Παντού και πάντοτε, η οικονομική πραγμάτευση πληθυσμιακών θεμάτων υποτάσσεται στα πολιτικά ιδεώδη και στα συμφέροντα […] περισσότερο από κάθε άλλο τομέα της καθεστηκυίας οικονομικής σκέψης.

Ads

Gunnar Myrdal, Population problems and politics, 1938

 

Τα αρνητικά ισοζύγια γεννήσεων-θανάτων, οι γερασμένες πληθυσμιακές δομές και η αθρόα μεταναστευτική εκροή των πιο παραγωγικών ηλικιών –εν ολίγοις, αυτό που αποκαλείται «δημογραφικό πρόβλημα»– θα τίθεται επιτακτικότερα στο δημόσιο διάλογο όσο θα αναδεικνύονται ευκρινέστερα οι βαθύτερες επιπτώσεις της λιτότητας στην κοινωνία. Το μείζον ζητούμενο τότε θα είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις θα έχουν διεκδικήσει να το νοηματοδοτήσουν — που πάει να πει, σε ποιο αξιακό πλαίσιο θα ενταχθεί η αντιμετώπισή του. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι το δημογραφικό αποτελεί το κάτοπτρο μέσα από το οποίο διακρίνονται ορατότερα οι θεμελιακές αντινομίες των δυνάμεων που εφάρμοζαν πολιτικές λιτότητας κατά τα προηγούμενα χρόνια. Κατ’ ουσίαν, ενώ έθεταν τη «διαιώνιση του ελληνικού έθνους» ως ύψιστη προτεραιότητα, λειτούργησαν ως πολιορκητικοί κριοί για τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας που απέβη άκρως διαλυτική για τη δυνατότητα αναπαραγωγής των γενεών.

Ads

Με πρόταγμα έναν εν πολλοίς προσχηματικό φιλογεννητισμό και επωδό την ανάγκη παροχής φειδωλών επιδομάτων στις πολύτεκνες οικογένειες, το πιο ορατό τμήμα των ανησυχούντων για το δημογραφικό εμφορούνταν από αντιδραστικές και νεοδαρβινικές αντιλήψεις για την αναμόρφωση του εργασιακού περιβάλλοντος· φρονούσαν ότι οι εργαζόμενες γυναίκες κωφεύουν «εγωιστικά» στο φυσικό κάλεσμα της μητρότητας και χαρακτήριζαν «τσιγκούνηδες» (όπως τους αποκάλεσε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε πρωτοχρονιάτικο μήνυμα προς τις πολύτεκνες οικογένειες το 2011) όσους «περιορίζονται» στο ένα παιδί· αναφέρονταν στις εκτρώσεις — στις οποίες το 2012 η Ελλάδα πρώτευε πανευρωπαϊκά, σύμφωνα με την Eurostat ως προϊόν όχι της κρίσης, της ανεργίας και του φόβου για το μέλλον αλλά των «χαλαρών ηθών»· αποσιωπούσαν, τέλος, τα πολλαπλά οφέλη για τη χώρα από τον μεταναστευτικό παράγοντα προβάλλοντας ως βασικούς υπαίτιους για τη φυγή των γηγενών εργαζομένων στο εξωτερικό αλλά ακόμα και για την υπογεννητικότητα τους «λαθρομετανάστες».

Για να αναδειχθούν οι σοβούσες αντιφάσεις του μεταπολιτευτικού φιλογεννητισμού και –κυρίως– να καταρτισθεί ένα προοδευτικό σχέδιο αντιμετώπισης του προβλήματος, δεν επαρκούν προσεγγίσεις επιμερίζουσες, προσανατολισμένες μονοδιάστατα στη δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου ή στην αύξηση της απασχόλησης, σε λογικές μετωπικού ανθρωπισμού ή στην αντιμετώπιση δευτερογενών φαινομένων όπως το ασφαλιστικό — ως μέσο για την επίλυση του οποίου το ΔΝΤ έχει εισαγάγει τον νεολογισμό «μείωση του ρίσκου μακροβιότητας». Ούτε βέβαια μπορεί να λογισθεί ως σοβαρή η οπτική που εκτιμά ότι η μεταναστευτική εισροή δύναται να λειτουργεί εσαεί εξισορροπητικά, με δεδομένο ότι έχει καταδειχθεί πως οι δεύτερης γενιάς οικονομικοί μετανάστες υιοθετούν τα πρότυπα αναπαραγωγής της χώρας υποδοχής.

