Η ελληνική κοινωνία διέρχεται μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες της οποίας εκτείνονται σ’ όλο το φάσμα των οικονομικών, των πολιτικών και των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Μόνον μια μικρή μερίδα του πληθυσμού φαίνεται πως δεν έχει επηρεαστεί από την περιστολή του κοινωνικού κράτους, την ανεργία, την υποαπασχόληση, την εργασιακή ανασφάλεια και την έλλειψη προοπτικής. Ένα από τα αποτελέσματα της κρίσης είναι ότι η πολιτική επανήλθε ως κεντρικό θέμα στο δημόσιο διάλογο αλλά και στις ιδιωτικές συζητήσεις. Όχι όμως πάντοτε ως δημιουργική αναζήτηση λύσεων μέσα από ανταλλαγή θέσεων και απόψεων.

Ads

 
Μια μερίδα του πληθυσμού ελκύεται από τη ρητορική της απόρριψης όχι μόνον των υφιστάμενων πολιτικών σχημάτων, αλλά και των δημοκρατικών λειτουργιών, δικαιωμάτων και θεσμών. Μια τέτοια αντίληψη συνοδεύεται συνήθως από την υιοθέτηση θεωριών συνομωσίας, σύμφωνα με τις οποίες το ελληνικό έθνος διώκεται από προαιώνιους εχθρούς και από ομάδες ξένων κέντρων συμφερόντων.
 
Η απήχηση αυτών των στάσεων και αντιλήψεων είναι πιθανό, κατά ένα μέρος, να οφείλεται στη βίαιη ανατροπή των συνθηκών ζωής και στην έλλειψη ορατής εξόδου από την κρίση. Οφείλεται όμως και:

  • στην απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα και την άρνηση των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων
  • στην απαξίωση δημοκρατικών αξιών, αλλά και στην αδυναμία προάσπισης της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης
  • στην μη αποτελεσματική αντιμετώπιση (τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης) των ακροδεξιών και ρατσιστικών θέσεων, απόψεων και πρακτικών, οι οποίες συνδέονται με τον εθνικισμό και την εθνικιστική ιδεολογία

 
Ο εθνικισμός διακρίνεται από τον πατριωτισμό, αφού δεν αφορά στην αγάπη για την πατρίδα, αλλά στην έχθρα και το μίσος για τα μέλη άλλων εθνοτήτων, ιδιαίτερα των «κατώτερων». Οι διάφορες μορφές του εθνικισμού ποικίλουν από τη μετριοπαθή, που είναι συμβατή με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, μέχρι την εξτρεμιστική που αποτελεί πρόβλημα για την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων.
 
Τα εθνικιστικά αισθήματα δηλώνουν ότι το άτομο που τα αναπτύσσει έχει ως ανώτερη αξία το έθνος, δηλαδή ότι τοποθετεί τα εθνικά ιδεώδη –όπως και από όποιον αυτά καθορίζονται- πάνω και από το δικαίωμα στην ανθρώπινη ζωή, πάνω και από την ειρήνη, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εθνικισμός ως ιδεολογία συνδέεται με αποκλεισμούς, καταπάτηση δικαιωμάτων και βάναυσες πράξεις.
 
Την εθνικιστική ιδεολογία και τα εθνικιστικά αισθήματα εκμεταλλεύτηκαν και εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται οι οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχες ομάδες, οι οποίες κατάφεραν να αναδείξουν τα δικά τους συμφέροντά τους σε εθνικά. Σ’ αυτή την εξέλιξη σημαντικό ρόλο – ιδιαίτερα πριν την εμφάνιση των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης – διαδραμάτισαν τα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία σ’ ολόκληρο τον κόσμο χρησιμοποιήθηκαν για να αναπτύξουν και να εδραιώσουν τις εθνικές αφηγήσεις και τα εθνικιστικά αισθήματα στις νέες γενιές. Τα σχολεία κατηγορήθηκαν ότι ενστάλαξαν το «δηλητήριο» του άγριου εθνικισμού και συνέβαλλαν στις διαμάχες μεταξύ κρατών. Η εθνικιστική παιδαγωγική συνέβαλε στην εδραίωση ενός αισθήματος μοναδικότητας και ανωτερότητας του ημέτερου «αρχοντικού / αριστοκρατικού γένους» / έθνους. Επιπρόσθετα, καθόρισε το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτά να είναι γεμάτα με αρνητικούς επιθετικούς προσδιορισμούς, υποτιμητικές εκφράσεις και ρατσιστικές αναφορές για τους «εχθρούς» του έθνους.
 
