Δεν περνάει μέρα χωρίς να θυμίζει την ελληνική ιδιαιτερότητα, στην πραγματικότητα την πολιτική και πολιτιστική καθυστέρηση της χώρας σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο. Την προηγούμενη εβδομάδα ήταν η όλη συζήτηση για την ελεεινή κατάσταση μεγάλου μέρους της ελληνικής μπλογκόσφαιρας, με αφορμή την περίπτωση του troktiko. Σήμερα, είναι η ανάληψη της ευθύνης για την δολοφονία του επικεφαλής του blog από την «Σέχτα Επαναστατών» και η προκήρυξη με την οποία επιχειρείται η προπαγανδιστική εκμετάλλευση της δολοφονίας.

Ads

Με την εξαίρεση του Πακιστάν και μερικών ακόμη χωρών που μαστίζονται από εμφυλίους πολέμους ή εθνικιστικές διαμάχες, σχεδόν σε καμία άλλη χώρα δεν δρουν τρομοκρατικές οργανώσεις ούτε παρατηρείται αναβίωση του «αντάρτικου πόλης», που δοκιμάστηκε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη τις προηγούμενες δεκαετίες για να αποτύχει παταγωδώς μέσα σε ένα λουτρό αίματος, πολυετών φυλακίσεων και περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων στο όνομα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Μάλιστα, μόλις πριν από μερικούς μήνες στην Ουρουγουάη ο «Πέπε» Μουχίκα, ένας από τους περίφημους ηγέτες του αντάρτικου πόλης τις προηγούμενες δεκαετίες, εκλεχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας υποστηριζόμενος από τους Τουπαμάρος συντρόφους του, οι οποίοι συμμετέχουν στo Frente Amblio, έναν πλατύ συνασπισμό αριστερών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Την άνοιξη του 2009, όταν η νέα εγχώρια τρομοκρατία άρχισε να οικειοποιείται την εξέγερση του Δεκέμβρη, ο Δ. Κουφοντίνας ο οποίος μετέφρασε στη φυλακή το βιβλίο που περιγράφει την εμπειρία και την εξέλιξη των Τουπαμάρος, πήρε σαφείς αποστάσεις από την δράση της «Σέχτας» και του «Επαναστατικού Αγώνα», καλώντας τους επίδοξους διαδόχους του να μελετήσουν το παράδειγμα των συντρόφων της Ουρουγουάης. Παρ ότι ο επιχειρησιακός αρχηγός της «17 Νοέμβρη» αποτελεί ίνδαλμα για την νέα γενιά του «αντάρτικου πόλης» ελληνικής κοπής, οι προτροπές του έπεσαν στο κενό, με τελευταίο παράδειγμα την εν ψυχρώ δολοφονία του Σ. Γκιόλια από την «Σέχτα Επαναστατών».

Και όμως, η προκήρυξη για την τελευταία αυτή ενέργεια ακολουθεί τα χνάρια της «17 Νοέμβρη». Περισσότερο πολιτική και χωρίς το παραλήρημα της προηγούμενης, έχει σαφή στόχο αφενός να πείσει την κοινή γνώμη ότι πρόκειται για πραγματική «ένοπλη οργάνωση», και αφ ετέρου να προσελκύσει νέα μέλη: «Σύντροφοι οργανωθείτε, φτιάξτε ομάδες, συλλογικοποιείστε τις επιθυμίες σας, οπλιστείτε, διαβάστε, επικοινωνήστε, αρνηθείτε τους ρόλους και τις ηγεμονίες, καταργείστε τη δουλειά και περάστε στη στρατηγική του ένοπλου αγώνα».

Ads

Όπως οι προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη την δεκαετία του 80, όταν αρκετοί αμφισβητούσαν την αυθεντικότητα της και χαρακτήριζαν τις ενέργειες της προβοκατόρικες, η προκήρυξη της «Σέχτας» δίνει πληροφορίες για την ίδια («Ετσι πριν 1,5 χρόνο φτιάξαμε την Σέχτα Επαναστατών…. δυο- τρία όπλα για αρχή, μερικά βιβλία …»). Αφήνει να εννοηθεί ότι κάποια από τα μέλη της είχαν προηγούμενη εμπειρία με τον νόμο («κάποιες παραβατικές γνώσεις από προηγούμενες εμπειρίες του παρελθόντος »), ότι τα οικονομικά της οργάνωσης εξσφαλιζονται από απαλλοτροιώσεις κάποιας τράπεζας (για να καλυφθεί η «αεργία» της ηγετικής ομάδας) και, το σημαντικότερο, ότι η οργάνωση είναι μαζική: «Σε αυτό το διάστημα αρκετοί από εμάς εκπαιδευτήκαμε στα όπλα, μάθαμε νέες τεχνικές, διαβάσαμε, ενημερωθήκαμε για άγνωστες μέχρι τότε καταστάσεις αγώνα, ανταλλάξαμε εμπειρίες και σκεπτικά με άλλους μαχητές και ανεφοδιαστήκαμε στον υλικοτεχνικό τομέα… Παράλληλα οι υπόλοιποι μαχητές μας δεν έμειναν ανενεργοί. Δημιούργησαν ένα απαραίτητο δίκτυο πληροφοριών, συνέλεξαν στοιχεία, φρόντισαν την συνειδητή αεργία μας..».

Αντίστοιχη επίδειξη δύναμης επιδιώκεται με την σκληρή φρασεολογία αλλά και την λεπτομερή καταγραφή της επιχειρήσης Γκιόλια, για την οποία δίνονται λεπτομέρειες για τον αριθμό των αυτοκινήτων του καθώς και για τους “«γορίλες» της προστασίας του (η προκήρυξη υποστηρίζει ότι επρόκειτο για άνδρες της αντιτρομοκρατικής ενώ στην πραγματικότητα ήταν ιδιωτική φρουρά, την οποία υποστήριζε οικονομικά ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του ράδιο «Πρώτο Θέμα» κ. Κοντομηνάς- αλλά αυτό δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει η Σέχτα).

Ενώ οι σχετικές πληροφορίες δίνουν την εικόνα μιας συστηματικής παρακολούθησης που κράτησε καιρό- απομακρύνοντας έτσι την περίπτωση μιας δολοφονίας για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ποινικού τύπου- η «Σέχτα» είναι ιδιαίτερα φειδωλή στην εξήγηση που δίνει για το πως κατάφερε να πείσει το θύμα (που όπως είδαμε ήξερε ότι κινδυνεύει η ζωή του και έπαιρνε μέτρα προφύλαξης) να κατέβει από το διαμέρισμα του: «Το τι ακριβώς ειπώθηκε στο θυροτηλέφωνο ώστε να εξασφαλίσουμε όχι μόνο ότι θα κατέβει, αλλά θα ΄ρθει μόνος του χωρίς να συνοδεύεται από τη σύζυγό του, είναι κάτι που δεν χρειάζεται να δημοσιοποιηθεί για αρκετούς λόγους. ». (Nα που και η.. επανάσταση κρατάει τα μυστικά της από τις.. μάζες…). Έτσι αναπάντητο παραμένει και το ερώτημα πως θα αντιδρούσε η ομάδα που πήρε μέρος στην επιχείρηση αν ο Σ. Γκιόλιας δεν κατέβαινε να ανοίξει την πόρτα, την στιγμή μάλιστα που η προκήρυξη αποκλείει την περίπτωση εισβολής στο διαμέρισμα του…

Παρά τα προηγούμενα ερωτηματικά αλλά και τις πεποιθήσεις ενός μέρους της κοινής γνώμης ότι πρόκειται για ομάδα προβοκατόρων, η «Σέχτα» είναι προφανώς αυτό που δηλώνει: μια τρομοκρατική οργάνωση, η μόνη μετά την πρόσφατη εξάρθρωση του «Επαναστατικού Αγώνα», που δεν θα διστάζει να επιβάλλει την θανατική ποινή σε όποιον η ίδια κρίνει ένοχο. Όπως έχει συμβεί με την 17 Ν στην Ελλάδα αλλά και τις αντίστοιχες οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, το τέλος είναι ήδη γνωστό: αντί να προωθήσει την επανάσταση, η οργάνωση κάποια στιγμή θα εξαρθρωθεί, αφού προηγουμένως η δράση της θα έχει συμβάλλει στην συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας και άνθρωποι θα έχουν χάσει τους δικούς τους. Όπως έμειναν τώρα ορφανά τα παιδιά του Σ. Γκιόλια , κουβαλώντας το φόνο του πατέρα τους σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

Η δράση του θύματος και του troktiko, η οποία κατακρίνεται εκτενώς στην προκήρυξη, δεν προσφέρει την παραμικρή δικαιολογία για την στυγνή δολοφονία του. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου ένα λαϊκιστικό και ξεδιάντροπο blog θα είχε αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα και χιούμορ από τα υγιή κομμάτια της κοινωνίας και του διαδικτύου. Το γεγονός ότι εδώ φτάσαμε στο φόνο παραπέμπει σε βασικό, αρχικό ερώτημα: πως είναι δυνατόν να έχουμε ακόμη τρομοκρατία στην Ελλάδα;