Τσικνοπέμπτη σήμερα, και πολλά ιστολόγια έχουν καθιερώσει να βάζουν τούτη τη μέρα υλικό σκαμπρόζικο, πονηρό. Το δικό μας ιστολόγιο είναι γενικά σεμνό (με διαβάζει και η μητέρα μου, γι’ αυτό) αλλά σήμερα λέω ν’ ακολουθήσω κατά κάποιο τρόπο την παράδοση και ν’ αναφερθώ σε ένα θέμα που το έχω κάμποσον καιρό στα χαρτιά μου και δεν ξέρω τι να το κάνω, και που οριακά ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της μέρας. Του Νίκου Σαραντάκου

Ads

Η μάλλον άγνωστη αλλά εκ πρώτης όψεως άσεμνη λέξη του τίτλου είναι ένα ζώο της θάλασσας, ο πουτσόγιαννος, που λέγεται επίσης ψωλιόγκος ή ψωλιάγκος, ή ψωλή της θάλασσας, ή πουτσόγιαλος ή θαλασσόπουτσος ή γιαλίσιος ψώλος ή γιαλόπουτσος ή αφρόπουτσος ή θαλασσοψωλή ή  πούτσος του αφρού.

Στα αγγλικά το λένε sea cucumber, αγγούρι της θάλασσας, αλλά δεν αμφιβάλλω ότι θα έχει κι άλλες λαϊκές ονομασίες. Στα γαλλικά, το λένε επίσης concombre de mer, αλλά και bèche de mer, biche de mer (παραλλαγή του προηγούμενου), vier marin (vier είναι ιδιωματική λέξη που σημαίνει ψωλή). Η γαλλική bèche de mer, φαίνεται πως προέρχεται από το πορτογαλικό bicho do mar (ζώο της θάλασσας).

Η επίσημη ονομασία του είναι Ολοθούριο, αρχαία λέξη, και η τάξη στην οποία ανήκει, γιατί φυσικά υπάρχουν πολλά είδη, λέγεται Ολοθουροειδή, Holothuroidea. Ο πουτσόγιαννος ή ψωλιόγκος ή ολοθούριο αν προτιμάτε χρησιμοποιείται από τους ψαράδες μας σαν εκλεκτό δόλωμα (εδώ θα δείτε όλα όσα θέλατε να μάθετε για το θέμα) ενώ πιο λακωνικά το διατύπωσε ένας σχολιαστής του ιστολογίου σε παλιότερο σχόλιο: “Το γδέρνουμε και το εσωτερικό του το χρησιμοποιύμε για δόλωμα. Είναι ο θάνατος του σαργού!” Στην Κίνα όμως τα ολοθούρια είναι περιζήτητα μια και χρησιμοποιούνται από την παραδοσιακή ιατρική για διάφορες παθήσεις -πάντως όχι για αφροδισιακά, αν και στα μαλαισιανά τα φάρμακα που φτιάχνονται από ξεραμένους πουτσόγιαννους λέγονται gamat στην τοπική γλώσσα: όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για άλλη μια ένδειξη, μετά τον Σι Μαλάκας, για προκατακλυσμιαία ελληνική παρουσία στον Ειρηνικό (Πλάκα κάνω, ε;)