Τέλος, η εθνικιστική παιδαγωγική επέβαλε μια εθνική αφήγηση, η οποία αφορά σχεδόν αποκλειστικά στις ηρωικές στιγμές του έθνους, ενώ δημιούργησε μια προσωποκεντρική ερμηνεία των ιστορικών εξελίξεων, με βάση την οποία γεγονότα και καταστάσεις οφείλονται σε εμπνεύσεις, ερμηνείες, αναλύσεις και πράξεις «μεγάλων» ανδρών (sic).
 
Αυτή η εθνική αφήγηση φαίνεται πως παραμένει -σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού της χώρας- κυρίαρχη. Η αναγωγή της εθνοτικής / πολιτισμικής διαφοράς σε κίνδυνο για την εθνική ενότητα, συνοχή και ασφάλεια φαίνεται πως είναι μια θέση που έχει απήχηση σε μερίδες του πληθυσμού, πολλά μέλη των οποίων κάθε άλλο παρά θα αυτοπροσδιορίζονταν ως οπαδοί ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών.
 
Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύονται οι εθνικιστές, οι οποίοι επιδιώκουν μια εκπαίδευση που θα προτάσσει την τυφλή υποταγή στην πατρίδα και στις κοινωνικές ιεραρχίες, θα καλλιεργεί τον ανορθολογισμό & την προσήλωση σε μεταφυσικές έννοιες, δοξασίες, προκαταλήψεις και στερεότυπα. Μια τέτοια εκπαίδευση, έχει άλλωστε βαθιές ιστορικές ρίζες στη χώρα μας: Βιβλία λογοκρίθηκαν ή αποσύρθηκαν ως αντεθνικά, ενώ εκπαιδευτικοί απολύθηκαν, διώχθηκαν, φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν ως «αντεθνικώς δρώντες».
 
Το μεγαλύτερο μέρος όσων σήμερα υποστηρίζουν την ακροδεξιά αποδέχεται και υιοθετούν την ρατσιστική ιδεολογία και την κυρίαρχη εθνικιστική αφήγηση. Η αντιμετώπιση του ρατσιστικού εθνικισμού μόνον μέσω μιας προσέγγισης με σαφή αντιρατσιστικά χαρακτηριστικά είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Η εκπαίδευση μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση της ιδεολογίας του μίσους.
 
Κατά συνέπεια, είναι ανάγκη να υποστηριχθούν και να ενισχυθούν οι αντιρατσιστικοί προσανατολισμοί στο Αναλυτικό Πρόγραμμα και στις καθημερινές σχολικές πρακτικές. Οι εκπαιδευτικοί έχουν τη δυνατότητα να κοινωνικοποιήσουν τις νέες γενιές στην κριτική σκέψη, δημιουργώντας πολίτες που θα σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις δημοκρατικές αρχές, θα συμβάλλουν στην καταπολέμηση κάθε είδους κοινωνικής διάκρισης (τάξης, εθνότητας, φύλου, πολιτισμικής ή θρησκευτικής προέλευσης) και σε μια δίκαιη κοινωνία.
 
* Ο Δημήτρης Θ. Ζάχος είναι Λέκτορας Παιδαγωγικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης