κατηγορηματικά. Ούτε θα πάω ποτέ. Έχω ανάγκη από τις νευρώσεις μου. Τις έχω ανάγκη ως συγγραφέας. Αν απελευθερωθώ από τις νευρώσεις μου το πιο πιθανό είναι να είμαι άχρηστος και ως συγγραφέας (δυνατά γέλια).

Πέρα από την πλάκα, δεν υπάρχει και μια τραγική διάσταση σ’ αυτό;
Όταν παραβαίνεις ένα ταμπού ή μια απαγόρευση συγχρόνως διακινδυνεύσεις. Αυτή η πρόκληση, όμως, είναι η μήτρα του πολιτισμού. Ταξιδεύουμε στ’ αστέρια και δεν μείναμε στην παλαιολιθική εποχή επειδή ως είδος πραγματοποιούσαμε συνεχώς παραβάσεις. Η γνώση και η επιστημονική πρόοδος αλλά και η ελευθερία, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα προήλθαν από την όποιου είδους παράβαση της καθεστηκυίας τάξης.

Μήπως όμως θα πέσουμε από τα αστέρια όπου ταξιδέψαμε;
Δε νομίζω. Η πρόοδος έχει βέβαια δύο όψεις. Την ίδια στιγμή που ελέγχεις τη φύση υπάρχει ένα τίμημα που οφείλεις να πληρώσεις. Κι εδώ υπάρχει το ρίσκο, αλλά αυτό είναι που δίνει και νόημα στη ζωή. Αλλιώς θα ήταν πολύ βαρετά.

Είστε πιο πολύ συγγραφέας ή πολιτικός;
Είμαι συγγραφέας αποκλειστικά, όχι πολιτικός. Αναμείχθηκα με την πολιτική κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ο συγγραφέας οφείλει να ασχολείται με τα κοινά, όχι όμως και να γίνεται πολιτικός στην πράξη. Σίγουρα δεν έχει αυτή την υποχρέωση. Εγώ το έπραξα κάτω από πολύ ιδιαίτερες συνθήκες.

Θα το ξανακάνατε;
Όχι, ποτέ! Δεν είμαι πολιτικός και δεν έχω την κατάλληλη “κλίση”. Οφείλεις να έχεις κλίση για να κάνεις οποιοδήποτε επάγγελμα. Απλώς είναι υποχρέωση του διανοούμενου να υπερασπίζεται αυτό που θεωρεί δίκαιο.

Σας έχει μείνει κάποια πικρία από την ενασχόλησή σας αυτήν;
Όχι καθόλου. Ασχολήθηκα με την πολιτική γιατί ήθελα να αγωνιστώ στις πολύ ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετώπιζε το Περού. Ήταν μια εμπειρία και κάθε εμπειρία είναι καλή για έναν συγγραφέα.

Κατηγορηθήκατε, όμως, γιατί η ανάμειξή σας με την πολιτική ήταν από μια συντηρητική παράταξη, που δεν ταιριάζει πολύ με τις ιδέες που κυριαρχούν στα βιβλία σας.
Σας είπα, πάντα υπάρχει ένα τίμημα για ό,τι κάνεις. Και όταν αναμείχθηκα με την πολιτική τα βιβλία μου άρχισαν να κριτικάρονται για τις πολιτικές μου απόψεις και όχι για την ουσία τους. Δυστυχώς, αυτό είναι αναπόφευκτο. Η απόλυτη ελευθερία είναι μια ουτοπία, αλλά σίγουρα υπάρχουν επίπεδα ελευθερίας και αυτό εξαρτάται από το περιβάλλον όπου ζεις, αλλά και από τον εαυτό σου.

Έχει σχέση αυτό με την ύπαρξη του Θεού και πόσο δεσμευτική μπορεί να είναι η πίστη;
Η ελευθερία είναι ανθρώπινη υπόθεση. Δίνεται κάποια στιγμή στην ιστορία του ανθρωπίνου είδους και ίσως η πιο αποφασιστική στιγμή να είναι στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όπως λέει και ο Πόππερ. Οι συγκρούσεις των περσικών πολέμων είναι η απειλή που υπάρχει απέναντι στην ελευθερία που γεννιέται.

Τα βιβλία σας έχουν μια τεχνική που παραπέμπει στον κινηματογράφο.
Α, ναι! Χρησιμοποιώ πολύ τις κινηματογραφικές τεχνικές όταν γράφω. Το σινεμά έδωσε πολλά εργαλεία στην αφήγηση της λογοτεχνίας. Βέβαια και το σινεμά δανείστηκε τεχνικές από τη λογοτεχνία. Το να μοιράζεσαι είναι η φύση των τεχνών. Αγαπώ πολύ το σινεμά.

Θα γράψετε στο μέλλον κάτι για τον κινηματογράφο; Ένα σενάριο ίσως;
Με τίποτα! Το έκανα μια φορά για την ταινία “Μπανταλεόν” και ήταν καταστροφικό.

Ένα διαρκές πηγαινέλα μεταξύ Λατινικής Αμερικής και Ευρώπης

Ο 74χρονος σήμερα Περουβιανός Χόρχε Μάριο Πέδρο Βάργκας Λιόσα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους και δοκιμιογράφους της Λατινικής Αμερικής, όπως και ένας από τους πιο διακεκριμένους συγγραφείς της γενιάς του. Έχει γράψει περίπου τριάντα βιβλία (δοκίμια, μυθιστορήματα, νουβέλες, θεατρικά έργα), τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκτός από τα βιβλία του ο Βάργκας Λιόσα έχει γίνει γνωστός και από τα άρθρα που δημοσιεύει συχνά στις μεγαλύτερες εφημερίδες παγκοσμίως για να υπερασπιστεί τον φιλελευθερισμό.

