Η ένταξη της Κύπρου στο μηχανισμό στήριξης από τη μια δεν εξέπληξε κανέναν, αλλά από την άλλη έδωσε τροφή για πολλές σκέψεις και πολιτικές εκτιμήσεις. Αποδείχθηκε και στον πιο δύσπιστο ότι τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση υπό τη γερμανική ηγεμονία δεν επιδιώκει απλά τη σταθεροποίηση της ευρωζώνης, αλλά τον απόλυτο έλεγχό της. Ακόμα και τα ελληνικά μίντια υποχρεώθηκαν να αποκαλύψουν την αλήθεια που οι περισσότεροι γνώριζαν, αλλά απαγορεύονταν να εκστομιθεί.

Ads

Το Κυπριακό “ΌΧΙ” στη Βουλή των Αντιπροσώπων θα μείνει στην ιστορία ως μία απέλπιδα αντίσταση χωρίς συμμαχίες και προοπτικές. Η άρνηση της Κυπριακής Βουλής να δεχτεί μία πολιτική που θα διέλυε την οικονομική της βάση εκ θεμελίων δυστυχώς έμεινε μόνο εκεί. Απέδειξε όμως σε όλους ότι οι νέοι ηγεμόνες της Ευρώπης όταν θέλουν μπορούν να διαλύσουν ολόκληρα έθνη, μόνο και μόνο επειδή το θέλουν, επειδή αυτό εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα.

Η άρνηση όμως δεν ήταν απλά αποτέλεσμα πιέσεων των μεγαλοκαταθετών (βλ. Ρωσία) και των κατοίκων της νήσου. Ήταν μία συνειδητή άρνηση μιας πολιτικής που στόχο είχε να διαλύσει την ίδια την κυπριακή οικονομία. Ας έχουμε κατά νου ότι η Κύπρος στέκεται απέναντι στους γείτονές της λόγω ακριβώς των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων που ανέπτυξε με τη Ρωσία, το Ισραήλ και την υπόλοιπη Μέση Ανατολή. Η Ένωση από τη μια αδιαφορεί πασιφανώς για λιγοστές συγκριτικά καταθέσεις στις κυπριακές τράπεζες και από την άλλη στοχεύει στη μονοδιάσταση ανάπτυξη τουρισμού και το φυσικό αέριο της Μεγαλονήσου. Θέλουν να μεταφέρουν την οικονομική τραπεζική δύναμη στο Λιχνεστάιν, το Λουξεμβούργο και σε άλλους συμμάχους των βορειοευρωπαϊκών χωρών που ελέγχονται καλύτερα από τις γερμανικές ελίτ. Ουσιαστικά, η Κύπρος καλείται να πληρώσει την τρόπον τινά ανεξάρτητη οικονομική της ανάπτυξη και διπλωματικές σχέσεις.

Το έδαφος, άλλωστε, είχε προετοιμαστεί κατάλληλα εδώ και καιρό. Ολοένα και περισσότερες πληροφορίες έβγαιναν στην επιφάνεια που ήθελαν την Κυπριακή οικονομία να βρίσκεται σε κακή κατάσταση και την ανάγκη υιοθέτησης ενός μνημονίου από την Κύπρο, ανάλογο με αυτού των χωρών της ευρωζωνικής περιφέρειας. Το κυπριακό πρόβλημα σαφώς και ήταν βιώσιμο όπως ακριβώς ήταν βιώσιμο το τραπεζικό σύστημα της Ισλανδίας και άλλων χωρών ή μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων. Ωστόσο, ένα βιώσιμο ανεξάρτητο τραπεζικό σύστημα, αντικρούει τη νέα real politik ΣΤΗΝ Ευρωπαϊκή Ένωση και τον πλήρη έλεγχο του ευρωπαϊκού νότου. Και φυσικά ή ολοκληρωτική άρνησή των Κυπρίων να υποταχθούν σε πρώτη φάση, σαφώς και ενόχλησε περισσότερο.

Ads

Η άρνηση όμως της Βουλής των Αντιπροσώπων έμεινε μόνο εκεί, δε συνεχίστηκε, δε βρήκε την πρεπούμενη συμπαράσταση. Ούτε η ελληνική αριστερά ούτε η ευρωπαϊκή αριστερά συμπαραστάθηκαν στον κυπριακό λαό. Μία άρνηση απέναντι στις αποφάσεις γιγάντων, όταν εμφανίζεται χωρίς συμμαχίες και κινηματικές διακρατικές δράσεις είναι καταδικασμένο είτε σε πόλεμο μέχρις εσχάτων είτε σε πισωγύρισμα. Οι λίγες φωνές ου ισχυρότατου ισπανικού κινήματος, μάλλον εγκλωβίστηκαν στην ελληνική και ιταλική ή πορτογαλική αφωνία. Οι χαρές στο κίνημα σύντομα έγιναν παγωμένα χαμόγελα για΄τι δεν υπήρχε κάποιος σχεδιασμός συμπαράστασης.

