«Ο αντιλαϊκιστικός λόγος ενεργοποιεί μια βασική αφετηριακή πεποίθηση: ότι ο λαϊκισμός, και ιδιαίτερα ένας αριστερόστροφος ή προοδευτικός / αντιστασιακός λαϊκισμός, συνιστά εδώ και καιρό τον κύριο στρατηγικό εχθρό κάθε έλλογης πολιτικής, κάθε μεταρρυθμιστικής αγαθής βούλησης. […] Ο αντιλαϊκιστικός λόγος διεκδικεί πια με τη μεγαλύτερη ένταση το μονοπώλιο της ορθής χρήσης του δημόσιου λόγου και της πρακτικής πολιτικής φρόνησης». Νικόλας Σεβαστάκης

Ads

Τα λόγια αυτά που γράφτηκαν κάποια χρόνια πριν, υπήρξαν αποκαλυπτικά του τρόπου με τον οποίο επρόκειτο να παιχτεί το πολιτικό παιχνίδι τα επόμενα χρόνια. Το πολιτικό επιχείρημα όσων απεχθάνονταν τον ΣΥΡΙΖΑ (τον τότε και τον τώρα) στηρίχθηκε σε μια απλή υπόθεση: οι πολιτικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι «λαϊκίστικες». Στις εκλογές που έρχονται, η θέση αυτή επιστρατεύεται και πάλι. Για «λαϊκισμό, μεγάλα και ψεύτικα λόγια, κούφιες υποσχέσεις, πλαστά διλήμματα», κατηγόρησε τον Αλέξη Τσίπρα το ΠΑΣΟΚ, αλλά και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. 

Όχι ότι δεν υπάρχει λαϊκισμός και δημαγωγία. Δεν είναι λίγες οι φορές όμως που όσοι εκτοξεύουν την κατηγορία, το κάνουν γιατί βρίσκονται σε άσχημη πολιτική θέση. Όταν χάνεις το λαϊκό έρεισμα, πρέπει να απαξιώσεις τον λαό. Όταν οι θέσεις σου δεν έχουν απήχηση στον κόσμο, δε φταίνε οι θέσεις σου, φταίει ο κόσμος. Με έκπληξη παρακολουθήσαμε πρόσφατα τη βουλευτή του Ποταμιού Αντιγόνη Λυμπεράκη να προχωρά σε μια δήλωση, λίγο πριν από το δημοψήφισμα, που θα μπορούσε να έχει γίνει 150 χρόνια πριν, θυμίζοντας λεκτικές κατασκευές άλλων εποχών, όπως «ο λαουτζίκος»: «Οι πτωχοί κάνουν λάθος επιλογές σε κρίσιμες στιγμές». Η ίδια και το κόμμα της, εκφράζουν τέλεια αυτό που περιέγραψε ο Aurélien Mondon, σε πρόσφατη συνέντευξή του: «στο σημερινό πλαίσιο, ο ‘λαός’ (αυτοί που αντιστέκονται στο status quo) παρουσιάζεται ως κίνδυνος για τον εαυτό του, αναγκάζοντας μια αυτοαποκαλούμενη ανθρωπιστική δεξιά ελίτ να λάβει τεχνοκρατικές αποφάσεις για το καλό του λαού και την πρόοδο της ανθρωπότητας». 

Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το επιχείρημα περί λαϊκισμού. Τα πολιτικά ρεύματα που παρασύρουν τον κόσμο σε μια αντιμνημονιακή πολιτική, δε μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα, όχι μόνο της ανωριμότητας των πολιτών, αλλά και της δημαγωγίας ενός ηγέτη. Η κατηγορία του «εθνολαϊκισμού» έρχεται έτσι να απαξιώσει οτιδήποτε έχει σχέση με αναφορές στους νεόπτωχους, στην αξιοπρέπεια, στον αντι-τεχνοκρατικό και συναισθηματικό πολιτικό λόγο. 

Ads

Αυτό που έχει ενδιαφέρον όμως σε αυτήν την ιστορία είναι το εξής: ο λαϊκισμός χρησιμοποιείται κατά κόρον από εκείνους που κατηγορούν τους άλλους για λαϊκισμό. Και είναι λογικό, δεδομένου ότι στις μέρες μας ο αντι-λαϊκιστικός λόγος δεν έχει τις περισσότερες φορές ως στόχο να αποκαλύψει τη δημαγωγία, αλλά απλώς να απαξιώσει τον αντίπαλο πολιτικό λόγο και την πολιτική εν γένει. Με λίγα λόγια, ο αντι-λαϊκισμός, για πολλούς δεν είναι θέμα αρχής, αλλά μέρος του πολιτικού παιχνιδιού, και έτσι δεν έχουν κατά βάθος πρόβλημα να τον χρησιμοποιήσουν και οι ίδιοι.

Ας πάρουμε ως παράδειγμα δύο μεγάλους πολέμιους (στα λόγια) του λαϊκισμού, δύο «νηφάλιους», «ορθολογικούς» πολιτικούς. Τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. 

