Από το 1981 μέχρι και το 2001 η τιμή της δραχμής έναντι του δολαρίου μειώθηκε περισσότερο από 80% αποδεικνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία τη σύνδεση της οικονομικής επιβίωσης της Ελλάδας με τη δυνατότητα άσκησης μίας νομισματικής πολιτικής προσαρμοσμένης στις ιδιαίτερες ανάγκες της και το κυριότερο με την ανάγκη για ένα, διαχρονικά, φθηνό και σταθερά υπό υποτίμηση νόμισμα το οποίο θα επέτρεπε την εξομάλυνση των δημοσιονομικών, εμπορικών και γενικότερα οικονομικών ανισορροπιών που αντιμετώπιζε η χώρα και θα βοηθούσε στον έλεγχο της πορείας του χρέους.

Ads

Η όποια απόφαση, επομένως, για εγκατάλειψη της ελεύθερης διακύμανσης της δραχμής έναντι των υπολοίπων νομισμάτων και της σύνδεσης της σε σταθερή ισοτιμία με ένα σκληρό νόμισμα όπου στον πυρήνα του θα βρισκόταν το πολύ ισχυρό γερμανικό μάρκο, αποτελούσε ένα ζήτημα ύψιστης εθνικής σημασίας, άρρηκτα δεμένο με την ίδια την οικονομική επιβίωση της χώρας.

Ως εκ τούτου η κυβέρνηση Σημίτη, που αποφάσισε και ολοκλήρωσε την εισαγωγή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, θα έπρεπε όχι μόνο να έχει εξασφαλίσει ότι πληρούνταν τη δεδομένη χρονική στιγμή τα κριτήρια ένταξης αλλά και ότι αυτά θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ικανοποιούνται χωρίς τη δυνατότητα υποτίμησης του εθνικού νομίσματος ποτέ ξανά στο μέλλον. Όμως κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Σημίτη και στα χρόνια μεταξύ 1996-2001 η δραχμή μειώθηκε έναντι του δολαρίου περισσότερο από 30% ενώ και κατά τη διάρκεια της επίσημης περιόδου προετοιμασίας για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη η τιμή της δραχμής συνέχιζε να μειώνεται έναντι του δολαρίου και άλλων σκληρών εθνικών νομισμάτων υποδεικνύοντας ότι ακόμη και η προετοιμασία για την οριστική εγκατάλειψη της δυνατότητας υποτίμησης της δραχμής, στην πραγματικότητα, έγινε απ’ την κυβέρνηση Σημίτη μέσω της πολιτικής της υποτίμησης!

Με την Ελλάδα να μη έχει υπάρξει μέλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών στη δεκαετία του ’80 και ’90, να μην έχει δοκιμαστεί ποτέ στην πράξη ως προς την ικανότητα της να αντέξει οικονομικά χωρίς τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος της αλλά και να έχει προετοιμάσει μέσω της υποτίμησης του νομίσματος την εισαγωγή της σε ένα νομισματικό σύστημα όπου θα απαγορευόταν πλέον δια παντός η περαιτέρω υποτίμηση του, το ρίσκο ένταξης στην ευρωζώνη ήταν εξαιρετικά υψηλό και η πιθανότητα σοβαρού ατυχήματος στην περίπτωση που η ανάγκη για υποτίμηση γινόταν υπαρκτή, παρά πολύ μεγάλη.

Ads

Κάτω από τέτοιες συνθήκες το ελάχιστο που θα έπρεπε να έχει προηγηθεί της ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη θα ήταν μία περίοδος τουλάχιστον πέντε και κατά προτίμηση δέκα ετών όπου θα είχε δοκιμαστεί η σύνδεση της δραχμής με μία σταθερή ισοτιμία έναντι του ECU ή μίας άλλης ευρωπαϊκής νομισματικής μονάδας, έτσι ώστε να έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία μία περίοδος πειραματικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στην οικονομική πραγματικότητα μίας νομισματικής ένωσης. Η κυβέρνηση Σημίτη δε σχεδίασε ένα τέτοιο στάδιο δεκαετούς ή πενταετούς πειραματικής προσαρμογής ώστε να φροντίσει να δοκιμαστεί η ανθεκτικότητα μία σταθερής ισοτιμίας για ένα εύλογο διάστημα.

