Ο Γιώργος Ιωάννου υπήρξε ο μεγαλύτερος ίσως εκπρόσωπος της μεταπολεμικής γενιάς στο χώρο του διηγήματος. Με μία μοναδική δύναμη ο Ιωάννου καινοτομεί στο χώρο του διηγήματος, κυρίως, ξεφεύγοντας από τις σταθερές που είχαν δημιουργήσει οι προηγούμενες γενιές. Με την εισαγωγή νέων τεχνικών στο διήγημα, που μέχρι τότε είχαμε κατά βάση σε νουβέλες και μυθιστορήματα, απεμπολώντας τη δεσποτεία του μύθου και τη γραμμική δομή, δημιουργεί ένα ιδιαίτερο είδος.

Ads

Μάλιστα είναι τέτοια η δυσκολία να καταταχθεί στο διήγημα ώστε μιλάμε στην ουσία για πεζογραφήματα. Ο Γιώργος Ιωάννου (Γιώργος Σορολόπης ήταν το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης και για ένα διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Εργάστηκε ως φιλόλογος αρχικά σε ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη συνέχεια σε δημόσια σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας και στη Βεγγάζη της Λιβύης (1962-1964). Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Το 1954 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή, τα Ηλιοτρόπια, και εννιά χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή Τα χίλια δέντρα.

Κύρια λογοτεχνική ενασχόλησή όμως του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία, όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Στράφηκε οριστικά στην πεζογραφία το 1964, με μια συλλογή 22 πεζογραφημάτων με τίτλο Για ένα φιλότιμο. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση και κατέγραψε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών. Τα κυριότερα πεζά του που εκδόθηκαν μέχρι το θάνατό του είναι: Η Σαρκοφάγος (συλλογή 29 κειμένων, 1971), η μόνη κληρονομιά (συλλογή 17 πεζών 1974), τo δικό μας αίμα (1978 Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας), Επιτάφιος Θρήνος (1980), ομόνοια (1980), κοιτάσματα (1981), πολλαπλά κατάγματα (1981), εφήβων και μη (1982), εύφλεκτη χώρα (1982), καταπακτή (1982), η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984), και ο της φύσεως έρως. Πέθανε στα 58 του χρόνια, στις 16 Φεβρουαρίου του 1985.

 

Με αναφορές σε σύγχρονα προβλήματα και ιστορικές αναφορές ξεπερνά την ενότητα τόπου και χρόνου και περιφέρεται στο χώρο και το χρόνο. Υπαινίσσεται, ειρωνεύεται, συμπάσχει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, αναζητά τη χαμένη ταυτότητα. Ακόμη κι όταν πραγματεύεται επίπονες θεματικές, φροντίζει να διανθίζει την αφήγησή του με εύστοχα καυστικές παρατηρήσεις, αλλά και αυτοσαρκαστικά σχόλια. Με τη βοήθεια του χιούμορ κατορθώνει να ελαφρύνει το κλίμα που δημιουργεί η αναφορά σε επώδυνες ιστορικές ή προσωπικές εμπειρίες.

Ads

Η γλώσσα του είναι ακριβής, απλή και καθημερινή, μια γλώσσα βιωμένη που κατευθύνεται εσωτερικά. Χαρακτηριστικό αρκετών πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή καθημερινή γλώσσα μαζί με την απλότητα των εκφραστικών μέσων, που καθιστά το λόγο του εύληπτο και προσιτό στους αναγνώστες. Διατυπώνει τις σκέψεις του σε σύντομες περιόδους, δημιουργώντας έτσι μια γραφή που διευκολύνει την πρόσληψη των εκφραζόμενων νοημάτων. Σύντομες περίοδοι με απλή καθημερινή γλώσσα, είναι τα δομικά υλικά με τα οποία ο Ιωάννου δημιουργεί το έργο του, κατορθώνοντας έτσι να ενισχύσει την οικειότητα που δημιουργεί εν γένει το ύφος του και οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι, όποτε αυτό χρειάζεται, ο συγγραφέας δεν εκτείνει το λόγο του για να εξυπηρετήσει την έκφρασή του.

Η ιδιαιτερότητα της αφηγηματικής φωνής του Ιωάννου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί με την οποία δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ανακαλεί το παρελθόν, γράφοντας συνειρμικά, παρεμβάλλοντας στις αναμνήσεις σκέψεις και συναισθήματα. Η γραφή του θυμίζει την ανθρώπινη φωνή της καθημερινής ομιλίας αλλά έχει τον αποκλειστικά δικό της χαρακτήρα, δε μοιάζει με την ομιλία κανενός, ούτε και με την ομιλία του ίδιου του συγγραφέα στον προφορικό του λόγο. Είναι «η φωνή του κειμένου», το ιδιαίτερο ύφος και τόνος που αντανακλά την προσωπικότητα του συγγραφέα.

