Στην ελληνική, όπως και σε άλλες κοινωνίες, περιμένουμε κάποιο γεγονός που θα ταράξει την καθημερινότητά μας προκειμένου να ασχοληθούμε με ορισμένα θέματα, όπως της ευθανασίας, την οποία έφερε στο προσκήνιο ο Αλέξανδρος Βέλλιος με τον θάνατό του. Μέχρι τότε αδιαφορούμε εάν κάποιοι λιγότερο γνωστοί συνάνθρωποί μας υποφέρουν και εάν ζητούν να αποκτήσουν τη δυνατότητα να πεθάνουν, όπως οι ίδιοι επιθυμούν. Εκ των πραγμάτων πρόκειται για ένα δύσκολο θέμα που μάλλον είναι ταμπού στην ελληνική κοινωνία, αν και πολλές δυτικές κοινωνίες έχουν αναλάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες προκειμένου να το επιλύσουν.

Ads

Ευθανασία και αυτοκτονία

Ένα πρώτο ζήτημα που τέθηκε είναι εάν τελικά ο Α. Βέλλιος έκανε ευθανασία ή αυτοκτόνησε. Νομίζω ότι όσοι μιλούν σχετικά με αυτό το θέμα έχουν άγνοια του τι σημαίνει ευθανασία, ακόμα κι αν ο ίδιος μίλησε για αυτοκτονία με τα τελευταία του λόγια, ενδεχομένως προκειμένου να μην κατηγορηθεί κάποιος ότι τον βοήθησε. Ευθανασία δεν είναι ένα τεχνικός όρος, αλλά μάλλον μια στάση ζωής και ενίοτε μια πολιτική απόφαση που ετυμολογικά σημαίνει το καλό θάνατο. Στην αρχαιότητα υπήρχαν πασίγνωστες περιπτώσεις κοινωνιών που επέτρεπαν στους πολίτες τους την ευθανασία, ιδίως στους πιο ηλικωμένους με γνωστότερη εκείνη της Κέας, αλλά και της Μασσαλίας. Επρόκειτο κατ’ ουσίαν για πολιτικές πράξεις με την ευρύτερη σημασία του όρου. Η ευθανασία ως όρος μπορεί να ενταχθεί στην ευρύτερη κατηγορία της αυτοκτονίας, αλλά κυρίως αναφέρεται σε ανθρώπους που είναι άρρωστοι ή πλήττονται από βαθιά γεράματα. Αντιθέτως, η αυτοκτονία αφορά και αναφέρεται μεταξύ άλλων σε ερωτικές απογοητεύσεις, οικονομικά προβλήματα, ψυχολογικές διαταραχές. Άρα ευθανασία δεν σημαίνει απλώς ότι κάποιος με βοηθάει να πεθάνω, αλλά ότι θέλω να έχω ένα αξιοπρεπές και «καλό» τέλος λόγω μιας ασθένειας ή γηρατειών και αυτό πράττω μόνος μου ή με τη συνδρομή κάποιου. Κατά συνέπεια η πράξη του Α. Βέλλιου ήταν ξεκάθαρα ευθανασία, ανεξαρτήτως του αν χαρακτηρίζεται υποβοηθούμενη ή μη.

Το νομικό καθεστώς

Τι συμβαίνει, όμως, στην Ελλάδα σχετικά με τη ευθανασία; Με βάση τα όσα γνωρίζω και εάν δεν έχουν υπάρξει τροποποιήσεις νομικές που μου έχουν διαφύγει, το νομικό σύστημα της Ελλάδας είναι στο σύνολό του αντιφατικό ως προς το ζήτημα της ευθανασίας. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το θέμα επιλύεται βάσει του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με το οποίο «όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια τιμωρείται με φυλάκιση». Το εν λόγω άρθρο είναι καταφανώς προκατειλημμένο από τη στιγμή που κάνει λογο για ανθρωποκτονία και όχι για ευθανασία. Εκλαμβάνει αρνητικά τη συγκεκριμένη πράξη ανεξάρτητα από το κίνητρο και την τιμωρεί.

Ads

Σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν.2071/1992 «Περί εκσυγχρονισμού και οργάνωσης του συστήματος υγείας», το οποίο αφορά στα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενή αναφέρεται αφενός ότι «ο ασθενής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί θεραπευτική πράξη» (παρ.3) και αφετέρου «το δικαίωμα σεβασμού και αναγνωρίσεως των θρησκευτικών και ιδεολογικών του πεποιθήσεων» (παρ.7). Επίσης, σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν.3418/2005) στο κεφάλαιο Θ΄ (Ειδικά Θέματα), άρθρο 29 (Ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής) αναφέρονται τα ακόλουθα: «ο ιατρός λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες που είχε εκφράσει ο ασθενής ακόμη κι αν κατά το χρόνο της επέμβασης ο ασθενής δεν είναι σε θέση να τις επαναλάβει» (παρ.2) και αμέσως από κάτω ότι «ο ιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου» (παρ.3). Η αντίφαση είναι παραπάνω από καταφανής. Είτε ο γιατρός θα σεβαστεί τις επιθυμίες του ασθενή, όπως ο νόμος ορίζει, αλλά εν συνεχεία θα υποστεί τις συνέπειες είτε φοβούμενος για την όποια επαπειλούμενη τιμωρία και το επαγγελματικό του μέλλον δεν θα σεβαστεί τις επιθυμίες του ασθενή και άρα ο ασθενής θα πρέπει να αναζητήσει αλλού συνδρομή χωρίς να αποκλείεται, όπως είδαμε (άρθρο 300 Π.Κ.), και στην περίπτωση αυτή η τιμωρία. Το νομικό μας σύστημα, λοιπόν, είναι σαφώς απαγορευτικό, αλλά και έν μέρει αντιφατικό ως προς το ζήτημα της ευθανασίας και χρήζει αποσαφήνισης. Ως προς τη νομική διάσταση του θέματος δεν θα μπορούσα παρά να σχολιάσω αρνητικά την «ευθυξία» του εισαγγελέα να κινησει αμέσως τη νομική διαδικασία για τυχόν ποινικές ευθύνες στην περίπτωση του Α.Βέλλιου. Νομίζω ότι ο νομικός κόσμος, οι δικαστές και οι εισαγγελείς, θα έπρεπε να ζητήσουν τη νομιμοποίηση κάποιου είδους ευθανασίας και όχι να αναζητούν ανύπαρκτους «εγκληματίες» που τελούν ευθανασία, δεν κινδυνεύει από αυτούς η κοινωνία.

Είναι «βλάσφημη» η ευθανασία;

Εκτός, όμως, από το νομικό πλαίσιο υπάρχουν και πολλές συζητήσεις σχετικά με τις θρησκευτικές απαγορεύσεις ως προς την ευθανασία. Η Εκκλησία είναι κάθετα αντίθετη και αυτό έχει διατυπωθεί από την επιτροπή βιοηθικής της ξεκάθαρα: «Ο βαθύτερος λόγος που στις μέρες μας η ευθανασία απασχολεί τόσο την επικαιρότητα και προκαλεί πρωτοφανή κινητικότητα είναι το γεγονός ότι έχει επικρατήσει μία καθαρά υλιστική, εφήμερη και ευδαιμονιστική αντίληψη και πρακτική (…) Το αίτημα της ευθανασίας προέρχεται συνήθως από άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση καταθλίψεως. Αυτό σημαίνει πρώτον μεν ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκφράζεται η επιθυμία για ευθανασία είναι τέτοιες που δεν εγγυώνται την νηφαλιότητα του αιτούντος, κατά δεύτερο δε λόγο ότι, με την κατάλληλη υποστήριξη, συμπαράσταση και ενδεχομένως ψυχοθεραπευτική αγωγή, τα ίδια άτομα θα ήταν δυνατόν να εκφράσουν διαφορετικές επιλογές στο μέλλον τους. Η ανίατη και επώδυνη ασθένεια επιδρά επί της ψυχικής ισορροπίας του ασθενούς σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι είναι σχεδόν αδύνατον ο ασθενής να εκφράσει τη βούληση του με διαύγεια σκέψεως ή ευθυκρισία» (Επιτροπή Βιοηθικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Βασικές προτάσεις επί του προβλήματος της ευθανασίας, 6/11/2002). Αναρωτιέται κανείς εάν υποτεθεί ότι προταθεί σε κάποιον ασθενή ευθανασία και εκείνος απαντήσει ότι επιθυμεί να ζήσει τότε δεχόμαστε ότι έχει διαύγεια και ότι δεν έχει επηρεαστεί από την ασθένειά του;