Απαιτείται λοιπόν ένα ευρύτερο ενοποιητικό όραμα, μια ρηξικέλευθη, προληπτική και ενεργός δημογραφική πολιτική με όχημα την προοδευτική θεμελίωση του κράτους πρόνοιας και την εφαρμογή πολιτικών μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας. Άξονες της πολιτικής αυτής η παραγωγική ανασυγκρότηση και η απασχόληση, η υιοθέτηση μέτρων συμφιλίωσης της εργασιακής και της οικογενειακής ζωής, η ενίσχυση των γυναικείων δικαιωμάτων, η κοινωνική ένταξη των μεταναστών καθώς και η παλιννόστηση των νέων — που σήμερα βοηθούν χώρες όπως η Γερμανία να αντιμετωπίσει αυτό που η Μέρκελ αποκάλεσε το 2013 ως την κορυφαία πρόκληση των επόμενων χρόνων: το δημογραφικό· ιδιαίτερα όμως, η άρση των οικονομικών, κοινωνικών και θεσμικών εμποδίων που παρεμβάλλονται στην εθελούσια αναπαραγωγή. Σε αυτά τα εμπόδια, που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την κρίση, το μακροχρόνιο στρατηγικό έλλειμμα και τις πρόδηλες αδυναμίες του ελληνικού κράτους, οφείλεται το χάσμα ανάμεσα στον πραγματικό δείκτη γονιμότητας (1,34 για γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας) και τον επιθυμητό αριθμό παιδιών, που αντιστοιχεί στο 2,1 και υπερβαίνει το όριο αντικατάστασης των γενεών.

Αφετηριακή διαπίστωση είναι ότι ενώ μεταξύ 2001-2010 είχαμε μια συνολική υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων, την τριετία 2011-13 σημειώθηκε υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων της τάξης του 1,19 επί 1000 κατοίκων (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), τη στιγμή που ακόμα και στη «σκοτεινή» δεκαετία του 1940 υπήρχε υπεροχή των γεννήσεων της τάξης του 0,80. Από κει κι έπειτα, όμως, το έδαφος είναι όχι μόνο πρόσφορο για πολιτική εκμετάλλευση αλλά και παρθένο από πλευράς αναλυτικής εμβάθυνσης, με ελάχιστες –κι εκλεκτές– εξαιρέσεις, όπως της Χάρης Συμεωνίδου.

Σε αυτό το πλαίσιο, η χάραξη μιας ενεργού δημογραφικής πολιτικής υπαγορεύει πριν απ’ όλα την αξιοποίηση κι εξέλιξη εξίσου ριζοσπαστικών εναλλακτικών εργαλείων ποιοτικής χαρτογράφησης της ελλαδικής κοινωνίας. Ένα κατάλληλο μέσον θα μπορούσε να αποτελέσει μια κοινωνική απογραφή από την ΕΛΣΤΑΤ από κοινού με το ΕΚΚΕ, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και άλλους συναρμόδιους φορείς, κατ’ ανάθεση μιας νεοσύστατης Μόνιμης Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για το δημογραφικό. Θα αποτελεί έναν ενδελεχή απολογισμό των πραγματικών κοινωνικών-ταξικών μετασχηματισμών που συντελέσθηκαν εξαιτίας της κρίσης και ειδικότερα του τρόπου που συνέτειναν στη ραγδαία κι αρνητική μεταβολή των δεικτών και συντελεστών που δυσχέραναν το δημογραφικό πρόβλημα.

Μια καταγραφή αυτού του είδους συνεπάγεται τη ριζική αναμόρφωση των μεθόδων ή ακόμα και της διάρθρωσης των εγχώριων στατιστικών φορέων καθότι τα στοιχεία που καταγράφονται τείνουν να προσφέρουν μια θραυσματική εικόνα της κατάστασης. Ενδεικτικά, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου διαγενεακές αναλύσεις τόσο της γονιμότητας όσο και της θνησιμότητας, τα στοιχεία για την υγεία του πληθυσμού και τη νοσηρότητα είναι αποσπασματικά και σε ό,τι αφορά τον μεταναστευτικό παράγοντα τα αξιόπιστα στοιχεία είναι ελλιπέστατα. Σε σχέση δε με την κατάσταση της οικογένειας και των νοικοκυριών υπάρχουν στοιχεία από μελέτες της ΕΛΣΤΑΤ και του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ αλλά περιορίζονται κυρίως σε δείκτες χωρίς περαιτέρω ανάλυση, πέραν της αγοράς εργασίας και του ασφαλιστικού.