Όμως και στο θέμα της ισοτιμίας που θα επιλέγονταν ως η τελική για να συνδέσει αμετάκλητα τη δραχμή με το ευρώ δεν υπήρξε η σωστή προετοιμασία. Ως γνωστό, η ισοτιμία δραχμής – ευρώ καθορίστηκε στο ‘εργαστήριο’ από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα πρωτοφανές νομισματικό πείραμα για το οποίο δεν υπήρχε καμία δυνατότητα διαβεβαίωσης ότι εξήγε το σωστό αποτέλεσμα. Αν η ισοτιμία δραχμής – ευρώ εξάγονταν μετά από μία περίοδο πραγματικής πειραματικής σύνδεσης τότε θα μπορούσε να είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτήν στην οποία κατέληξε το θεωρητικό πείραμα. Έτσι, ήταν αδύνατο για την κυβέρνηση Σημίτη να γνωρίζει αν πράγματι η ισοτιμία που επιλέχτηκε ήταν η σωστή ή αν θα έπρεπε να είναι, για παράδειγμα, κατά 5%-10% ή 15% χαμηλότερη.

Προκειμένου να καθοριστεί η ισοτιμία δραχμής – ευρώ ελήφθη υπόψη η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Σύμφωνα, όμως, με την απόφαση 98/317/EC του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 03/05/1998 η Ελλάδα δεν εκπλήρωνε τις απαραίτητες, τυπικές, προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 19 Ιουνίου του 2000, με την απόφαση 2000/427/EC το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε ότι η Ελλάδα πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ. Ακόμη και αν αυτό ίσχυε όντως, επιβεβαιώνεται πως η Ελλάδα μόνο την τελευταία στιγμή και σε κάθε περίπτωση εντελώς οριακά κρίθηκε ‘έτοιμη’ να ενταχθεί στην Ευρωζώνη. Έτσι δεν υπήρχε ούτε καν ένα εύλογο περιθώριο ελέγχου του κατά πόσο η ‘λογιστική’ επίτευξη των στόχων ήταν πραγματική και πόσο μάλλον βιώσιμη σε βάθος χρόνου.

Επιπλέον, στην ίδια απόφαση και μόλις ενάμιση χρόνο μετά την απόρριψη της Ελλάδας απ’ την είσοδο της στην ευρωζώνη καθορίστηκε και κλείδωσε η ισοτιμία δραχμής – ευρώ (340,75), επιβεβαιώνοντας πως αυτή εξήχθει με μεγάλα περιθώρια λάθους αφού η ελληνική οικονομία βρισκόταν ακόμη στη φάση της προσπάθειας επίτευξης των στόχων ένταξης και ούτε καν είχε περάσει στο δεύτερο στάδιο της προσπάθειας παραμονής εντός των στόχων.

Στο διάστημα που λάμβαναν χώρα όλα τα παραπάνω, η τότε αντιπολίτευση δεν προχώρησε σε σοβαρές και εμπεριστατωμένες ενστάσεις σχετικά με την ετοιμότητα ή μη της Ελλάδας να υιοθετήσει το ευρώ, ούτε εκπόνησε σχετικές μελέτες για τον καθορισμό της ισοτιμίας ή οτιδήποτε άλλο απ’ ότι αφορούσε σε αυτό το ιστορικής σημασίας αλλά και εξαιρετικού ρίσκου εγχείρημα.