Και το eurogroup βέβαια ξαφνιάστηκε. Αλλά ήταν αναμενόμενο να είναι σκληρό κι επιθετικό απέναντι στη μικρή χώρα που τόλμησε να αρνηθεί. Η Κύπρος κατέστη παράδειγμα προς αποφυγή για τα κινήματα και τους λαούς που τολμούν να διατρανώσουν την επιθυμία τους για ελευθερία. Εξάλλου, ακόμα και μία κυπριακή οικονομία δε θα επηρέαζε τόσο πολύ την ευρωζώνη, λόγω του μικρού της μεγέθους, παρά τα όσα πίστευαν οι ίδιοι οι Κύπριοι. Και αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος ώστε να φανούν σκληροί σε όποιον αντιδρά. Και οι αγορές δεν έδειξαν να ανησυχούν. Αντιθέτως, αντιλαμβάνομενοι οι διάφοροι “επενδυτές” την ανάγκη επίδειξης αυταρχισμού και σκληρότητας μάλλον συμπαρατάχθηκαν με τις υπερεθνικές ευρωπαϊκές ελίτ.

Έτσι, η Κύπρος έμεινε μόνη απέναντι στις αδηφάγες ορέξεις των βορειοευρωπαίων με μία οικονομία αμιγώς τραπεζική χωρίς δυναμική αντίστασης, χωρίς την ύπαρξη ενός σχεδίου με ρίζες στο κίνημα και με συμμαχίες στους άλλους δοκιμαζόμενους λαούς. Και φυσικά οι νοτιοερυωπαϊκές πολιτικές ελίτ δε θα συνέδραμαν. Ο Ραχόι, ο Σαμαράς, ο Μπερσάνι δε θα συνέδραμαν σε κάποια κινηματική αντιφιλελεύθερη πολιτική…

Και όταν αναζητήθηκαν αντιπροτάσεις, υπό την ασφυκτική πίεση των Βρυξελλών και του Βερολίνου, η κυπριακή πολιτική αναζήτησε λύσεις στο νεοφιλελευθερισμό κι όχι στο κίνημα, όχι στο λαό. Το αδιέξοδο λύθηκε όπως σχεδιάστηκε, με νεοφιλελεύθερο πνεύμα, στρεφόμενο σαφέστατα κατά της κυπριακής οικονομίας και κατά του ίδιου του κυπριακού λαού. Οι ίδιοι οι Κύπριοι, άλλωστε, δεν απέδειξαν ότι αποτελούν συστημικό κίνδυνο για την ευρωζώνη.

 

Έτσι η ελληνική αριστερά στο βαθμό που θέλει να συμμετάσχει στην εξουσία οφείλει να αντιληφθεί ότι δε χρειάζονται μόνο επαναστατικές διαθέσεις. Φυσικά ο ελληνικός αντίχτυπος μιας χρεοκοπίας θα είναι υψηλότερος, δεδομένων των προβλημάτων της Ισπανίας και της Ιταλίας, αφού το ελληνικό πρόβλημα αποτελεί συστημικό ζήτημα για την ευρωζώνη. Ωστόσο, από μόνο του αυτό δεν αρκεί.

Είναι αναγκαίο να αναπτυχθούν συμμαχίες σε κινηματικό επίπεδο με όλο το νότο. Χωρίς τη συμπαράσταση των ευρωμεσογειακών κινημάτων καμία άρνηση δε θα μπορέσει να σταθεί. Και αυτή η συμμαχία πρέπει να αρχίσει να καλλιεργείται από νωρίς. Σύμμαχοι δε θα βρεθούν στη Λατινική Αμερική, αλλά στα γειτονικά κοινωνικά κινήματα.

Την ίδια στιγμή, είναι αναγκαίο να εκπονηθούν λεπτομερή οικονομικά σχέδια που θα συμπληρώνουν το κίνημα και θα λειτουργήσουν ως προτάσεις. Διαπραγματεύσεις χωρίς αντιπρόταση δεν υφίσταται. Αλλά η αντιπρόταση δεν μπορεί να πατά πάνω στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο των Βρυξελλών.

Η αντιπρόταση πρέπει να είναι στη βάση της Κοινωνικής Ανάπτυξης και της Πράσινης Οικονομίας. Η αντιπρόταση δεν μπορεί να στηρίζεται στην έλευση “επενδυτών” ή τη λογική της φορολόγησης, αλλά στην εκμετάλλευση των χρηματοδοτικών προγραμμάτων για την ανάπτυξη της μεσοαστικής παραγωγής και τη μείωση της γραφειοκρατίας. Είναι αναγκαίο από τώρα να σχεδιαστούν προγράμματα χρηματοδότησης μεσοαστικών επιχειρήσεων, χωρίς αγκυλώσεις γραφειοκρατικές, χωρίς πρόσθετα νομικά ή λογιστικά βάρη που να στηρίζονται σε εύκολα χαμηλότοκα δάνεια και μεγάλα ποσοστά χρηματοδότησης.

Πηγή: Ο δέιμος του πολίτη