O διάλογος που ακολούθησε την προγραμματική δήλωση του «δικτύου πολιτικής» «ένα κεντροαριστερό σχέδιο για τους νέους καιρούς» υπήρξε πλούσιος και εμπνευσμένος. Μολοταύτα, τα συμπεράσματά της για την κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας είναι εντυπωσιακά απαισιόδοξα.
 

Ads

Οι συγγραφείς δεν είναι οι μόνοι που παρατηρούν πως μια από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης είναι πως η σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει την ελκυστικότητά της. Όπως φαίνεται, ο «τρίτος δρόμος» εξέπνευσε ιδεολογικά τα λοίσθια. Στην συνεπαγόμενη σύγχυση, τα κόμματα της αριστεράς έχουν παγιδευτεί ανάμεσα στην εργαλειακή πολιτική (την πρακτική των τακτικισμών και της επικοινωνιακής διαχείρισης) και την ουτοπία -την καταφυγή σε οριστικά «τελειωμένους» πόθους και οράματα. Παραγνώρισαν την σημασία να εκπονηθεί μια διακριτή εναλλακτική στρατηγική, με λύσεις και αλλαγές για ό,τι θεωρούν πως πάει στραβά στον κόσμο. Η ανάδειξη του Φρανσουά Ολάντ (François Hollande) στην γαλλική προεδρία πυροδότησε ορισμένες ελπίδες, αλλά οι σοσιαλιστές αντιμετωπίζουν πελώρια κυβερνητικά προβλήματα και η Γαλλία καλείται να αντιμετωπίσει με την σειρά της μέτρα λιτότητας.
 
Εντωμεταξύ η εμφάνιση του μετριοπαθούς «συμπονετικού» συντηρητισμού -τόσο αγαπητού στον Βρετανό Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) και τον Σουηδό Φρέντρικ Ρέινφελντ (Fredrik Reinfeld)- αύξησε τον εκλογικό ανταγωνισμό κι απαξίωσε την αξία της «τριγωνικής» στρατηγικής του «τρίτου δρόμου» ως νικηφόρου εκλογικού όπλου ενάντια στην δεξιά και την αριστερά.
 
Οι σοσιαλδημοκράτες χρειάζεται να αναπτύξουν μια πιο ελκυστική και εντυπωσιακή αφήγηση. Η αμφιλογία του «τρίτου δρόμου» και η τάση του για αποπολιτικοποίηση και τεχνοκρατία απογύμνωσε τους εκλογείς από την ελπίδα πως η αριστερά θα ήταν ικανή να διαφυλάξει καλύτερα τα συμφέροντά τους και να διαμορφώσει θετικά το μέλλον των κοινωνιών τους.
 
Από την άποψη αυτή, είναι εξαιρετικά προβληματικό να θεωρείται πως η σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία προσαρμόζεται δίχως δυσκολίες στις τρέχουσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Όπως έγραψε ο Σάιμον Γκρίφιθς (Simon Griffiths) για την σοσιαλδημοκρατία η διατήρηση αναλλοίωτης της σχέσης μεταξύ των μέσων και των σκοπών της δεν είναι πλέον δυνατή. Στην ίδια διαδικασία, της αναμόρφωσης της σχέσης μεταξύ των μέσων και των στόχων της κεντροαριστεράς, οι «νέοι εργατικοί» επαναπροσδιόρισαν την παραδοσιακή σχέση μεταξύ της σοσιαλδημοκρατίας και μιας εκ των ιεροτέρων στόχων της αριστεράς, της ισότητας. Σύμφωνα με την νέα θεώρηση, η ισότητα και οι ευκαιρίες έρχονται να υπηρετήσουν τον στόχο της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Οι «νέοι εργατικοί» έμαθαν να «αγαπούν» τις αγορές και να εναγκαλίζονται τις αντιλήψεις περί της θριαμβεύουσας «κοινωνίας της γνώσης». Στο πλαίσιο αυτό, ο Στίβεν Φίλντινγκ (Steven Fielding) καταδικάζει την αδιαφορία των «νέων εργατικών» για το κεντρικής σημασίας ιδεώδες της ισότητας.
 