Ads

Αυτό το θαλασσινό το είχαμε συζητήσει πριν από λίγο καιρό στο ιστολόγιο, στα σχόλια που έγιναν με αφορμή τη συζήτηση για τη λέξη “μπράτη”, όπου είχαμε αναφέρει και πολλές από τις παραπάνω ονομασίες του ψωλιόγκου, όπως τον είχαμε πει τότε. Ο φίλος Μπουκανιέρος πρόσεξε ότι από τον κατάλογό μας έλειπε η ονομασία “πουτσόγιαννος”, που την είχε μάθει όταν ήταν παιδί κι έκανε μπάνιο στους Κορφούς, και λίγες μέρες αργότερα μού έστειλε μερικές σκόρπιες σημειώσεις για το θέμα. Όπως λέει, “σου γράφω για να διασώσω  μια κερκυραϊκή ονομασία του ζώου, “πουτσόγιαννος” – η οποία χρειάζεται μάλλον τη διάσωση αφού δε γκουγκλίζεται”. Και συνεχίζει: “Η αφορμή ήταν ότι διάβαζα για τα ταξίδια των ναυτικών του Μακασάρ στη Γη του Άρνεμ, όπου εμπορεύονταν με τους Αυστραλούς Ιθαγενείς τα περίφημα trepang. Και  σε μια σπάνια πια (αλίμονο!) έκλαμψη της μνήμης μου, θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει σχετικά στον Άρθουρ Γκόρντον Πυμ, κι επομένως ακόμα πιο πρώτα και πιο περιληπτικά στη Σφίγγα των Πάγων. Και επομένως, από τους Pama-Nyunga και τις Θάλασσες του Νότου γύρισα στα Μπάνια τ’ Αλέκου και στην παιδική μου ηλικία!”

Λογάριαζα να μεταπλάσω τις σημειώσεις του Μπουκανιέρου με κάποια λογοτεχνικά δικά μου, αλλά δεν στάθηκε μπορετό. Ιδού λοιπόν η αφήγηση του Μπουκανιέρου, με ελάχιστα δικά μου σχόλια.

Α. Μακασάρ

Όλα λοιπόν ξεκίνησαν με τους ψαράδες του Μακασάρ… Στο βιβλίο First Migrants: Ancient Migration in Global Perspective, του Peter Bellwood (Willey-Blackwell 2013), το οποίο πιθανώς να μεταφραστεί στα ελληνικά, διαβάζουμε πάνω-κάτω τα εξής (σελ. 116):

Μετά το 1750, αλλά έχοντας οπωσδήποτε ξεκινήσει πριν τον ευρωπαϊκό αποικισμό της βόρειας Αυστραλίας, ινδονήσιοι ψαράδες ταξίδευαν κάθε χρόνο ως τις ακτές του Κίμπερλι και της Γης του Άρνεμ για να μαζέψουν προϊόντα όπως το sea slug (bêche-de-mer), ή teripang στα μαλαισιανά, που ήταν περιζήτητο, σε αποξηραμένη μορφή, στην κινέζικη κουζίνα.

Έφταναν στην Αυστραλία με τους βορειοδυτικούς μουσώνες, το καλοκαίρι για το νότιο ημισφαίριο, παραπλέοντας το Τιμόρ. Κάθε χρόνο σε όλο το 19ο αιώνα, χίλιοι ή και περισσότεροι τέτοιοι ψαράδες ξεκινούσαν από την πόλη του Μακασάρ (πρώην Ujungpadang), στη νοτιοδυτική ακτή του Σουλαουέσι (=Κελέβη) […] Άφησαν αρχαιολογικά κατάλοιπα σε όλη την ακτογραμμή του Κίμπερλι (Δ. Αυστραλία) και στις παραθαλάσσιες περιοχές της Γης του Άρνεμ, φτάνοντας ανατολικά τουλάχιστον ως τα νησιά του Sir Edward Pellew, στον κόλπο της Καρπεντάρια.

Ο Bellwood παραπέμπει με υποσημείωση στον C.C. (=Charles Campbell) Macknight, που φαίνεται ότι είναι η αυθεντία στο θέμα αυτό, και συγκεκριμένα στο βιβλίο The Voyageto Marege: Macassan Trepangers in Northern Australia (Μελβούρνη, Melbourne University Press 1976), και στο άρθρο «Harvesting the memory: open beaches in Makassar and Arnhem Land», στον τόμο: P. Veth, P. Sutton (επιμ.), Strangers on the Shore (Καμπέρα, National Museum of Australia 2008), σελ. 33-47.

Καλό κι ενημερωμένο φαίνεται και το σχετικό άρθρο της γουίκι,  όπου μπορείς να διαβάσεις περισσότερα.