Ας ξεκινήσουμε από τον δεύτερο. Η ίδια η γερμανική πολιτική στο σύνολό της  στηρίζεται σε ένα μεγάλο λαϊκιστικό αφήγημα, γεμάτο στερεότυπα. «Οι Νότιοι είναι τεμπέληδες» (παρεμπιπτόντως, την ίδια ώρα έκθεση του ΟΟΣΑ κατατάσσει του Έλληνες ως τον τρίτο πιο σκληρά εργαζόμενο λαό στον κόσμο) και «το υπέρογκο χρέος των Ελλήνων το επωμίζονται αδίκως οι Γερμανοί φορολογούμενοι» (παρεμπιπτόντως, η Γερμανία εξοικονόμησε 100 δισ. ευρώ από την κρίση στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με το γερμανικό Ινστιτούτο Halle Institute fοr Economic Research). Ο Σόιμπλε έχει συμβάλει τα μέγιστα σε αυτό το κλίμα με δηλώσεις του, ενώ ο ίδιος διατηρεί στενές σχέσεις με ένα από τα πιο λαϊκιστικά έντυπα στην Ευρώπη, την Bild («είστε μια σοβαρή εφημερίδα, έτσι όπως προσπαθώ κι εγώ να κάνω σοβαρή πολιτική»).

Ο Σόιμπλε, και η γερμανική πολιτική εν γένει, παρουσιάζονται συχνά από τους Έλληνες πολέμιους του εθνολαϊκισμού ως η σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη που αντιπαρατίθεται απέναντι στον ντόπιο λαϊκισμό. Είναι μια φιλελεύθερη δύναμη που δεν έχει εθνικιστικές και ηγεμονικές διαθέσεις. Ο Ν. Στάγκος, ειρωνευόμενος τους «εθνολαϊκιστές», είχε σημειώσει παλιότερα ότι σύμφωνα με αυτούς «το παρόν και το μέλλον της χώρας εξαρτώνται σχεδόν απόλυτα από το ‘ναι’ ή το ‘όχι’ της Γερμανίας, καθώς εκείνη ηγεμονεύει στην Ευρώπη». Αυτή η ‘ψύχραιμη’ Γερμανία, που δεν έχει ηγεμονικές ή εθνικιστικές τάσεις, αντιπαραβάλλεται με τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, που καταφεύγει σε παρωχημένα ιδεολογήματα περί «εθνικής αξιοπρέπειας» και «εθνικής ανεξαρτησίας», χαϊδεύοντας τα ένστικτα του κόσμου. Ο Σ. Σκουμπουρδής είχε προτρέψει «να ψαχτεί, πώς γίνεται, πίσω από όλες αυτές τις λαοσυνάξεις πάντα ο μοχλός να είναι ο εθνολαϊκισμός… Το επίδικο διακύβευμα πάντοτε είναι η εθνική αξιοπρέπεια». Η ίδια η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας προβάλλεται σε αυτές τις περιπτώσεις ως μια οπισθοδρομική ιδιαιτερότητα. 

Σε μια σειρά από περιπτώσεις όμως, ο Σόιμπλε έχει δώσει μαθήματα εθνολαϊκισμού, γερμανικού αυτή τη φορά. Σε σύνοδο του ΕΚΟΦΙΝ είχε ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να «κάτσει στα αυγά της» και να μην ανακατεύεται σε πολιτικά θέματα. Σε συνέδριο της Bundesbank τόνισε ότι οι Αμερικανοί δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει νομισματική ένωση και αποκάλυψε ότι είπε στον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Τζακ Λιου πως η Ευρώπη θα ήταν έτοιμη να δεχθεί το Πουέρτο Ρίκο στην Ευρωζώνη, εάν οι ΗΠΑ δέχονταν την Ελλάδα στην περιοχή του δολαρίου. Σε παραινέσεις του Αμερικανού ομολόγου του, αντέτεινε ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν να χειριστούν επαρκώς τα προβλήματά τους, ενώ επισήμανε ότι θα προτιμούσε να «μην δίνονται συμβουλές δημόσια» για θέματα που άπτονται της οικονομικής πολιτικής.

Ένα άλλο επιχείρημα των αντι-λαϊκιστών, είναι πως οι λαϊκιστές χρησιμοποιούν συνεχώς την θέση πως «φταίνε οι άλλοι». Σε ένα σχετικό άρθρο, ο Γ. Σιακαντάρης είχε γράψει πως «ο Ταγκιέφ μιλάει για δύο τύπους λαϊκισμού. Ο πρώτος είναι αυτός που ως εχθρό του υποδεικνύει τους «από πάνω» (πλουτοκρατία, κυβερνώντες) και ο δεύτερος αυτός που υποδεικνύει ως εχθρό τους «απέναντι» (ξένοι, μετανάστες, ιμπεριαλιστές). Ο ελληνικός εθνολαϊκισμός δεν στρέφεται ούτε κατά των «από πάνω», ούτε κατά των «απέναντι», αλλά παρουσιάζει όλους τους «απέναντι» (κατά προτίμηση τους Γερμανούς) ως ‘από πάνω’». Πάγια θέση του σοϊμπλικού λαϊκισμού είναι όμως πως φταίνε οι Έλληνες: «η Ευρώπη και η Γερμανία δεν είναι υπεύθυνες για τα ελληνικά προβλήματα» και ο ελληνικός λαός «να μην παρασύρεται από ανεύθυνους πολιτικούς που υποστηρίζουν ότι άλλοι είναι υπεύθυνοι για τα προβλήματά τους». 

Ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κόπτεται για να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις και εξυγίανση στην Ελλάδα, αλλά ο ίδιος ήταν εμπλεκόμενος σε οικονομικό σκάνδαλο που του στέρησε την ηγεσία στο CDU. O ίδιος είναι επίσης που αυτοπροβάλλεται ως βαθιά ευρωπαϊστής και απειλεί επανειλημμένως την Ελλάδα με έξοδο από το ευρώ. 

Ο Κυριάκος, από την άλλη, έχει πολλές φορές ξιφουλκήσει κατά των «λαϊκιστών», παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως τον μεγάλο πολέμιο της δημαγωγίας. Διαβάζουμε σε δημοσιεύματα: «Ως ευκαιρία για τη χώρα ‘να κλείσει ένας κύκλος λαϊκισμού που άνοιξε το 1981’, χαρακτήρισε τις ερχόμενες εκλογές ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκος Μητσοτάκης». «Στις ομιλίες τους ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Κωστής Χατζηδάκης ..δεν παράλειψαν να αναφερθούν στους κινδύνους που εγκυμονούν για τη χώρα οι εξαγγελίες και ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ». «Βολές Κυριάκου Μητσοτάκη σε Κατρούγκαλο, τον κατηγόρησε ότι διολισθαίνει στον λαϊκισμό».

Σε πρόσφατη δήλωσή του επίσης, κατήγγειλε με γενναιότητα τον εξισωτικό λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με την αύξηση του ΦΠΑ στα δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων: «Το ζήτημα είναι καθαρά ιδεολογικό. Η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα εκθειάσει τον εξισωτισμό ως πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας. Τα ελληνικά ιδιωτικά σχολεία είναι καλύτερα από τα δημόσια σύμφωνα με διεθνείς μετρήσεις. Να τα κλείσουμε λοιπόν προς χάριν του εξισωτισμού προς τα κάτω προκειμένου να ικανοποιήσουμε τη μαρξιστική ιδεοληψία της κυβέρνησης». Αυτήν την δήλωση, περί «εξισωτισμού προς τα κάτω»,  την έκανε ο άνθρωπος που πήγε να εφαρμόσει την πιο αυθαίρετη, ισοπεδωτική και «εξισωτική προς τα κάτω» αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα, όπου υποχρεωτικά σε κάθε υπηρεσία το 25% των υπαλλήλων θα χαρακτηρίζονταν ‘άριστοι’, το 60% ‘καλοί’ και το 15% κατώτεροι από τις προϋποθέσεις. Δεν ήταν απλώς το ‘ξεπατίκωμα’ ενός συστήματος αξιολόγησης που είχε εφαρμοσθεί αλλού ανεπιτυχώς. Ήταν και ένα κρεσέντο ενός άλλου τύπου λαϊκισμού, που διακρίνεται για το χάιδεμα του δικού του ακροατηρίου, των ‘ανθρώπων του ιδιωτικού τομέα’. Το ίδιο έγινε και με το σχέδιό του για το νέο μισθολόγιο που προέβλεπε ακόμη χαμηλότερο βασικό μισθό για τους δημοσίους υπαλλήλους «με αμοιβές ιδιωτικού τομέα», ξεχνώντας να βάλει στην εξίσωση το γεγονός ότι για τους δημοσίους υπάλληλους και για τους συνταξιούχους έχει καταργηθεί ο 13ος και 14ος μισθός, ενώ για εκείνους του ιδιωτικού τομέα όχι.
 
Ο δικός του λαϊκισμός χαρακτηρίζεται από μεγαλόστομες φράσεις, γεμάτες στερεότυπα και εντυπωσιασμούς, όπως το «βιώνουμε τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής παιδείας». Χαρακτηρίζεται επίσης από απλουστευτικά σχήματα, όπως τότε, πριν από το δημοψήφισμα, όταν προσπάθησε να ενισχύσει την κινδυνολογία δείχνοντας στον τηλεοπτικό φακό χαρτονομίσματα της Ζιμπάμπουε. Το ίδιο ακριβώς είχε κάνει από το βήμα της Βουλής η ξαδέρφη του Αντιγόνη Λυμπεράκη, έξι μέρες νωρίτερα, επιδεικνύοντας μια φωτοτυπία χαρτονομίσματος της Ζιμπάμπουε. Θα ήταν λαϊκισμός τώρα, αν έλεγα ότι ο υπέρμαχος της καινοτομίας Κυριάκος μας έχει ταράξει στο «ξεπατίκωμα»;