Όταν, μάλιστα, το κόμμα της τότε αντιπολίτευσης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 2004, υπό την Πρωθυπουργία του κ. Κ.Καραμανλή, αμφισβήτησε την ορθότητα των οικονομικών στοιχείων με βάση τα οποία η προηγούμενη κυβέρνηση είχε εξασφαλίσει την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και μετά από απογραφή η Eurostat αποδέχθηκε επισήμως αυτές τις ενστάσεις.

Μα τότε και η ισοτιμία όπου είχε κλειδώσει η δραχμή με το ευρώ ήταν, υποχρεωτικά, λανθασμένη, καθώς είχε βασιστεί στα στοιχεία που είχε παρουσιάσει η κυβέρνηση Σημίτη. Η παραδοχή της σφαλερότητας των στοιχείων Σημίτη συνεπάγεται αυτομάτως την αναγνώριση της σφαλερότητας της ισοτιμίας μεταξύ δραχμής – ευρώ. Προκειμένου να αποκατασταθεί το λάθος, θα έπρεπε η κυβέρνηση Καραμανλή να λάμβανε εκτάκτως μέτρα τα οποία θα προκαλούσαν εσωτερική υποτίμηση. Αντ’ αυτού, προχώρησε στην διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων οι οποίοι προκάλεσαν τις μεγαλύτερες απώλειες ως ποσοστό του ΑΕΠ που υπέστη ποτέ χώρα από το συγκεκριμένο διεθνές αθλητικό γεγονός.

Και ενώ μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων το πρόβλημα έγινε μεγαλύτερο η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έλαβε μέτρα εσωτερικής υποτίμησης αλλά επέτρεψε στις αποκλίσεις να μεγαλώσουν.

Τεράστιες ευθύνες για τη διαιώνιση των συνεπειών των λαθών Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικών κυβερνήσεων και για τη διεύρυνση των αποκλίσεων μεταξύ Ελλάδας – Γερμανίας διαδραμάτισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία προκειμένου να στηρίξει την αδύναμη, τότε, γερμανική οικονομία μείωσε τα επιτόκια του ευρώ από το 5% στο 2%, διατηρώντας τα σε αυτά τα επίπεδα κόντρα στις μακροοικονομικές ανάγκες της ευρωζώνης για περισσότερο από δυόμιση χρόνια, μεταξύ του 2003 και 2006. Στα τέλη του 2005, όταν τα αμερικανικά και τα βρετανικά επιτόκια ξεπερνούσαν το 4% και τα αυστραλιανά το 5% τα ευρωπαϊκά εξακολουθούσαν να κυμαίνονται στο ιστορικό χαμηλό τους, 2%. Το αποτέλεσμα ήταν η ΕΚΤ να λειτουργήσει ως αντλία που φούσκωνε την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες με φθηνό ρευστό ώστε με την πλεονάζουσα ρευστότητα τους να μπορούν να αγοράζουν τα ακριβά γερμανικά προϊόντα.

Το 2005 ο διευθυντής οικονομικών της επενδυτικής εταιρίας Nomura σε συζήτηση του με ανώτατο αξιωματούχο της ΕΚΤ παρατήρησε πως ήταν άδικο να εξωθούνται οι χώρες της ΕΕ εν αγνοία τους στη διάσωση της – υπεύθυνης για την κρίση της – Γερμανίας, με το να φουσκώνονται εσκεμμένα οι οικονομίες τους μέσω μίας παρατεταμένης πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης απ’ την ΕΚΤ ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα. Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ του έδωσε, τότε, την εξής απάντηση: ‘αυτή είναι η έννοια ενός ενιαίου νομίσματος: επειδή η Γερμανία δε μπορεί κατ’ εξαίρεση να υιοθετήσει ένα πακέτο τόνωσης η μόνη άλλη επιλογή είναι να σηκώσει όλη την Ένωση μέσω της νομισματικής πολιτικής.

“Σηκώνοντας” η Γερμανία την Ένωση εν γνώση της και βάση σχεδίου που εξυπηρετούσε τα δικά της συμφέροντα, συγκάλυψε τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν πολλά κράτη της ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Αργότερα, δε, και κατά τη διάρκεια της έξαρσης της διεθνούς κρίσης στα τέλη του 2008, ενώ οι ΗΠΑ είχαν μειώσει τα επιτόκια τους κοντά στο 0% η ΕΚΤ τα διατηρούσε πάνω απ’ το 4% και μάλιστα προέβη σε αύξηση τους μεγεθύνοντας την κρίση ρευστότητας στην ευρωζώνη. Το κόστος του χρήματος στην ΕΕ έγινε πολλαπλάσιο αυτού στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο με αποτέλεσμα να γίνει πανάκριβη και εξαιρετικά δύσκολη η χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Η πολιτική της ΕΚΤ στα τέλη του 2008 προκάλεσε την άνοδο του ευρώ στο 1,60 έναντι του δολαρίου κάνοντας το ενιαίο νόμισμα το ακριβότερο στον κόσμο, σκοτώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες πέρα απ’ τα υψηλότερα επιτόκια στη Δύση είχαν να αντιμετωπίσουν και το ακριβότερο νόμισμα στον κόσμο. (ανατίμηση έναντι του δολαρίου κατά 81% μεταξύ 2001-2008)

Η πολιτική παρατεταμένης νομισματικής χαλάρωσης που ασκήθηκε απ’ την ΕΚΤ με την έγκριση της Γερμανίας ΄στα χρόνια προ της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης, προκάλεσε θεαματική ανατίμηση των περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα (ακίνητα, μετοχές κλπ), πυροδότησε πληθωριστικές πιέσεις και εγκαινίασε μία φάση υπερβολικής και επικίνδυνης ανάπτυξης του ελληνικού τραπεζικού κλάδου τα περιουσιακά στοιχεία του οποίου αυξήθηκαν κοντά στο 200% του ΑΕΠ της χώρας.

Μετά το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης έγινε φανερό πως τα περιουσιακά στοιχεία των ευρωπαϊκών τραπεζών θα χρειάζονταν απομείωση προκειμένου να υπάρξει προσαρμογή της αξίας του στις μετά κρίση τιμές και το Φεβρουάριο του 2009 η βρετανική εφημερίδα Telegraph δημοσίευσε πληροφορίες από απόρρητο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όπου αναφερόταν πως τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών της Ευρώπης ανέρχονταν σε 16,3 τρις ευρώ και πως θα χρειαζόταν μία μέγα διάσωση τους η οποία και προκαλούσε ανησυχία στις αγορές που θεωρούσαν πως σε μία τέτοια περίπτωση το κόστος θα περνούσε στα κράτη και θα επηρέαζε τα ελλείμματα και το χρέος τους.

Η έκθεση 2009/C 72/01 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε αργότερα το Φεβρουάριο του 2009 επιβεβαίωνε το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος και προχωρούσε σε συστάσεις για το πώς θα μπορούσε να οργανωθεί η διάσωση του.

Ήδη το 2009 οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν αναγκαστεί να προβούν σε καταγραφή ζημιών ύψους 300 δις δολαρίων ενώ η Ιρλανδία είχε γίνει η πρώτη χώρα της ευρωζώνης όπου είχε αναγνωριστεί επίσημα τραπεζική κρίση. Το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης επιδείνωσε τη λανθάνουσα πανευρωπαϊκή τραπεζική κρίση και αποτέλεσε την αφορμή για μία γιγαντιαία προσπάθεια διάσωσης των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Ο ρόλος, λοιπόν, της ΕΚΤ, της Γερμανίας και των ευρωπαϊκών τραπεζών στη δημιουργία της ευρωπαϊκής κρίσης είναι πρωταγωνιστικός και καταλυτικός και χωρίς αυτές η κρίση δε θα μπορούσε να υπάρξει.