Η Χάνα Άρεντ στο Άνθρωποι σε Ζοφερούς Καιρούς’ (το αφιερωμένο στον Μπένγιαμιν, στην Ρόζα και στον Μπρεχτ), έγραψε μιλώντας για την επιθετική άμυνα στην εποχή των Τεράτων. ‘Δεν γίνεται μάταια λόγος για την ‘γυμνή ‘ αθλιότητα. Το πιο ολέθριο στη έκθεσή της εικόνας της, που άρχισε να γίνεται έθιμο κάτω από τον νόμο της ανάγκης κι ας μην φανερώνει παρά ένα χιλιοστό απ’ ότι υπάρχει κρυμμένο, δεν είναι ο οίκτος ή η εξίσου φοβερή συναίσθηση της προσωπικής αναισθησίας που ξυπνά στον θεατή, μα η ντροπή του.

Ads

Η μπαναλοποίηση του θανάτου, σε εποχή που ο πόλεμος καταναλώνεται από την πλειοψηφία ημών ως ‘ταινία δράσης’, έχει οδηγήσει ακόμη και σε απόσυρση αυτής της ντροπής. Άλλοι ταυτίζονται «με τον στρατό που εκκαθαρίζει τρομοκράτες» κι άλλοι με «όσους αντιστέκονται σε έναν τρομοκρατικό στρατό». Διχασμένη η «κοινή γνώμη» εκπορνεύεται από το ίδιο της το συναίσθημα, καθώς οι μιντιακές αναπαραστάσεις χειραγωγούν φόβους και ανάγκες, προβολικές φαντασιώσεις νομιμότητας ή επανάστασης. Κι εντωμεταξύ η εθνοκάθαραση στην Γάζα προχωρά κάθε μέρα, κάθε στιγμή.

Αυτό που κάνει τέτοιες αναπαραστάσεις και προσλήψεις της πραγματικότητας ιδεολογικά εργαλεία είναι το εύρος χρήσης τους μέσα από την τηλεόραση (ή μεταφερμένες λίγο μετά ως ταινία τον κινηματογράφο), λειτουργώντας «ως μορφές κοινωνικού ελέγχου του φαντασιακού μέσα από την δημιουργία ή την διάχυση των ‘κατάλληλων’ ψευδαισθήσεων» (Chomsky 1989).

Οι αναπαραστάσεις αυτές που «κατασκευάζουν και παγιώνουν την συναίνεση χειραγωγώντας την κοινή γνώμη» (Lippmann, 2004) χρησιμοποιούν το πρόταγμα επιβολής της νομιμότητας κατά ‘δαιμονοποιημένων άλλων’ κι ανάμεσα τους τον πατριωτισμό, τον πόλεμο με την φύση ή τον/το διαφορετικό, την κατάκτηση και την ‘τελική νίκη’ του δυνατού πολιτισμένου ως βασική παράμετρο της κυρίαρχης ανάγνωσης του κόσμου.

Ads

Η δημοφιλής, άλλωστε, ‘διασκέδαση δράσης’, παρά τις υπαρκτές εξαιρέσεις της- βασίζεται κυρίως σε πλοκή που θέτει πολιτικά ζητήματα. Η πίστη στην ηγεμονεύουσα (οικονομική, κοινωνική, φυλετική, έμφυλη) τάξη επιβάλλεται -με ‘καρότο’ την διασκέδαση- μέσω της δαιμονοποίησης του εχθρού (Russell Brown 1998) και της ταύτισης των θεατών-καταναλωτών με τον όποιον πρωταγωνιστή επιλέγει, ο οποίος λειτουργεί ψυχοκοινωνικά ως ένα ‘μεγεθυσμένο συλλογικό και ατομικό εγώ’ προς κατανάλωση, ώστε από την μια να διαπραγματευτεί ο θεατής και η θεάτρια ‘θεραπευτικά’ -και από την άλλη να τα ‘αποφύγει’- τα πραγματικά ελλείμματα και τις συντριπτικές ευθύνες της ‘αληθινής ζωής’, κι ανάμεσα τους την έμπρακτη αλληλεγγύη για τους απόκληρους των καιρών πέρα από πυροτεχνήματα και πολιτικό ‘τοκισμό’.

To ότι ως και στους πιο ζοφερούς καιρούς έχουμε το δικαίωμα να προσδοκούμε ένα κάποιο φως, και το ότι μια τέτοια λάμψη ενδέχεται περισσότερο να έρθει όχι από στέρεες θεωρίες μα από την κραυγή του πόνου μπροστά στην βόμβα εκεί ή από το αβέβαιο τρεμούλιασμα μπροστά στην οθόνη εδώ, ίσως επιμένει να θυμίζει πώς το συχνά ασθενικό της φως, είναι το ίδιο με αυτό που ορισμένοι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, θ’ ανάψουν με την ίδια τους την σφαγή…

Αρκεί η μιντιοποίηση της ζωής, η υποκατάσταση της σταθερής δράσης από τον φευγαλέο λόγο στα κοινωνικά δίκτυα, να γίνει δεύτερη ψηφίδα στην λύση ενός πολύπλοκου παζλ που εξελίσσεται.

Οι επιλογές των καταναλωτών στο πραγματικό πεδίο της αγοράς με το εμπάργκο σε προϊόντα όσων εμπλέκονται σε εθνοκαθάρσεις, (με το εμπάργκο κατά Ισραηλινών προϊόντων σήμερα) υπαρκτό μα αδύναμο μέτρο δράσης όσο δεν γενικεύεται, η μεγάλη προσοχή στο να μην γενικευτεί ούτε η αραβοφοβία ούτε ο αντισημιτισμός, (την ίδια ώρα που η κριτική κατά του απαρτχάιντ αλλά και του εξτρεμιστικού πολιτικού Ισλάμ πρέπει να εντείνεται), η επικέντρωση δηλαδή στα πολιτικά αίτια που προσπερνούν ως αυτό που είναι, ως χειριστικές, τις φυλετικές και θρησκευτικές αναγνώσεις, και πάνω από όλα η πίεση σε όσους άρχουν με μαζικές επιστολές προς τα πολιτικά γραφεία τους και την αντίστοιχη απόσυρση ψηφοδοσίας εφόσον δεν ανταποκρίνονται, θα ήταν μία αρχή. Έστω με αβέβαιο τέλος…

Αλλά μία αρχή που θα μας επέτρεπε να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας «σε ζοφερούς καιρούς».