Ο απερχόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ είναι γνωστός για τις πνευματώδεις φράσεις, με τις οποίες συχνά επιλέγει να διανθίζει τον λόγο του. Πρόσφατα, επιχειρώντας να δώσει τη δική του εξήγηση γιατί η ΕΕ δυσκολεύεται να πείσει τους Ευρωπαίους να απορρίψουν το «λαϊκισμό», εντόπισε το πρόβλημα στο ότι εμείς οι Ευρωπαίοι «δεν αγαπάμε πια ο ένας τον άλλον, έχουμε χάσει τη συλλογική μας λίμπιντο».

Ads

Πίσω από αυτήν τη φαινομενικά  χιουμοριστική ρήση εντοπίζει κανείς την κυρίαρχη στα ηγετικά κλιμάκια της ΕΕ ερμηνεία της δυσαρέσκειας, σε βαθμό απόρριψης του ενωσιακού θεσμικού οικοδομήματος, που εκφράζεται από όλο και ευρύτερα στρώματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στους εξής παράγοντες: Πρώτον, στην ελλιπή ενημέρωση ή και κατανόηση του τι είναι και τι κάνει η ΕΕ, καθώς και των οφελών που αποκομίζουν τα κράτη μέλη και οι Ευρωπαίοι πολίτες από αυτήν˙ δεύτερον, σε μια συλλογική αμνησία των δεινών που επέφεραν στην ευρωπαϊκή ήπειρο οι ανταγωνισμοί ισχύος μεταξύ των κρατών, η διαίρεση και ο εθνικισμός˙ τρίτον, στην τάση των ηγεσιών των κρατών-μελών να επιρρίπτουν την ευθύνη για αντιδημοφιλείς στο εσωτερικό των χωρών τους πολιτικές στην ΕΕ, την ίδια στιγμή που επιδιώκουν να πιστώνονται οι ίδιες τις όποιες θετικές εξελίξεις˙ τέλος -μια πρόσφατη σχετικά προσθήκη- στην εκμετάλλευση της κρίσης της Ευρωζώνης και του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος από πολιτικές δυνάμεις που επενδύουν στο λαϊκισμό και στον αντιευρωπαϊσμό για να αυξήσουν την επιρροή τους και να διεκδικήσουν την εξουσία.

Το βασικό και μόνιμο χαρακτηριστικό αυτής της ανάγνωσης της ευρωπαϊκής υπαρξιακής κρίσης είναι η απουσία αυτοκριτικής. Για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα η ίδια η ΕΕ απέρριπτε συλλήβδην και αδιακρίτως την ουσία της κριτικής που ασκούνταν εναντίον της δομής και των ασκούμενων πολιτικών της ως στείρο «αντιευρωπαϊσμό», ακόμα κι όταν προερχόταν από κατευθύνσεις με σαφή και ξεκάθαρη τοποθέτηση υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και συνοδευόταν από ολοκληρωμένες προτάσεις για δημοκρατική μεταρρύθμιση. Μόνο όταν τα πράγματα έφτασαν σε οριακό σημείο -ενδεχομένως όταν ήταν πλέον ήδη αργά- άρχισε να αλλάζει, αργά και διστακτικά, αυτή η νοοτροπία και να αμφισβητείται, ακόμη και στις Βρυξέλλες, η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία και το δόγμα της λιτότητας, ενώ ακόμα και τώρα, στο σημείο μηδέν, μια ρεαλιστική προοπτική ουσιαστικής αλλαγής αυτών των πολιτικών παραμένει ζητούμενο, που μόνο μέσα από έναν πανευρωπαϊκό συνασπισμό δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων μπορεί να διεκδικηθεί με αξιώσεις επιτυχίας. Προφανέστατα, επομένως, ιδίως στην εποχή της Πληροφορίας, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ενημέρωσης. Πολύ περισσότερο, δεν είναι κάποια μειωμένη αντιληπτική ικανότητα των ίδιων των Ευρωπαίων.

Εξάλλου, υπάρχουν τουλάχιστον δύο μεγάλα κενά στο αφήγημα: Πρώτον, η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει την απειλή του «λαϊκισμού» γενικώς και αορίστως. Αντιμετωπίζει την πολύ συγκεκριμένη και πιεστική απειλή της ακροδεξιάς ανάκαμψης, ως υβρίδιο και υποπροϊόν του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Το να διακρίνονται τα διάφορα ακροδεξιά μορφώματα αναλόγως του εάν υιοθετούν ή όχι μια ρητορική εναντίον της σημερινής ΕΕ προσφέρει κάκιστες υπηρεσίες. Δεν είναι, παραδείγματος χάριν, λιγότερο επικίνδυνο για την Ευρώπη το ακροδεξιό FPÖ, μόνο και μόνο επειδή μέχρι πρότινος συγκυβερνούσε στην Αυστρία σε αγαστή συνεργασία με το «wunderkind» της ευρω-Δεξιάς Σεμπάστιαν Κουρτς. Δεύτερον, και πολύ σημαντικότερο, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι οι Ευρωπαίοι (συμπεριλαμβανομένων των Βρετανών) έχουν αίφνης μετατραπεί σε αντιευρωπαϊστές και εθνικιστές. Δεν απορρίπτουν την ίδια την Ευρωπαϊκή Ιδέα, δηλαδή την ιδέα της ειρηνικής και αρμονικής συνύπαρξης των κρατών και των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου, της επωφελούς συνεργασίας εντός ενός ορισμένου θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου. Ούτε, φυσικά, τελούν εν αγνοία των συνεπειών που θα είχε η επιστροφή των εθνοκεντρικών απομονωτισμών και η βίαιη διάλυση των δεσμών μεταξύ των κρατών της Ευρώπης. Αυτό που φαίνεται να απορρίπτουν είναι η συγκεκριμένη δομή και μέθοδος ολοκλήρωσης που δημιουργεί αδιαπέραστα στεγανά ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψεως αποφάσεων και τους πολίτες. Η λεγόμενη «Brussels Bubble» παρέμενε μακαρίως ανεπηρέαστη από εθνικές εκλογές, ευρωεκλογές, κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες και δημοψηφίσματα. Με άλλα λόγια, λειτουργούσε πέρα και έξω από τη συνήθη δημοκρατική διαδικασία. Εάν, όμως, ο πολίτης δεν αντιλαμβάνεται την ψήφο του ως έχουσα βαρύτητα στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων, εάν ψηφίζει υπέρ της αλλαγής μιας πολιτικής κατεύθυνσης και στη συνέχεια αυτή η αλλαγή δεν συντελείται, αναπόφευκτα απονομιμοποιεί το  πολιτικό σύστημα που λειτουργεί με αυτούς τους όρους. Στην προκειμένη περίπτωση, το σύστημα αυτό είναι η ίδια η ΕΕ.

Ads

Ίσως, λοιπόν, θα ήταν ορθότερο να αναζητήσει ο κ. Γιουνκέρ την πραγματική αιτία της παρακμής της ΕΕ σε μια παλαιότερη δική του δήλωση, την οποία όταν εκστόμισε δεν αστειευόταν καθόλου: «Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική επιλογή αντίθετη στις ευρωπαϊκές συνθήκες». Μια φράση που περιγράφει επακριβώς το θεμελιώδες ευρωπαϊκό πρόβλημα στις μέρες μας, υπονοώντας, συγχρόνως, και τη λύση του. 

* Tου Γιάννη Γούναρη – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 20ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org