Νομική Αθήνας, 2008. «Ελληνική Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία», ένα εξαιρετικό μάθημα, το οποίο είχαμε επιλέξει λίγοστοί φοιτητές και συνδίδασκαν τρεις καθηγητές: ο βασικός εισηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, ο τότε αδυσώπητα φιλελεύθερος Γιώργος Γεραπετρίτης και ο μετριοπαθής Σπύρος Βλάχος.

Ads

Διόλου τυχαία, σχεδόν όλοι οι φοιτητές ήταν μέλη πρώτης γραμμής των διαφόρων πολιτικών παρατάξεων του φοιτητικού συλλόγου. Σε μια από τις διορατικές αναλύσεις του σχετικά με το εκλογικό φαινόμενο στην Ελλάδα, ο Νίκος Αλιβιζάτος αναφέρθηκε στον «εκλογικό εθισμό» των Ελλήνων, για τους οποίους οι εκλογές είναι κάτι σαν προσφιλές σπορ, ενίοτε και μια ηδονική κατάχρηση. Συμφώνησα και συμφωνώ ακόμα με αυτή την διαπίστωση.

Πράγματι, οι εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα, όσες τουλάχιστον γνώρισα εγώ, φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά του «εθισμού». Όπως τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, ο τζόγος και άλλες αυτοκαταστροφικές ροπές, έτσι και οι εκλογές στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης άγουν και φέρουν στις κάλπες ψηφοφόρους εθισμένους στην λυτρωτική εκείνη στιγμή που ένας φάκελος ο οποίος περιέχει τυφλή υποστήριξη ή οργή, φροϋδική προβολή ή αμφιθυμία, υπεραισιοδοξία ή απόγνωση, ακραίο εφησυχασμό ή αγανάκτηση και σπάνια μια ζυγισμένη και ψύχραιμη αντιμετώπιση της πραγματικότητας, περνά μέσα από τη σχισμή της κάλπης και προστίθεται στη συλλογική βούληση.

Μια θεσμική μανία εναλλάσσεται με μια θεσμική υπομανία: από την θριαμβευτική επανεκλογή του Καραμανλή 2007 με τη μισή Ελλάδα καμένη, μέχρι το εκτονωτικό 60% του ‘’όχι’’ στο δημοψήφισμα του 2015 και την συνακόλουθη εξαφάνιση οποιασδήποτε λαϊκής αντιπολίτευσης και από τον αταβιστικό θρίαμβο του παπανδρεϊκού «λεφτά υπάρχουν» το 2009 στην εντυπωσιακή δημοσκοπική αντοχή του Μητσοτάκη εν μέσω εθνικών καταστροφών, διεθνούς απομόνωσης και θεσμικής εκτροπής το 2023.

Ads

Ας μείνουμε στα της φετινή κάλπης. Σε μια οποιαδήποτε χώρα του πλανήτη, όχι απαραίτητα προηγμένη, όχι απαραίτητα δυτική, τα Τέμπη θα είχαν σηματοδοτήσει μια θεσμική και εκλογική τομή. Όχι τόσο ως προς το ποιός θα νικήσει στις εκλογές που βαρύνονται με μια εθνική τραγωδία, όσο με το πώς διεξάγονται οι εκλογές αυτές. Αν δηλαδή συμβαίνει κάτι διαφορετικό που από τη μία τραυματίζει, μεν, το εθισμένο στην εκλογική περιοδικότητα κοινωνικό σώμα, από την άλλη, και ακριβώς λόγω του τραύματος, το κλονίζει τρέποντάς το σε μια διακοπή ή έστω σε μια επερώτηση του εκλογικού business as usual.

Γιατί αν κανείς παρακολουθήσει τις τοποθετήσεις και τις προεκλογικές συνεντεύξεις σχεδόν όλων των πολιτικών αρχηγών, δεν θα μπορεί να πιστέψει ότι αυτές πραγματοποιούνται εν έτει 2023, λίγο μετά την πλήρη αποκάλυψη της γύμνιας του ελληνικού «αποτυχημένου κράτους» (failed state).