Εδώ νομίζω ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον φιλοσοφικό επιχείρημα διατυπωμένο από τον Ντ. Χιούμ σχετικά με την αυτοκτονία που ταιριάζει εμφανώς και στην περίπτωση της ευθανασίας. Ο Χιούμ φέρνει ως παράδειγμα τη γέννηση του ανθρώπου. Υποστηρίζει ότι η γέννηση ενός ανθρώπου οφείλεται σε μια μακρά σειρά από αιτίες, πολλές από τις οποίες εξαρτώνται από εκούσιες ανθρώπινες πράξεις, όπως, προφανώς, η σεξουαλική επαφή. Κατά την καθιερωμένη αντίληψη όλες οι αιτίες που οδηγούν στη γέννηση ενός ανθρώπου ανάγονται και καθοδηγούνται από τη θεία πρόνοια, ενώ οτιδήποτε συμβαίνει στο σύμπαν οφείλεται στη συγκατάθεση και τη συνεργασία της. Συνεπώς, ακόμα και ο εκούσιος θάνατος, που επέρχεται με την αυτοκτονία, σύμφωνα με τον Χιούμ, οφείλεται στη συγκατάθεση και συναίνεση του Θεού, από τη στιγμή μάλιστα που έχει καταστήσει τον άνθρωπο ελεύθερο. Κατά τον Χιούμ, λοιπόν, όταν ένας άνθρωπος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αντέξει πλέον τον πόνο ή τη στενοχώρια και ζει μια μίζερη ζωή, έχει το δικαίωμα να εγκαταλείψει τη ζωή του, δίχως να κατηγορηθεί ούτε ως δειλός ούτε ως βλάσφημος έναντι του Θεού.

Η συζήτηση για το θέμα είναι εκτενέστατη, αλλά θα κλείσω με τα λόγια ενός ανθρώπου που ζητούσε επίμονα ευθανασία στην Ιταλία, την γνωστή υπόθεση του P. Welby (2006). Όταν ο Welby, πάσχοντας από μυική δυστροφία, επιζητούσε την ευθανασία απέστειλε μια επιστολή στον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας προκειμένου να του εξηγήσει τους λόγους της απόφασής του και να ζητήσει βοήθεια. Μεταξύ άλλων έφραφε: «Αγαπώ τη ζωή κ.Πρόεδρε. Η ζωή είναι η γυναίκα που σε αγαπάει, ο αέρας ανάμεσα στα μαλλιά σου, ο ήλιος στο πρόσωπό σου, ένας βραδινός περίπατος με έναν φίλο. Η ζωή είναι επίσης η γυναίκα που σε παράτησε, μία βροχερή μέρα, ένας φίλος που σε πρόδωσε. Δεν είμαι ούτε μελαγχολικός ούτε μανιοκαταθλιπτικός. Θεωρώ την ιδέα του θανάτου φρικτή, αλλά αυτό που μου έχει μείνει δεν είναι πλέον ζωή…είναι μόνο μία πείσμων και ανούσια επιμονή για διατήρηση των βιολογικών λειτουργιών». Και απαντώντας στον Πάπα Βενέδικτο, ο οποίος στάθηκε επικριτικός στην επιδίωξη της ευθανασίας εκ μέρους του και τάχθηκε υπέρ του φυσικού θανάτου, συμπλήρωνε στην ίδια επιστολή: «Αλλά τι ‘φυσικό’ υπάρχει σε ένα δωμάτιο αναζωογόνησης; Τι φυσικό υπάρχει σε μια τρύπα στην κοιλιά και μια αντλία που τη γεμίζει με λίπη και πρωτεΐνες; Τι φυσικό υπάρχει σε μια τρύπα στην τραχεία και σε μια αντλία που διαχέει αέρα στους πνεύμονες; Τι φυσικό υπάρχει σε ένα σώμα που διατηρείται βιολογικά ζωντανό με τη συνδρομή τεχνητής αναπνοής, τεχνητής τροφής, τεχνητής ύγρανσης, τεχνητού αδειάσματος του εντέρου, στο θάνατο που αναβάλλεται τεχνητά; Πιστεύω ότι είναι δυνατό να παίζουμε με τις λέξεις για λόγους πίστης ή εξουσίας, αλλά δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να παίζουμε με τη ζωή κάποιου άλλου για τους ίδιους λόγους».

Αλέξανδρος Σακελλαρίου, Δρ. Κοινωνιολογίας της θρησκείας, Μετα-διδακτορικός ερευνητής Παντείου Πανεπιστημίου