Γεννήθηκε στην Αρεκίπα, στο νότιο Περού, στις 28 Μαρτίου του 1936 και τον μεγάλωσε η μητέρα του και οι παπούδες από την πλευρά της μητέρας του στην Κοτσαμπάμπα, στη Βολιβία και μετά στο Περού. Σπούδασε αρχικά στη στρατιωτική ακαδημία Λεόνσιο Πράδο δε Λίμα και στη συνέχεια πήρε πτυχίο λογοτεχνίας από το πανεπιστήμιο Σαν Μάρκος δε Λίμα. Ακολούθησαν διδακτορικές σπουδές στη Μαδρίτη.

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου, παντρεμένος με την κατά 15 χρόνια μεγαλύτερη θεία του Χούλια Ουρκίδι, εξάσκησε διάφορα επαγγέλματα: μεταφραστής, καθηγητής ισπανικών, δημοσιογράφος στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, κλπ.

Τα βιβλία του

Το 1959 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή από νουβέλες «Οι Αρχηγοί», η οποία του χάρισε το βραβείο Λεοπόλδο Άλας.

Όμως εκείνο που τον έφερε στο παγκόσμιο συγγραφικό προσκήνιο ήταν τα μυθιστορήματα τα La ciudad y los perros (Η πόλη και οι σκύλοι) (1963) το οποίο εμπνεύστηκε από τα σκληρά χρόνια που πέρασε μεταξύ των «αρχηγών» και μεταφράστηκε σε περίπου 20 γλώσσες, το La casa verde (Το πράσινο σπίτι) (1965), και το μνημειώδες Conversación en La Catedral (Συζήτηση στον Καθεδρικό ναό) (1969).

Μετά το Παρίσι, γοητευμένος από τον Φιντέλ Κάστρο και την κουβανική επανάσταση, εγκαταστάθηκε στην Αβάνα, την οποία όμως εγκατέλειψε για να επιστρέψει στην Ευρώπη με τη νέα του σύζυγο την Πατρίθια. Το 1971 ο συγγραφέας έκανε μια αναπάντεχη πολιτική στροφή, διέκοψε δημοσίως τους δεσμούς με την επανάσταση του Κάστρο και τα κινήματα της αριστεράς και έγινε δριμύς επικριτής του «λίντερ μάσιμο».

Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει κωμωδίες, αστυνομικά, ιστορικά και πολιτικά μυθιστορήματα. Πολλά από αυτά, όπως το Pantaleón y las visitadoras (Ο Πανταλέων και οι επισκέπτες (1973) και το La tía Julia y el escribidor (Η θεία Χούλια και ο σεναριογράφος) (1977), το οποίο μάλιστα εμπνεύστηκε από τον πρώτο του γάμο, διασκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο.

Πολλά από τα έργα του Βάργκας Λιόσα είναι επηρεασμένα από την αντίληψη του συγγραφέα για την περουβιανή κοινωνία. Ωστόσο, όλο και περισσότερο επεξέτεινε το ρεπερτόριό του και καταπιάστηκε με θέματα από διαφορετικά σημεία του κόσμου.

Η ανάμειξη στην πολιτική

Εκτός από τη συγγραφική του δράση ο Βάργκας Λιόσα υπήρξε πολιτικά ενεργός στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας του. Ήταν υποψήφιος πρόεδρος του Περού το 1990 με το κεντροδεξιό κόμμα «Δημοκρατικό Μέτωπο» (FREDEMO) αλλά ηττήθηκε από τον Αλμπέρτο Φουτζιμόρι και εγκατέλειψε τη χώρα του για να ξαναρχίσει τις λογοτεχνικές του δραστηριότητες διαμένοντας πλέον στο Λονδίνο. Μάλιστα τρία χρόνια αργότερα, το 1993 πήρε την ισπανική υπηκοότητα καταγγέλλοντας την κυβέρνηση Φουτζιμόρι, δηλώνοντας με πικρία ότι «το Περού θέλει να μου αφαιρέσει την υπηκοότητά μου και δεν θα ήθελα να μετατραπώ σε παρία από τη μια μέρα στην άλλη».

Τον Οκτώβριο του 2010 η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία τίμησε τον Λιόσα απονέμοντάς του το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έτος 2010. Σύμφωνα με το σκεπτικό της, το βραβείο απονέμεται στον Λιόσα «για την χαρτογράφησή του των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές του εικόνες της ατομικής αντίστασης, εξέγερσης και ήττας».

Πριν από το Νόμπελ ο Λιόσα είχε τιμηθεί μεταξύ άλλων και με το βραβείο Θερβάντες που αποτελεί τη σημαντικότερη ισπανική λογοτεχνική διάκριση.

Εντός των ημερών αναμένεται να κυκλοφορήσει το τελευταίο βιβλίο του το «El Sueno del celta», το οποίο είναι αφιερωμένο στον Bρετανό διπλωμάτη Ρότζερ Κέισμεντ και καταδικάζει τις ωμότητες που διαπράχθηκαν στο Κονγκό του Λεοπόλδου του Β.