Από την άλλη, μια ανάγνωση της πορείας της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας που θα βασιζόταν στις δήθεν ριζικές «ασυνέχειές» της, θα αποδεικνυόταν αποπροσανατολιστική. Η σοσιαλδημοκρατία πάντοτε ασχολούνταν με το ακανθώδες ζήτημα της φύσης του σύγχρονου καπιταλισμού και των αγορών. Οι «νέοι εργατικοί» και τα βασικά μεταρρυθμιστικά κόμματα της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Όπως η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε μια «καπιταλιστική» άποψη, έτσι και ο «τρίτος δρόμος» πρόσφερε μια διαφορετική ανάγνωση του τι οδηγεί σε ανάπτυξη και ευημερία, στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες.
 
Σύμφωνα με την Τζένι Άντερσον (Jenny Andersson), ο «τρίτος δρόμος» «θεωρεί την νέα οικονομία αποστασιοποιημένη σε κάποιο βαθμό από τις λογικές της συσσώρευσης του κεφαλαίου και εκτιμούσε πως υπάρχει κάτι εγγενώς απελευθερωτικό στην καπιταλιστική τάξη, που ευνοεί την ανάπτυξη του ανθρωπίνου δυναμικού». Η έμφαση στην απόκτηση ανθρωπίνου κεφαλαίου όμως, αλλάζει την ίδια την έννοια της σοσιαλδημοκρατίας.
 
Μία εναλλακτική προσέγγιση, που χρησιμοποιείται στο κείμενο «ένα κεντροαριστερό σχέδιο για τους νέους καιρούς» είναι να επανεκτιμηθούν τα παραδοσιακά διλήμματα και οι περιορισμοί που αντιμετωπίζει η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία. Η κεντροαριστερή πολιτική ανέκαθεν αντιμετώπιζε ένα παράδοξο στρατηγικό δίλημμα: ήταν άραγε σκοπός της η υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος, ή στόχευε απλά στη μεταρρύθμισή του;
 
Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η απάντηση στο ερώτημα αυτό απέκτησε νέο ενδιαφέρον. Οι σοσιαλδημοκράτες κλήθηκαν να παρέμβουν στις αγορές ώστε να περιοριστεί η καταστροφική τους επίδραση και να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα του καπιταλισμού, προετοιμάζοντας κατά τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά και τους νέους για την κοινωνία της πληροφορίας, μέσω της εκπαίδευσης και της παιδείας.
 
Οι «νέοι Εργατικοί» προσανατολίζονταν προς την κοινωνική παρέμβαση και οι κυβερνήσεις Μπλερ (Blair) και Μπράουν (Brown) επιχείρησαν να μετριάσουν τις χειρότερες υπερβολές της αγοράς, εισάγοντας τον ελάχιστο μισθό, ενδυναμώνοντας την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και αναπτύσσοντας τα μέτρα αντιμετώπισης της φτώχειας όσων εργάζονται. Αυτό που παρέλειψαν ήταν ο αποτελεσματικός έλεγχος της λειτουργίας των χρηματαγορών. Όπως επισημαίνει ο ‘Αντονι Πέιντερ (Anthony Painter), το κόμμα ταυτίστηκε ταχέως στην κοινή γνώμη με την οικονομική άνθηση (αλλά και το έλλειμμα ελέγχου που προκάλεσε την χειρότερη οικονομική κρίση μετά τη δεκαετία του ’30).
 
Στο βιβλίο της «σοσιαλδημοκρατία και καπιταλισμός την εποχή της γνώσης» η Τζένι ‘Αντερσον χαρακτήρισε το «σουηδικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα εργασίας» (SAP) και το βρετανικό Εργατικό κόμμα «ταυτόσημα, μα και διαφορετικά».
 