Η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση είναι μια μορφή αφήγησης, στην οποία τα πάντα δίνονται από την οπτική γωνία ενός μόνο προσώπου, το οποίο άλλοτε μετέχει σε αυτά που εξιστορούνται και άλλοτε είναι θεατής και τα αφηγείται. Η μορφή αυτή της αφήγησης δεν είναι απαραίτητα σε πρώτο πρόσωπο, αν και είναι το συνηθέστερο (π.χ. και μολονότι σε όλα πεζά του Ιωάννου ακολουθείται η μονομερής αφήγηση, άλλα είναι γραμμένα σε πρώτο, άλλα σε δεύτερο και άλλα σε τρίτο πρόσωπο).

Το ύφος του συνήθως είναι ακτινοειδές. Ό,τι συμβαίνει στην ενότητα είτε ξεκινάει από ένα κεντρικό σημείο που έχει αντίκτυπο στην περιφέρεια, είτε κινείται αντίστροφα από την περιφέρεια προς το κέντρο. Ο Ιωάννου υπαινίσσεται λέγοντας και ταυτόχρονα μη λέγοντας κάτι, όταν χρησιμοποιεί λέξεις / φράσεις γεμάτες νόημα αλλά ατελείς και μεταθέτοντας σε άλλα πρόσωπα, τόπους, εποχές, γεγονότα που συμβαίνουν εδώ και τώρα.

Παράλληλα, σε όλα του τα πεζογραφήματα διακρίνουμε την τεχνική των συνειρμών και της σύζευξης διαφόρων στοιχείων. Παρατηρεί, θυμάται, συγκεντρώνει αποκόμματα. Οι συνειρμοί ωθούνται από την επικαιρότητα, από το χώρο, από τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, τις κουβέντες, τα αντικείμενα, τις λέξεις, τους ήχους κλπ. Άλλοτε δηλώνεται με έμφαση και άλλοτε όχι, οπότε η αφήγηση αρχίζει «ανεπαίσθητα». Χαρακτηριστικό είναι ότι έτσι καταργούνται συχνά οι αφηγηματικές συμβάσεις.

Παράλληλα, συχνά ο πεζογράφος ακολουθεί τη τεχνική του διασπασμένου θέματος. Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν αποτελούν διηγήματα με την παραδοσιακή έννοια, δεν έχουν δηλαδή έναν κεντρικό μύθο με συγκεκριμένη πλοκή και ήρωες. Βασίζονται κυρίως στην ανάπτυξη κάποιας ιδέας ή συναισθηματικής κατάστασης του αφηγητή, που έχει ως πρώτο ερέθισμα την παρατήρηση της εξωτερικής πραγματικότητας. Η απουσία μύθου αναπληρώνεται από την ανάπτυξη κάποιας βασικής ιδέας (θέματος), το οποίο όμως συνήθως διασπάται είτε συνειρμικά είτε συνειδητά, οδηγώντας τον πεζογράφο στη διερεύνηση και επιμέρους θεματικών.

Το τεράστιο και ετερόκλητο υλικό της αφήγησης οργανώνεται με την τεχνική του διασπασμένου θέματος, από το οποίο γεννώνται πεζογραφήματα-σπαράγματα, μικρογραφίες της καθημερινότητας, που κάποτε κινούνται στο πλαίσιο της νεοελληνικής πραγματικότητας και κάποτε μυθοποιούν την παιδική ηλικία του αφηγητή, ο οποίος αντιμετωπίζει τα πράγματα και τα γεγονότα μέσα από το δικό του το προσωπικό αλλά όχι το αυστηρά εξατομικευμένο πρίσμα. Η μνήμη και τα πρόσωπα του παρελθόντος είναι κυρίαρχα στο παρόν και ανακαλούνται μέσω συνειρμών (συνειρμική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού).

Με συντομία και γρήγορες αναφορές, το κέντρο βάρους του θέματος μεταφέρεται με συνειρμικό τρόπο σε άλλα γεγονότα. Τα ίδια τα γεγονότα μοιάζουν με ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα. Δεν υπάρχει δηλαδή η κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση, τέλος.

Η σύνθεση του χρόνου αποτελεί το τρίτο τεχνικό γνώρισμα των πεζών του Ιωάννου. Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα
περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο “φακός” του), θρυμματίζοντας τη χρονική και αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου. Η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή το παρελθόν, αλλά δεν προχωρεί γραμμικά προς μεταγενέστερες στιγμές, αφού η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής.

Από την άλλη συνηθισμένη στα έργα του είναι η τεχνική των παρεκβάσεων και κυρίως η τεχνική του εγκιβωτισμού (η ιστορία διακόπτεται για να αρχίσει μια άλλη, συνήθως μικρότερη σε έκταση, και μόλις ολοκληρωθεί επανερχόμαστε στην αρχική αφήγηση) που μπορεί να έχει ή τη μορφή της αναδρομικής αφήγησης ή τη μορφή διαφόρων ιστοριών που αφηγείται ο αφηγητής διακόπτοντας την αρχική, για να επηρεάσει πρόσωπα και πράγματα.

Επίσης σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου παίζουν οι εμπειρίες του από τα μέρη όπου έζησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και το κοινωνικό του περιβάλλον. Το βιωματικό στοιχείο στο έργο του Ιωάννου είναι κυρίαρχο. Οι εμπειρίες του Ιωάννου συνδέονται με τα μέρη όπου πέρασε τη ζωή του (Θεσσαλονίκη, ελληνική επαρχία, Βεγγάζη της Λιβύης, Αθήνα) και το κοινωνικό του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, οι παρέες, οι άνθρωποι που γνώρισε, οι επαγγελματικές σχέσεις κλπ). Αυτά όλα είναι η πρώτη ύλη στην οποία προστίθενται τα συναισθήματα, οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος. Το βίωμα είναι η μεταστοιχείωση του εμπειρικού υλικού σε αισθητική οντότητα, σε περιεχόμενο.

Η Θεσσαλονίκη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου. Είναι η μεγάλη του αγάπη στην οποία διαρκώς επιστρέφει με την ανάμνηση. Η Θεσσαλονίκη δίνεται όχι μόνο ως ο συγκεκριμένος ιστορικός χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, την ιδιαιτερότητα των κατοίκων, ιδίως των προσφύγων, το ανατολίτικο χρώμα, αλλά και ως βιωμένος χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στις εμπειρίες των οποίων συχνά επιστρέφει με τη μνήμη. Εμπειρίες προπάντων από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

Η Θεσσαλονίκη αποτελεί πηγή έμπνευσης και αντικείμενο εξύμνησης σε σημείο που να μοιάζει με παθολογική αγάπη. Επισημαίνει το κοσμοπολίτικο χρώμα της πόλης, που οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των κατοίκων της, κυρίως των προσφύγων. Επιμένει στον ιστορικό χώρο τονίζοντας τη σημασία της Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή περίοδο. Το ανατολίτικο χρώμα της Θεσσαλονίκης με το “χαμάμι”, το “καφεσαντάν”, οι περιθωριακοί κι ο υπόκοσμος του Παλιού Σταθμού και άλλων χώρων, τα διάφορα παραπαγγέλματα της «φτωχομάνας», το κοινό των λαϊκών σινεμά και οι λόγοι συνωστισμού σ’ αυτά, οι ξεπεσμένοι Μικρασιάτες άρχοντες και η κοινωνική αλλαγή την οποία υπέστησαν και επέφεραν, οι νέες βιοτεχνίες με τους πρόσφυγες, η αρχιτεκτονική των σπιτιών αποτελούν ζητήματα που παρουσιάζουν σοβαρό ενδιαφέρον για τον ερευνητή. Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι πρωταρχικά μια πόλη της μνήμης, η πόλη της αναζήτησης του “χαμένου χρόνου”.

Λέει σχετικά ο ίδιος: «Στο έργο μου περνάνε τα προβλήματά μου, η βίωσή μου, η ταλαιπωρία μου, οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους (…)στα περισσότερα πεζογραφήματά μου ο κεντρικός πυρήνας αυτής της στοιχειώδους υποθέσεως, γύρω από το οποίο περιστρέφομαι, είναι μια νύξη, ένα υπαινικτικό πράγμα, όχι περιστατικό, αλλά μια νύξη για κάτι που μου συνέβη στη ζωή. Γύρω από εκεί έχω πλέξει μετά όλο το πεζογράφημα, αλλά το έχω συνθέσει με βάση πάλι βιωμένα στοιχεία».

tovivlio.net