[…] Η επιβίωση του συστήματος δεν οφείλεται πλέον στην δήθεν ιδεολογική του υπεροχή, την εσωτερική του δυναμική και στην ικανότητά του να παράγει κοινωνικό πλούτο, αλλά στις στρατηγικές χειραγώγησης των πολιτών, οι οποίες και λειτουργούν ενσωματωτικά, εμποδίζοντας έτσι τη συγκρότηση κριτικής συλλογικής κοινωνικής συνείδησης […] Γράφει[1] o Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ads

Ενώ το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται αντικειμενικά σε πολύ δύσκολη θέση, αντιμετωπίζοντας την πιο δεινή  οικονομική, πολιτική, κοινωνική αλλά και πολιτιστική κρίση μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι δυνατότητες αμφισβήτησής του είναι ιδιαίτερα περιορισμένες, καθώς δεν φαίνεται στον ορίζοντα η όποια προοπτική συγκρότησης ιστορικού υποκειμένου που θα  μπορούσε να δράσει επαναστατικά.

Η επιβίωση του συστήματος δεν οφείλεται πλέον στην δήθεν ιδεολογική του υπεροχή, την εσωτερική του δυναμική και στην ικανότητά του να παράγει κοινωνικό πλούτο, αλλά στις στρατηγικές χειραγώγησης των πολιτών, οι οποίες και λειτουργούν ενσωματωτικά, εμποδίζοντας έτσι τη συγκρότηση κριτικής συλλογικής κοινωνικής συνείδησης.

Από τους χώρους εργασίας μέχρι και τη διαμόρφωση της καθημερινότητάς τους, οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με διάφορους μηχανισμούς πλύσης  εγκεφάλου, γεγονός που τους εμποδίζει να σκεφτούν συλλογικά και να αναζητήσουν από κοινού λύση στα προβλήματά τους.

Ads

Αντί του «εμείς» καλλιεργείται ένας άκρατος ατομικισμός με βάση την διακηρυγμένη άποψη της γνωστής και μη εξαιρετέας σκληροπυρηνικής νεοφιλελεύθερης πρώην πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, ότι δεν υφίσταται κοινωνία παρά μόνον το άτομο!

Η άποψη αυτή που αποτελεί τον ιδεολογικό πυρήνα του σύγχρονου οικονομικού και πολιτικού συντηρητισμού, στοχεύει τον άνθρωπο όχι μόνον ως φορέα εργατικής δύναμης αλλά και ως κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο.

Στο επίπεδο της εργασίας και με φόβητρο τις απολύσεις, καλλιεργείται ο διαχωρισμός των in και out, των εντός και των εκτός των τειχών της επιχείρησης, τουτέστιν των εχόντων εργασία και των ανέργων, εξέλιξη που υπονομεύει κάθε ίχνος αλληλεγγύης.

Η λογική αυτή  διέπει, δυστυχώς, και την πολιτική των συνδικαλιστικών ηγεσιών διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, οι οποίες λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά ως διαμεσολαβητές μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας,  θυσιάζοντας έτσι τα συμφέροντα των εργαζόμενων στο βωμό της προσωπικής πολιτικής τους ανέλιξης (βουλευτές, υπουργοί κλπ.).  

Η εκ των ένδον άλωση της  ανθρώπινης υποκειμενικότητας αποτελεί την πεμπτουσία της νέας στρατηγικής ψυχικής ενσωμάτωσης των εργαζόμενων στη λογική της επιχείρησης, γνωστή και ως „Push“, της διεθνούς εμβέλειας αμερικάνικης εταιρείας συμβούλων McKinsey.

Στόχος η «υποκειμενικοποίηση» της εργασίας, τουτέστιν η συναισθηματική ταύτιση του εργαζόμενου με την επιχείρηση, προκειμένου εθελοντικά πλέον να βελτιστοποιεί ο ίδιος τις επιδόσεις του, πάντα, εννοείται, με γνώμονα το συμφέρον της επιχείρησης!

Απώτερος σκοπός,  η εξάλειψη κάθε ίχνους υποκειμενικότητας, βασική προϋπόθεση για τη συνειδητοποίηση της κοινής μοίρας των εργαζόμενων, προκειμένου να αντισταθούν στο καθεστώς εκμετάλλευσης που τους επιβάλλει το σύστημα εξουσίας.

Στην καθημερινή τους ζωή, οι άνθρωποι αποτελούν πολλαπλά αντικείμενο αποπροσανατολισμού και χειραγώγησης. Η συμπεριφορά τους, σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από ένα άκρως αδιαφανές αλλά ιδιαίτερα αποδοτικό σύστημα «αξιών», που δημιουργεί την ψευδαίσθηση  στα άτομα ότι «σκηνοθετούν» κατά το δοκούν τα ίδια τη ζωή τους, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι λειτουργούν τηλεκατευθυνόμενα.

Το εσωτερικευμένο αυτό σύστημα αξιών αφορά το σύνολο των εκδηλώσεων της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, από τον τρόπο διατροφής, το ντύσιμο, τη μουσική, τη διασκέδαση μέχρι και τη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων.

Κλασική πλέον είναι η γνωστή διαφήμιση της μπύρας Amstel «γιατί έτσι μου αρέσει» που υποδηλώνει δήθεν ελεύθερη επιλογή και όχι κατευθυνόμενη από συγκεκριμένα επιχειρησιακά συμφέροντα.

Στη χώρα μας, ειδικότερα, οι διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, διαμορφώνονται με βάση την αρχή του τυχαίου και της προχειρότητας. Μια και δεν υφίσταται ουσιαστική επικοινωνία, ολοκληρώνονται οι δήθεν επαφές και συνομιλίες με τη γνωστή αλλά και αφερέγγυα φράση «τα λέμε» ή «θα τα πούμε», τρόπος έκφρασης που παραπέμπει την ουσιαστική επικοινωνία στις γνωστές «ελληνικές καλένδες»!

Με βάση αυτό το σύστημα «αξιών» που καλλιεργεί και προωθεί το σύστημα εξουσίας, ο καθένας μας σκηνοθετεί τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι αποτελεί κάτι ο ξεχωριστό, και δεν συνειδητοποιεί ότι λειτουργεί σε τελευταία ανάλυση (ή «στην τελική», όπως εσφαλμένα λέει συνήθως η νεολαία μας) ως μάζα, ανίκανη να αναστοχαστεί στα σοβαρά γύρω από τον εαυτό της.

Αυτό επιβάλλει η κοινωνία της κατανάλωσης, της αλλοτρίωσης και της υποταγής στα κελεύσματα των ασκούντων την εξουσία. Ζούμε για να καταναλώνουμε (όσο αυτό είναι δυνατό) και καταναλώνουμε για να αισθανόμαστε ότι ζούμε.

Στο επίπεδο της ιδεολογίας καλλιεργείται  στους ανθρώπους το αίσθημα της μοναδικότητας, ενισχύοντας από κάθε άποψη τον ατομοκεντρισμό, εχθρό κάθε συλλογικότητας.

Όταν οι στρατηγικές αυτοσκηνοθέτησης δεν επαρκούν για να ενσωματώνουν σε εθελοντική βάση τους ανθρώπους, τότε παρεμβαίνει η μόνιμα ενεργοποιημένη στρατηγική της ανασφάλειας και του φόβου, μια κατάσταση που τη βιώνουμε στις μέρες εμείς οι Έλληνες έντονα στο πετσί μας.


[1] Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», Λάρισα, 23 Ιουλίου 2011, σελ. 8.

Διαβάστε επίσης στο Tvxs: