Η Ελλάδα, όσον τουλάχιστον αφορά στην ελληνο – τουρκική κρίση στο Αιγαίο, έχει αυτή τη στιγμή δύο μεγάλους εχθρούς.

Ads

Ο ένας ασφαλώς είναι η Τουρκία του Ερντογάν. Εμποτισμένος ο τούρκος πρόεδρος από έναν ισλαμικό επεκτατισμό και έναν εθνικιστικό μεγαλοϊδεατισμό, που κάτω από τον κωδικό «γαλάζια πατρίδα» επιδιώκει συστηματικά την έξοδο της Τουρκίας από την Ασιατική ηπειρωτική της «απομόνωση», όπως τη θεωρεί, έχει βάλει ως στόχο την κυριαρχία της στο Αιγαίο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντίστοιχα επεκτατικά σχέδια συντηρεί και ξεδιπλώνει ο Ερντογάν και για την έξοδό του προς τη Μέση Ανατολή, με συχνές επεμβάσεις του στο Ιράκ και στη Συρία, καθώς και ευρύτερα στη Βόρεια Αφρική, με την επέμβασή του στη Λιβύη. 

Με αυτή την προοπτική της εξόδου και κυριαρχίας της στην Ανατολική Μεσόγειο η Τουρκία αμφισβητεί διεθνείς συμφωνίες, όπως τη Συνθήκη της Λωζάνης, που από το 1924 έχει χαράξει και καθορίσει κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο τα σύνορα των χωρών στην ευρύτερη περιοχή. 

Η Τουρκία του Ερντογάν όμως εκτός από διεθνείς συμφωνίες, αμφισβητεί και τους διεθνείς κανόνες, όπως το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, στο οποίο, όπως ο πρώην υπουργός εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σημειώνει σε δηλώσεις του, ορίζεται με σαφήνεια ότι τα νησιά που είτε είναι κατοικημένα, είτε έχουν οικονομική ζωή, έχουν υφαλοκρηπίδα και επομένως στην χάραξη των ορίων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, (ΑΟΖ), έχουν επήρεια σε αυτήν. 

Ads

Με αιχμή λοιπόν την αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας σε μια σειρά ελληνικών νησιών που βρίσκονται κοντά στις ακτές της Τουρκίας, αλλά και κάποιων που βρίσκονται αρκετά μακριά, όπως το Γαιδουρονήσι, η Γαύδος και το Κουφονήσι, τα χαρακτηρίζει σαν γκρίζες ζώνες και απαιτεί από την Ελλάδα τη μείωση της κυριαρχίας της σε αυτά.

Η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών είναι λοιπόν ο πρώτος σταθμός των τουρκικών επιδιώξεων, ενώ ο αμέσως επόμενος είναι η συνδιαχείριση στο Αιγαίο.
Έχοντας σύμμαχο τον Τραμπ, ο οποίος φαίνεται να του έχει αναθέσει ένα ρόλο περιφερειακού «χωροφύλακα» στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και με την ανοχή που εξασφαλίζει από την Ευρώπη και τη Ρωσία, εκμεταλλευόμενος αφενός την οικονομική σημασία της Τουρκίας ως μεγάλης αγοράς και αφετέρου τη γεωστρατηγική της θέση, ο Ερντογάν ξεδιπλώνει εδώ και καιρό συστηματικά και μεθοδευμένα τα γεωπολιτικά του σχέδια και τις γεωστρατηγικές του επιδιώξεις.

Ώθηση στην τακτική όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων από πλευράς Ερντογάν δίνει σήμερα η συγκυρία της κακής οικονομικής κατάστασης στην Τουρκία, καθώς και η πίεση που ο Τούρκος πρόεδρος αισθάνεται από τον ακροδεξιό και εθνικιστή ηγέτη και κοινοβουλευτικό υποστηρικτή και εταίρο του, τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, του οποίου οι δηλώσεις: «Το τουρκικό έθνος δεν αστειεύεται και είναι γνωστό τι κάνει στους εχθρούς», αποτυπώνουν ξεκάθαρα την ιδεολογική του αναφορά στους γκρίζους λύκους, αλλά και την εθνικιστική του αφετηρία.

Αν ο ένας εχθρός της Ελλάδας σήμερα είναι η Τουρκία, ο άλλος αναμφίβολα είναι η κυβέρνηση της Δεξιάς και ιδίως ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.

Όχι τόσο για το γεγονός ότι η ελληνική Δεξιά, ως πολιτική παράταξη, διαχρονικά εμφορείται από ενδοτικές προθέσεις και υποχωρητικές επιδιώξεις. Καθώς ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι υπήρξαν δεξιές κυβερνήσεις που, συμφωνώντας σε ένα γεωστρατηγικό δόγμα και έχοντας χαράξει μια εθνική στρατηγική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με τις προοδευτικές και δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, έχουν προασπίσει αποτελεσματικά μέχρι σήμερα τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Το πρόβλημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη που την κάνει, στη σημερινή συγκυρία, να λειτουργεί εχθρικά για τα εθνικά μας συμφέροντα είναι ο πολιτικός εγωισμός, η έπαρση και η αλαζονεία που επιδεικνύει καθημερινά, που δυναμιτίζουν κάθε δυνατότητα διαμόρφωσης κλίματος συναίνεσης στο εσωτερικό και κάθε προσπάθεια χάραξης εθνικής στρατηγικής στα διεθνή ζητήματα.

Τα χαρακτηριστικά αυτά της κυβέρνησης, που κατά βάση είναι πολιτικά χαρακτηριστικά που ο πρωθυπουργός της μεταδίδει, σε συνδυασμό με ένα αναμενόμενο, λόγω διαφοράς δυναμικού, εχθρικό όμως, όσον αφορά στην ανάγκη διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής, αίσθημα κατωτερότητας που ο Μητσοτάκης νιώθει απέναντι στον προκάτοχό του Αλέξη Τσίπρα, αποδυναμώνουν τη δυνατότητα  της χώρας να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα εθνικά της συμφέροντα.

Διότι αν ο σημερινός πρωθυπουργός, υπό τον φόβο της σύγκρισης με τον προκάτοχό του, λειτουργεί διαρκώς με πυξίδα τη διαφοροποίηση από αυτόν, γκρεμίζοντας ό,τι εκείνος και η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έκτισαν, τότε ο Μητσοτάκης γκρεμίζει συγχρόνως και ό,τι διασφάλισε μέχρι σήμερα με επιτυχία τη εθνική μας κυριαρχία. Γιατί μεταξύ εκείνων που ο Μητσοτάκης σήμερα δεν διστάζει να γκρεμίσει, είναι και η εθνική στρατηγική του ευρωπαϊκού προσανατολισμού των εθνικών μας ζητημάτων, που οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είχαν συμφωνήσει με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις και είχαν εφαρμόσει με επιτυχία. 

Απομακρυνόμενος από την ευρωπαϊκή προοπτική επίλυσης των εθνικών μας ζητημάτων ο Μητσοτάκης και προσδενόμενος στο άρμα των ΗΠΑ αφενός και αφετέρου επιδιώκοντας την ευρωπαϊκή βοήθεια ως διαιτητική στη διένεξη με την Τουρκία και όχι ως συμμαχική, κάνει τη λάθος κίνηση στη λάθος στιγμή.

Αποδεχόμενος ακόμη ο Μητσοτάκης την πρόσκληση του Ερντογάν και συρόμενος σε διάλογο εφ΄όλης τη ύλης, όπως η Τουρκία ορίζει αυτή την ύλη, με προοπτική τη συνδιαχείριση στο Αιγαίο, καταργεί επιπλέον και την πάγια αρχή της εξωτερικής μας πολιτικής, ότι το μόνο προς διευθέτηση ζήτημα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και κανένα άλλο.

Η πόλωση στο εσωτερικό και η καλλιέργεια κλίματος διχασμού, με τον Μητσοτάκη να δείχνει τον Τσίπρα που αποκάλυψε το σκάνδαλο NOVARTIS, ως υπεύθυνο για την κατασκευασμένη από την κυβέρνηση υπόθεση «σκευωρίας» και η διαρκής προσπάθεια του πρωθυπουργού να αποστασιοποιηθεί και να διαφοροποιηθεί από τις πολιτικές επιλογές του προκατόχου του, οδηγούν τη χώρα σε μια αυτοκαταστροφική πολιτική αντιμετώπισης των εξαιρετικά κρίσιμων εθνικών μας ζητημάτων.

Δεν υπάρχει προοπτική επίλυσης της ελληνοτουρκικής κρίσης στο Αιγαίο που να αποβεί υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, εκτός κλίματος εθνικής συναίνεσης. 

Η δημιουργία ενιαίου εσωτερικού μετώπου και η χάραξη εθνικής στρατηγικής είναι η μόνη προϋπόθεση για την επιτυχή αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης.

Γι’ αυτό η σύγκληση Συμβουλίου πολιτικών αρχηγών και η χάραξη εθνικής στρατηγικής θεωρούνται περισσότερο από αναγκαίες σήμερα.

Με τον Μητσοτάκη όμως να διεξάγει διμέτωπο αγώνα, έναν εθνικό εναντίον των Τούρκων αφενός και έναν μικροκομματικό, εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά αφετέρου και με το εσωτερικό μέτωπο διχασμένο, δεν υπάρχει ευνοϊκή προοπτική διεξόδου στα εθνικά μας ζητήματα.

Όσο ο πρωθυπουργός είναι αδύναμος να αντιμετωπίσει την Τουρκία με εθνικά κριτήρια, αντιμετωπίζοντάς την με μικροπολιτικές τακτικές και επικοινωνιακές μεθόδους για εσωτερική κατανάλωση, η χώρα μόνο ήττες θα υφίσταται.