Στο τελευταίο βιβλίο που έγραψε πριν πεθάνει, «Ο Εαυτός» (εκδ. Καστανιώτη), ο Κωστής Παπαγιώργης σημειώνει:

Ads

«αν θυμηθούμε τις ζοφερές περιπτώσεις ανθρώπων που έμειναν ανάπηροι χάνοντας ένα ή περισσότερα μέλη του σώματος (τα δυο τους χέρια για παράδειγμα κομμένα στο ύψος των ώμων), η σχέση με το σώμα λαμβάνει τότε άλλη τροπή. Είναι ισοβίως αναγκασμένοι να ζήσουν με λειψό σώμα, σκέτο κούτσουρο, νιώθοντας παραταύτα την αίσθηση των αποκοπέντων μελών του καίτοι αυτά δεν υπάρχουν. Εντούτοις αν το σώμα και το εγώ μπορεί να θεωρηθούν επάλληλα, η μερική απώλεια του ενός πόλου δεν σημαίνει ότι αντιστοιχεί σε απώλειες του άλλου. Κομμένα πόδια; Κομμένα χέρια, μύτες και αυτιά; Αφαιρεθείσα χολή, κήλη, νεφρό, μάτι; Αυτό που απέμεινε στον άνθρωπο επιμένει να επιβιώνει κι ας νιώθει κωλοσούρτης, μονόφθαλμος, ανίκανος να εγερθεί, να φροντίσει τον εαυτό του, να νιώσει επιτέλους σαν τους άλλους ανθρώπους.».

Είναι να απορεί κανείς που ο Κωστής Παπαγιώργης, με τέτοιες ωμές διαπιστώσεις, δεν έχει μπει στο στόχαστρο της κουλτούρας του cancel και των ελεύθερων σκοπευτών του διαδικτύου. Πώς και έχει γλιτώσει από τα ψηφιακά ναρκοπέδια που στήνονται εν ριπή οφθαλμού όταν ανακαλυφθούν απόψεις σαν και την παραπάνω;

Η απάντηση βρίσκεται, νομίζω, στο εξής: ο Παπαγιώργης όπως και όλοι οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι που μνημονεύει σε αυτό το μικρό πλην ρωμαλέο τομίδιο, νοιάζονται να δείξουν ότι οποιαδήποτε απόπειρα των σωματικά αρτιμελών να καταλάβουν, να νιώσουν, να οικειοποιηθούν την δυσκολία που βιώνουν τα άτομα με σοβαρές σωματικές αναπηρίες, είτε προδίδει αφέλεια είτε ξεκινά και ολοκληρώνεται μέσα στη γελοιότητα. Το να καταφάσκουμε ότι η αναπηρία ως βίωμα είναι μοναδικό, ουσιαστικά μη κοινοποιήσιμο δεν οδηγεί στην υποβάθμιση της σημασίας αυτού του βιώματος: αντίθετα, το αναβαθμίζει από άποψη ορατότητας, το αναδεικνύει ως πανανθρώπινο ζήτημα, του αποδίδει την κοινωνική σημασία που του αξίζει.

Ads

Προσοχή: δεν αναφέρομαι στην επιβεβλημένη ενσυναίσθηση που οφείλουμε να καλλιεργούν και να επιδεικνύουν οι αρτιμελείς και την υποστήριξη που οφείλουν να παράσχουν στον αγώνα των ατόμων με αναπηρία να άρουν τα κοινωνικά εμπόδια που η «αρτιμελής» κοινωνία τούς επιβάλλει. Αντίθετα, εξετάζω μια μιμητική προσέγγιση που υποκρύπτει πολλά φαιά και ουδόλως υγιή ή προοδευτικά κίνητρα και σημαινόμενα.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κ. Κασσελάκης, συμμετείχε πρόσφατα σε αγώνα μπάσκετ αθλητών σε αναπηρικά αμαξίδια στην Κομοτηνή. Εκ πρώτης όψεως, έστω και στο πλαίσιο της μανίας του να μετατρέπει σε θέαμα οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα, κάποιος μπορεί να πει ότι η συγκεκριμένη κίνηση είναι προωθητική για τα θέματα των ΑμεΑ. Άλλωστε, στην εποχή μας, οποιουδήποτε είδους αντίδραση απέναντι σε κάποιο κοινωνικό ή πολιτικό ζήτημα, από οποιονδήποτε και από οποιοδήποτε μετερίζι είναι αποδεκτή. Έχουμε φτάσει καταγγέλλουμε μια γενοκτονία με χασμουρητά· σ’ αυτό θα κολλήσουμε, τώρα;

Κι όμως. Το να χρησιμοποιήσεις ως αρτιμελής αναπηρικό αμαξίδιο για να παίξεις μπάσκετ είναι ένα φρικιαστικός μαϊμουδισμός. Κι αυτό γιατί η προσποιούμενη παραίτηση από την αρτιμέλεια υποκρύπτει μία αδίστακτη εργαλειοποίηση της αναπηρίας.

Ειδικά όταν είσαι μία περσόνα με τα χαρακτηριστικά του Κασσελάκη.  Ειδικά όταν είσαι ο ίδιος άνθρωπος που επισκεπτόμενος ειδικό σχολείο επιδίδεσαι σε ακροβατικά στα κάγκελα του σχολείου. «Κοιτάξτε! Εγώ ο επιτυχημένος, ο φυσιολογικός, ο ευθυτενής, προσπαθώ να κάνω ό,τι κι εσείς» θα μπορούσε να είναι το συννεφάκι πάνω από τη σχετική φωτογραφία.

Το θέμα δεν είναι αν ο Κασσελάκης ή ο οποιοσδήποτε αρτιμελής μπορεί να παίξει μπάσκετ καθήμενος σε αναπηρικό καροτσάκι. Το θέμα είναι ότι δεν μπορούν οι άνθρωποι για τους οποίους το αναπηρικό αμαξίδιο δεν είναι θέαμα αλλά η πραγματικότητά τους. Το θέμα είναι ότι ακριβώς, τα άτομα με αναπηρία δεν  «κάθονται» σε αμαξίδιο αλλά διαβιούν με αυτό.

Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στη φρίκη, στις ίδιες επικοινωνιακές πρακτικές επιδίδονται και πολλοί/ές άλλοι/ες πολιτικοί. Κατά τη γνώμη μου, και με κάθε σεβασμό προς τα άτομα με αναπηρία, το πρόβλημα δεν βρίσκεται στους αδίστακτους πολιτικούς που καραδοκούν για ευκαιρίες αποκόμισης επικοινωνιακής προστιθέμενης αξίας, αλλά κυρίως στις συλλογικότητες των ατόμων με αναπηρία που προσκαλούν τους πολιτικούς (ή τέτοιους πολιτικούς) σε τέτοιες επιδείξεις ψευτοανθρωπισμού.

Ίσως, στην εποχή του αβυσσαλέου ψηφιακού θεάματος, ενός θεάματος που τελικά, μέσω της ψηφιακής εκτόνωσης, απενεργοποιεί την πραγματική και φυσική αλληλεγγύη των πολιτών προς δίκαια κοινωνικά αιτήματα, οι συλλογικότητες των ατόμων με αναπηρίες θα έπρεπε να επανεξετάσουν τις επικοινωνιακές και προωθητικές τους στρατηγικές σε μια κατεύθυνση που δεν θα επιτρέπει καμία εκμετάλλευση και εργαλειοποίηση του καθημερινού, κοπιώδους, ζωτικού τους αγώνα.