Μια βασική διαφορά είναι πως το SAP ουδέποτε διακήρυσσε την κατάργηση του καπιταλισμού, οπότε ιστορικά ήταν πάντοτε ελεύθερο να ασκεί κριτική στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα. Στους αντίποδες, το Εργατικό κόμμα τήρησε μια ουτοπική στάση, τασσόμενο υπέρ της κατάργησης του καπιταλισμού και της εγκαθίδρυσης ενός διαφορετικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος, που δεν θα επικεντρωνόταν πια στην ιδιοκτησία και την απληστία. Αυτή έθετε διαρκώς το κόμμα σε θέση άμυνας όσον αφορά τις πραγματικές του προθέσεις για την οικονομική του πολιτική και την διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Αυτό πράγματι μπορεί να οδήγησε τους Βρετανούς Εργατικούς να εναγκαλιστούν υπέρμετρα τον νέο καπιταλισμό, όταν αυτός υποσχέθηκε την έλευση μιας «οικονομίας της γνώσης». Οπότε ίσως να είναι λιγότερο εντυπωσιακό από όσο εκτιμάται γενικά που το κόμμα ασπάστηκε μια εξαιρετικά ευμενή θεώρηση της χρηματοπιστωτικής επέκτασης ή των επιπτώσεων της παγκόσμιας ολοκλήρωσης του κεφαλαίου ή των χρηματαγορών στις πάγιες ιστορικές επιδιώξεις της σοσιαλδημοκρατίας.
 
Μια ανεπιθύμητη παρενέργεια του «τρίτου δρόμου» ήταν η αίσθηση πως αντί για μια σειρά επιλογών και πιθανοτήτων, που τις δημιουργεί η άσκηση χρηστής διοίκησης, υπάρχει μόνο ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον. Αλλά αυτό οδήγησε την κεντροαριστερά σε μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση: την κατάρρευση της πίστης στην ίδια την δημοκρατία.
 
Όπως κατέστησε σαφές στην εισήγησή του ο Άντριαν Παμπστ (Adrian Pabst) η κρίση ανέδειξε σοβαρές αδυναμίες, τόσο του οικονομικού φιλελευθερισμού της αγοράς, όσο και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ενθαρρύνοντας την σύγκλιση κράτους και αγοράς, ο φιλελευθερισμός πυροδότησε έναν φαύλο κύκλο οικονομικής άνθησης και σπατάλης, ενώ την τελευταία τριακονταετία διαβρώνονταν σοβαρά οι κοινωνικοί δεσμοί και η κοινωνία των πολιτών, από τους οποίους εξαρτάται κάθε υγιής δημοκρατία.
 
Οι προοδευτικοί ήλπισαν πως η προεδρία Ομπάμα (Obama) θα μπορούσε να αποδειχθεί καταλύτης στην ευρύτερη αναζωογόνηση του προοδευτισμού και της αριστεράς. Προς το παρόν οι ελπίδες αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν. Ο πρόεδρος τελικά έδωσε έμφαση στην «επίλυση προβλημάτων» κι έδειξε λίγη διάθεση για μεγάλες αφηγήσεις και υψιπετείς ιδέες. Αλλά αντί απλά να «βολεύονται» στις σημερινές πραγματικότητες, τα κόμματα που τοποθετούνται αριστερά του κέντρου χρειάζεται να σκύψουν ξανά στα πλούσια κοιτάσματα των παραδόσεων και της καταγωγής τους, της σοσιαλδημοκρατίας και του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Οι καινοτόμες οδοί προς το μέλλον που αναζητούν, βρίσκονται στο παρελθόν τους.
 
Μετάφραση του άρθρου από το ppol.gr. Ο Patrick Diamond είναι πολιτικός σύμβουλος, με ενεργό ανάμειξη στην πολιτική των κυβερνήσεων των Βρετανών Εργατικών της δεκαετίας του ’90 και του ’00