Τώρα, γιατί έχουν τόσο ενδιαφέρον αυτά τα ταξίδια των Μακασα(ρη)νών; Για τουλάχιστον δύο λόγους:

– ο πρώτος (και αναμφισβήτητος) είναι ότι πρόκειται για την πρώτη, πολύ καλά τεκμηριωμένη, μακρόχρονη επαφή των Αυστραλών Ιθαγενών με τον έξω κόσμο, που άφησε ποικίλα σημάδια στην κουλτούρα τους κλπ. (Θα υπήρξαν και άλλες επαφές, π.χ. με κινέζους ναυτικούς, αλλά γι’ αυτές δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα κι όλα είναι θεωρίες κι υποθέσεις, στηριγμένες σε πολύ φτωχά στοιχεία.)

– ο δεύτερος είναι ότι προσφέρουν υποστήριξη στην (αμφιλεγόμενη) υπόθεση της Pama-Nyungan Migration. Πολύ χοντρικά, η υπόθεση αυτή λέει ότι υπήρξε ένα δεύτερο, σχετικά πρόσφατο («όχι πολύ πριν το 2.000 π.Χ.»), κύμα μετανάστευσης προς την Αυστραλία, κι ότι αυτό το κύμα (που θα ευθύνεται, μεταξύ άλλων, και για τον ερχομό των ντίνγκο) ξεκινούσε ακριβώς από την Κελέβη («πολιτισμός Toala»). Έτσι όπως την παρουσιάζει ο Bellwood η υπόθεση έχει αρκετές ενδείξεις υπέρ της (δεν έχω τελική, διαμορφωμένη άποψη). Εν πάση περιπτώσει, τα ταξίδια των Μακασα(ρη)νών αποδεικνύουν ότι αυτή η θαλασσινή διαδρομή, μολονότι διόλου μικρή, ήταν εφικτή ακόμα και με ταπεινά μέσα ναυσιπλοΐας (λόγω ευνοϊκών ανέμων κλπ).

Β. Λογοτεχνικές αναμνήσεις και λησμονιές: Βερν και Πόε

Λίγα πράγματα, τελικά, αναφέρονται στην έκδοση της Σφίγγας των Πάγων:

Ο πλοίαρχος και οι σύντροφοί του επέστρεψαν στην ακτή, όπου ένα είδος μαλακίου, «έλαφος της θαλάσσης», που υπεραγαπούν και ακριβοπληρώνουν οι Κινέζοι, ήταν άφθονο, όσο σε κανένα άλλο μέρος των νοτίων χωρών.

Ο πλοίαρχος σκέφτηκε ότι μπορούσε να κάμη επικερδέστατη αλιεία, και για το ζήτημα αυτό συνεννοήθηκε με τον αρχηγό. Ο Ουίλλιαμ Γκυ εζήτησε την άδεια να κατασκευάση παραπήγματα, όπου τρεις άντρες από το πλήρωμα της «Ιάνας» θα έμεναν για να φροντίσουν την αλιεία και να προετοιμάσουν το φορτίο, ενώ η γολέτα θα εξακολουθούσε την προς τον Πόλον πορείαν της.

Ο Του-Βιτ εδέχτηκε πρόθυμα την πρόταση, και έγινε μια σύμβαση, κατά την οποία οι ιθαγενείς ώφειλαν να βοηθήσουν τους αλιείς της «Ιάνας», για να μαζέψουν τα πολύτιμα μαλάκια. Μετά ένα μήνα, οι προκαταρκτικές εργασίες είχαν τελειώσει. Εξελέγησαν τρεις άντρες για να παραμείνουν στη νήσο Τσάλαλ. (Ιουλίου Βερν, Η σφίγγα των πάγων, διασκευή Γ. Τσουκαλά, εικονογράφηση Ο.Π., Εκδοτικός οίκος «Αστήρ», Αθήναι, 1966, σελ. 58)