Έτσι, κάτω από το «ραντάρ» της καταγραφής περνούν φαινόμενα που όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι επιδεινώθηκαν λόγω της κρίσης, όπως η διάδοση των «χωλών οικογενειών» (ζευγαριών που αναγκάζονται να μένουν χωριστά για μακρά διαστήματα λόγω εργασιακών συνθηκών) και η εκθεμελίωση του τελευταίου, εύθραυστου πυλώνα αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας: του «υποχρεωτικού αλτρουισμού» των γυναικών, που συνιστά το ύστατο δίχτυ προστασίας των εξαρτημένων μελών μιας οικογένειας.

Αξίζει να μνημονευθεί ως πρότυπο και η σημαντική μελέτη-ανατομία των βρετανικών κοινωνικών τάξεων του 2013 όπου εφαρμόστηκαν πρωτοποριακές μέθοδοι αντλημένες από το έργο του Πιέρ Μπουρντιέ καθώς επίσης και ο τεράστιος πλούτος συγκριτικών στοιχείων που εξήγαγε η πανευρωπαϊκή έρευνα για τις προϋποθέσεις που συνοδεύουν την απόφαση για τεκνοποίηση (REPRO), η οποία κατέδειξε ότι σε κάθε χώρα αυτή καθορίζεται ουσιωδώς από το καθεστώς εργασιακής ασφάλειας και την κατάσταση στον τομέα της ισότητας των φύλων.

Μια ολοκληρωμένη πολιτική στη βάση της κοινωνικής απογραφής θα πρέπει να ενσωματώσει και τα πορίσματα που έχουν ήδη εξαχθεί για τη συμφιλίωση της εργασιακής και οικογενειακής ζωής από την Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF και το ΕΚΚΕ — τη λήψη μέτρων για την παροχή στεγαστικών διευκολύνσεων κι εισοδηματικών ενισχύσεων στις οικογένειες, την ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης παράλληλα με τη συγκρότηση υπηρεσιών φροντίδας και φύλαξης των παιδιών και τη θέσπιση της γονεϊκής άδειας με αποδοχές και μέριμνα για τις ανάγκες στους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς. Η εφαρμογή προτάσεων αυτού του είδους θα μπορούσε να συνοδευθεί κι από πολιτικές ενεργού διαχείρισης της κατανάλωσης με τυποποίηση επίλεκτων προϊόντων που παράγονται στην Ελλάδα, προσανατολισμένη στις ανάγκες των νοικοκυριών.

Ιδωμένες μεμονωμένα κι αποσπασματικά, οι προτάσεις αυτές προσιδιάζουν στις επιταγές ενός προοδευτικού και ριζοσπαστικού προγράμματος για την ανασύνθεση του καταρρέοντος κοινωνικού ιστού. Απομένει να συναρθρωθούν σε μια ολοκληρωμένη πολιτική επαναπατρισμού των παραγωγικών ηλικιών κι επένδυσης στις μέλλουσες γενεές μέσω της αναστροφής των τάσεων υπογεννητικότητας, οι οποίες κατατείνουν στη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών για συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και για περίθαλψη των υπερηλίκων και αναπήρων. Εάν δεν προβληθούν ευκρινώς οι βιοπολιτικές αγωνίες της αριστεράς, ο διάλογος για το δημογραφικό θα εξακολουθήσει να διεξάγεται σε ένα άκρως αντιφατικό πλαίσιο που επιτρέπει σε νεοφιλελεύθερες, ανδροκρατικές και μισαλλόδοξες αντιλήψεις να ενδύονται έναν προσχηματικό φιλογεννητισμό.

*Ο Γιώργος Καλπαδάκης είναι Visiting Scholar στο Κέντρο Αναπτυξιακών Μελετών του Πανεπιστημίου Cambridge. Ο Γιώργος Κοτσυφάκης είναι aναπληρωτής προϊστάμενος της ΥΣΝ Ρεθύμνου της ΕΛΣΤΑΤ.

Πηγή: Enthemata