Στη συνέντευξή του στον Νίκο Χατζηνικολάου, στις 4.5.2023, ο Τσίπρας μόλις που βρήκε 2-3 λέξεις για τα Τέμπη στην τελευταία αποστροφή του. Ο δε Μητσοτάκης, στις 5.5.2023, στην ομιλία του στην Πάτρα ένιωσε αρκετά ασφαλής να δηλώσει ότι «η χώρα σκορποχώρι δεν υπάρχει πια».

Ο Ανδρουλάκης έχει βουτήξει το κεφάλι στον αθάνατο πασοκικό κυβερνητισμό ασχολούμενος με το πώς θα καταφέρει να μπει στην επόμενη κυβέρνηση.

Ο Κουτσούμπας περί άλλων τυρβάζει στις «ελαφρολαϊκές» τηλεοπτικές εκπομπές όπου αποφάσισε να ξεδιπλώσει τη νέα επικοινωνιακή στρατηγική του κόμματος, ενώ ο Βαρουφάκης επαναφέρει αυτιστικά τις οικονομίστικες εμμονές του σαν να βρίσκεται σε μόνιμο déjà vu.

Αναρωτιέται ένας άνθρωπος που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα βλέποντας συμφοιτητές του να σκοτώνονται σε ένα σιδηροδρομικό δρομολόγιο ρουτίνας, αν οι πολιτικοί αυτοί – τουλάχιστον οι της αντιπολίτευσης – έχουν πραγματικά συνειδητοποιήσει την πλήρη κατάρρευση της όποιας έννοιας ασφάλειας της ζωής των πολιτών.

Διερωτάται ένας άνθρωπος που έχει την ατυχία να νοσηλευτεί και δεν ξέρει αν το επόμενο πρωί θα ζει εξαιτίας των εκρηκτικών ελλείψεων -όχι αν θα έχει δουλειά, όχι αν θα έχει να φάει ή να πληρώσει το ρεύμα- αν αυτοί οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα πραγματικά επίδικα της ελληνικής κοινωνικής ζούγκλας.

Αναστοχάζεται ένας μαθητής που θα ψηφίσει για πρώτη φορά και που δεν ξέρει αν ο σοβάς της τάξης θα του πέσει στο κεφάλι ή αν ο λέβητας θα εκραγεί, για ποιόν και για τί θα πρέπει να ψηφίσει.

Και σε αυτή την προεκλογική περίοδο, η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, μηρυκάζει επετειακά ευχολόγια για την μείωση της αποχής. Αντ’ αυτού, οφείλει να αντιληφθεί ότι τα περί «βουλγαροποίησης της Ελλάδας» που όλοι αναμασήσαμε κατά την μνημονιακή δικτατορία, δεν είναι ένα απλό σχήμα λόγου. Η «βουλγαροποίηση» δεν έχει επισυμβεί κυρίως λόγω της κατάρρευσης του βιωτικού επιπέδου, της αγοραστικής δύναμης και των μεγεθών της πραγματικής οικονομίας αλλά κυρίως λόγω του ότι στην Ελλάδα, η ζωή αυτή καθαυτή δεν έχει πια την αξία που είχε κάποτε.

Τα Τέμπη, οι δολοφονίες δημοσιογράφων, μαρτύρων σε δικαστικές υποθέσεις, αντιφρονούντων που αντιδρούν στην ασυδοσία, η ασυλία ημέτερων ακόμα και για τα πιο ειδεχθή εγκλήματα, το νέο Κράτος των Δικαστών που χτίζεται μεθοδικά και, εν τέλει, ο νέος ολοκληρωτισμός δεν μπορούν να κρύβονται άλλο πίσω από τα εκλογικά παραβάν. Απαιτούν κάτι παραπάνω από εκλογές που πασχίζουν να μοιάσουν «κανονικές».

Απαιτούν ένα νέο συντακτικό συμβόλαιο, μία συνταγματική αλλαγή και όχι απλά αναθεώρηση. Απαιτούν ένα ξεθεμέλιωμα του σάπιου κράτους και μια ουσιαστική επανίδρυσή του στην κατεύθυνση της προστασίας των υπέρτατων αγαθών: της ζωής και της ελευθερίας.