Σημείωση Ν.Σ.: Προσέξτε ότι ο Τσουκαλάς (φίλος του Λαπαθιώτη, συγγραφέας πολλών λαϊκών μυθιστορημάτων) μεταφράζει “έλαφος της θαλάσσης”. Στο πρωτότυπο του Βερν γράφει biche de mer, και biche πράγματι είναι η ελαφίνα, όμως εδώ έχουμε σύμπτωση, το biche είναι παραφθορά του bèche de mer ή του bouche de mer (μπουκιά) ενώ μπορεί να έχει και κάποια σχέση με το φαλλικό σχήμα του ζώου. Πάντως, δεν θα το λέγαμε μαργαριτάρι του Τσουκαλά, αφού πολλοί Γάλλοι ακούγοντάς το καταλαβαίνουν “ελαφίνα της θάλασσας”, άλλωστε τα θαλασσινά ζώα έχουν γενικώς περίεργες ονομασίες. Δίνω και πάλι τον λόγο στον Μπουκανιέρο:

Υπενθυμίζω όμως, πρώτον, ότι ο Βερν δίνει μια περίληψη (σε 5 κεφάλαια) των «Περιπετειών του Αρθούρου Γόρδωνος Πυμ» και, δεύτερο και σπουδαιότερο, ότι οι εκδόσεις Αστέρος του Βερν είναι πάντα πετσοκομμένες διασκευές, όπου λείπει μεγάλο μέρος του αρχικού κειμένου (50% σε μερικές περιπτώσεις – ίσως και περισσότερο;).

Τώρα, το βιβλίο του Πόε το έχω διαβάσει, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 νομίζω, όμως δε μου βρίσκεται πρόχειρο.

Απ’ όσο θυμάμαι, νομίζω ότι ο Πόε μιλούσε αρκετά γι’ αυτά τα ζούδια και για το σχετικό εμπόριο, έχω μάλιστα την εντύπωση ότι έκανε λόγο και για τους ψαράδες του Μακασάρ (εν πάση περιπτώσει ήξερα γι’ αυτούς πριν διαβάσω τον Bellwood – μπορεί όμως να το είχα διαβάσει κάπου αλλού).

Γ. Διάφορα

Αντιγράφω εδώ, προς διευκόλυνση, μερικά από όσα είχαν ειπωθεί σε κείνη τη συζήτηση:

1. Μια περιγραφή του ολοθούριου προέρχεται από κείμενο ψαρεμένο στο ιντερδίχτυ (εδώ, στο τέλος-τέλος).

2.  Μια εικασία θα ήταν ότι υπάρχει κάποια σχέση με την ιδέα του Χαζογιάννη – δηλ. με τη χρήση του ονόματος “Γιάννης” για να δηλωθεί ο κουτός. Η οποία δεν περιορίζεται βέβαια στην Κέρκυρα (45 γιάννηδες κλπ, αλλά και “στραβόγιαννος” στο πολεμικό μας ναυτικό).

Τώρα, για τη φολκλορική ιδέα ενός συσχετισμού ανάμεσα στη μεγάλη ψωλή και το λειψό μυαλό, διάχυτη σε διάφορες κουλτούρες του Παλιού Κόσμου τουλάχιστον, βλ. όσα λέει ο Bulliet στο κεφάλαιο για το γάιδαρο στο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα.

Συνοπτικά: η εικασία που μόλις διατύπωσα υποστηρίζει ότι “πουτσόγιαννος” σημαίνει “πούτσος του χαζού” ή “χαζός πούτσος” – καθότι αδέσποτος και ασφαλώς μη δυνάμενος να χρησιμοποιηθεί επωφελώς. Πρόκειται ασφαλώς για αυτοσχεδιασμό της στιγμής.

3. Η ονομασία biche de mer σχετίζεται (ονομαστικά) με μια γλώσσα που με είχε απασχολήσει το προηγούμενο διάστημα, δηλ. τη Bislama. (Σχόλιο δικό μου: Η γλώσσα Bislama είναι μια από τις επίσημες γλώσσες του Βανουάτου και είναι η λίνγκουα φράνκα του νησιωτικού αυτού κράτους, που οι 220.000 κάτοικοί του μιλάνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, 113 γλώσσες. Η γλώσσα πήρε το όνομά της από τη γαλλική ονομασία biche de mer του ολοθούριου, που ψαρευόταν στην περιοχή).

Αυτά λοιπόν για τον πουτσόγιαννο ή ψωλιάγκο ή ψωλιόγκο ή αγγούρι της θάλασσας!

sarantakos.wordpress.com